Η φράση «ο Χ γέρνει» ισούται με «ο Χ είναι ομοφυλόφιλος» ή «ο Χ τον παίρνει».

Επομένως, ο σύνδεσμος και στο γνωστό τον παίρνεις και γέρνεις δεν είναι συμπλεκτικός και δεν συνδέει κατά παράταξη δύο κύριες προτάσεις. Διότι τούτο θα συνιστούσε πλεονασμό, σαν να λέγαμε τον παίρνεις και τον παίρνεις. Η σημασία του και είναι μάλλον συμπερασματική: τον παίρνεις άρα γέρνεις. Η δεύτερη φράση είναι το αποτέλεσμα της πρώτης, δηλ. αν κάποιος αρχίσει να τον παίρνει, στοιχειοθετείται τεκμήριο (μαχητό;) ότι γέρνει, ότι είναι πούσθης.

Κοντινότερο συνώνυμο του γέρνει είναι το κουνιέται.

Το γέρσιμο αναφέρεται φυσικά στο χαρακτηριστικό σπάσιμο της μέσης των λούγκρηδων καθώς αυτοί περιφέρουν το σαρκίο τους δώθε κείθε, με όλη τη χάρη μιας έφηβης νεράιδας όπως θα έλεγε ο vrastaman. H έκφραση είναι κυριολεξία, οι πούστιδι τω όντι γέρνουν. Αντιθέτως οι πιουρ αρσενικοί (οφείλουν να) είναι πάντα στητοί, ευθυτενείς, αλύγιστοι.

  1. (in da gym)
    - Έχεις προσέξει κάτι με το γυαλάκια που 'ρχεται και σου πιάνει την κουβέντα;
    - Όχι, τι;
    - Ότι γέρνει βρε μαλάκα... Όλο το gym το λέει... Πρόσεχε.

  2. - Το Νίκο τον βλέπω να γέρνει επικίνδυνα.
    - Βρε λες;
    - Δεν ξέρω, εσένα πώς σου φαίνεται;

Βλέπε και την τρίζει την όπισθεν και γαμιέμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη ατάκα-πασπαρτού, που χρησιμοποιείται για να τσιγκλήσεις τον άλλο, αφού αποδέχεσαι ότι φέρεις και τα δύο αυτά στίγματα της σήψης και παρακμής που σε χαρακτηρίζουν.

Η δύναμη αυτής της ατάκας οφείλεται στο ότι θίγει σε εξευτελιστικό σημείο τα ελληνικά ορθόδοξα χρηστά ήθη –όπως τα απέδωσε και τα συνδιαμόρφωσε ο μέγας Φώσκολος– όπου το γκεϊλίκι είναι σήμα κατατεθέν του βούρκου και της αλλοτρίωσης της βασανισμένης ψυχής σου και η πρέζα είναι σαν κάτι σατανικό, μοχθηρό, που στο πουλάν σε σοκολάτες μέσα-έξω από τα σχολεία και μπορείς να κυλήσεις αν κάνεις κακές παρέες και κανένα «τσιγαριλίκι». Γάμησέ τα δηλαδή, μαύρη απελπισία...

— Φέρεσαι λίγο παράξενα παιδί μου αυτό τον καιρό. Έχεις κάτι;
— Άσ' τα μάνα, είμαι πούστης και πρεζάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ομοφυλόφιλοι, οι γκέι, οι πούστηδες, οι αδερφές, οι ντιντήδες, οι γυναικωτοί, οι λουλούδες κλπ.

- Ωπ, η δικιά σου είναι αυτή στο σμαρτάκι με τον τυπά;
- Ναι, αλλά μη σκας. Ο Ρούλης παίζει για την... άλλη ομάδα.

Βλέπε και με τους άλλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιχείρημα απελπισμένου και πάσχοντος από χρόνια αγαμία, ο οποίος διακατεχόμενος επίσης από εκφυλιστικές τάσεις, προσπαθεί να κάμψει τις όποιες αναστολές του εταίρου παρόντος, που δείχνει να θέλει αλλά ταυτόχρονα να φοβάται τους χαρακτηρισμούς πούστης, λόμπας, πισωγλέντης κλπ φαντάζοντας δε στα μάτια του πρώτου ως ξερολούκουμο, τρυφερό πόδι, κλπ.

- Πω-πω αδερφέ μου έχω κάτι κάβλες!!! -Σιγά-σιγά θα μας γαμήσεις όπως πάς.
- Μην ανησυχείς μωρέ, με μια φορά, πούστης δε γίνεσαι.
(30' αργότερα)
-Με την δεύτερη γίνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκέι, ομοφυλόφιλος.

- Ρε συ Μαρία, τι σου λέει ο Αντώνης, έχει αρχίσει να μ' αρέσει...
- Α! Άσ' τον αυτόν, το γύρισε... Μπομπ Σφουγκαράκης σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που έχει τις ρίζες της σε ατάκα του Μάνου Χατζηδάκι.

Η ατάκα είχε περίπου ως εξής: Μία από τις κάμποσες φορές που ο μεγάλος μας συνθέτης Μάνος Χατζηδάκις βγήκε από την ντουλάπα, αναφέρθηκε σε μία συνήθη προκατάληψη ή και πραγματικό φαινόμενο, ως εξής (στο περίπου): «Για μας τους καλλιτέχνες, λένε ότι είμαστε ή αριστεροί ή ομοφυλόφιλοι. Πάντως εγώ αριστερός δεν είμαι!».

Η ατάκα έμεινε διάσημη για πολλούς λόγους:

α) Περιέγραφε με χιούμορ ένα φαινόμενο, που σκανδαλίζει πολλούς ομοφοβικούς και εθνόκαυλους, ή αποτελεί απλώς προκατάληψή τους, ήτοι την ομοφυλοφιλία και αριστερίστικες τάσεις στους κύκλους της τέχνης.

β) Ήταν ένας πετυχημένος αυτοσαρκασμός του Χατζηδάκι, που αποτελούσε εξαίρεση στον κανόνα ότι οι καλλιτέχνες της γενιάς του ήταν στρατευμένοι αριστεροί, όπως ο έτερος γίγας Θεοδωράκης, ή και ο Σαββόπουλος (ο Θεός να τον κάνει αριστερό!), ο Λοΐζος κ.ο.κ. Ο Χατζηδάκις αντιθέτως αντιπροσώπευε την δεξιά κουλτούρα.

γ) Ήταν ένας πολύ χιουμοριστικός τρόπος να βγει απ' την ντουλάπα.

Από τότε όταν έχουμε αμφιβολία για ύποπτο, και τελικά διαπιστώσουμε ότι έχει αρραγή δεξιά φρονήματα, το τελευταίο αυτό γεγονός λειτουργεί ως το κρίσιμο στοιχείο για να πούμε «πάντως αριστερός δεν είναι!» και να τον εντάξουμε στην χορεία των κιναιδουάρδων.

Σημειωτέον ότι υπάρχει και ψυχολογική βάση: Πολλοί γκέι κάνουν υπεραναπλήρωση για την περιθωριοποίησή τους, με το να ενταχθούν σε κυρίαρχα δεξιά πρότυπα εθνικού καθωσπρεπισμού. Ως προς την ακροδεξιά απόκλιση, το φαινόμενο σχετίζεται με το λήμμα γκεϊστάπο. Παραδείγματα αποτελούν από την μυθοπλασία ο ακροδεξιός του American Beauty και από την πραγματική ζωή ο ακροδεξιός Αυστριακός πολιτικός Georg Heider (Θεός σχωρέστον!), που ύστερα από μια καριέρα άτεγκτης ακροδεξιάς πολιτικής αποδείχθηκε μετά θάνατον ότι «πάντως αριστερός δεν ήταν». Βέβαια ο θάνατός του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ήταν αρκετά περίεργος, -η εκδοχή της δολοφονίας δεν αποκλείστηκε- και οπωσδήποτε πολύ τραγικός.

Η φράση χρησιμοποιείται κι από τους αριστερούς ως επίρρωση του ανδρισμού τους.

- Τι γίνεται με τον Σάκη; Χθες στην «Εθνική» τον είδα να την οπισθογράφει την επιταγή!
- Πάντως αριστερός δεν είναι! Τον είδες ποτέ να διαβάζει «Ελευθεροτυπία» ή «Ριζοσπάστη»; Όλο με την «Βραδινή», τον «Ελεύθερο Τύπο» και την «Χώρα» μου γυρίζει...

Μάνος Χατζηδάκις (από Hank, 13/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κασσάνδρεια προφητική έκφραση, που προοιωνίζει την εκουσία-ακουσία αλλαγή θέσεων μεταξύ αρρένων ομοφύλων συνεύνων, που πλησιάζει με δρασκελιές, κατά τα δημώδη «Αλλάξαμε θέση, μ’ αρέσει-μ’ αρέσει» και το «Άλλαξε ο κολλιές».

Η έκφραση αυτή πλήττει θανάσιμα το κύρος της λαϊκής δοξασίας, σύμφωνα με την οποίαν, ο αρεσκόμενος σε μπαξέδες με λουλούδια, δεν χάνει την αρρενωπότητά του, παρά μάλλον δοκιμάζει απελευθερωμένα το σέξ παντοιοτρόπως, δήθεν για ποικιλία και για χόμπι-χόμπι (βλ. «Τον αράπη και τον πλένεις» με το Βουτσά).

Μάλιστα, γίνεται αναφορά (Ν. Τσιφόρος «Τα παιδιά της πιάτσας» ιστορία «Εκόλ Πολυτεκνίκ» και Η. Πετρόπουλος «Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη», κεφάλαιο «Ο έρως της κωλοτρυπίδας»), ακόμα και σε άρρενες που υποδύονται περιστασιακά και επ’ ανταλλάγματι το θήλυ, όπως τα παλιά κιοστέκια / κιουτσέκια (τούρκ. kocek), χωρίς να παύουν να κουσουμάρουν (δήθεν αλώβητοι) για ζεϊμπέκια!

Περί ορέξεως, δεν είναι ντης πουτάντουμ βέβαια, αλλά εφιστάται η προσοχή στη λεπτή κόκκινη γραμμή μεταξύ των από πάνω και των από κάτω (τους οποίους οφείλουν να προσέχουν οι πρώτοι κατά τον Θου-Βου).

Σαφής η αναφορά στην επί χρήμασι κωλομπαρδία στο «Από την άκρη της πόλης» του Γιάνναρη, όπου ο πεπειραμένος λομπίσκος προειδοποιεί τον συνάδελφό του, σαν συνεπής επαγγελματίας, να μην αφεθεί στη γλύκα του πάθους και διαβεί το Ρουβήκωνα…

Σχετικές φράσεις:

- Πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα κι ο Γιώργης ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα!
- Όποιος βλέπει πλάτη, θα δει και μαξιλάρι (!)

- Τονε βλέπεις το Γιώργο; Μεγάλη λόμπα! Παλιός ποδηλατάς βλέπεις…
- Περσινός κωλομπαράς-φετινός πούστης! Αυτό ξέρω εγώ…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δίκτυο ομοφυλοφίλων, τα κοινωνικά, επαγγελματικά, αλλά και απαραιτήτως σεξουαλικά αλισβερίσια μξ τους, οι γνωριμίες, τα κονέ τους. Επίσης (και κυρίως) ο γκέης που ασχολείται με αυτά, το γκέι λαδωτήρι.

Δεν βγάζει αποτελέσματα ο γούγλης αλλά λέγεται ευρέως (και μξ ομοφυλοφίλων).

Βλ. και ίντερπουστ.

- Μην τον βλέπεις έτσι μαζεμένο, ο τύπος έχει πολλές επαφές και γνωριμίες. - Μάστα, πουστ κονέξιον δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...είναι ο πούστης αλλά σε υπερθετικό βαθμό.

Καλά, μιλάμε για τρελή πουστάρα.

(από Galadriel, 01/01/12)

Βλ. και σχετικά λήμματα που περιγράφουν και τους υπόλοιπους βαθμούς πουστάκι, το, πουστανελάς, ο, πουσταρέλι, πούσταρχος, ο, πουστέρι, λούγκρα, πουστόμωρο, το, πουστρίγκος, πουστρίτσα, η, πουστρόνι, πουστρόνιο, πουστρώνι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified