Further tags

Εμφανισιακά άψογος, περιποιημένος, καλοντυμένος. Συνώνυμα: κυριλέ

  1. Έχω στείλει το βιογραφικό μου και με καλούν για συνέντευξη. Για ποιο λόγο να ντυθώ στην τρίχα και να μην παρουσιαστώ στην συνέντευξη έτσι όπως θα με βλέπουν κάθε μέρα στο χώρο εργασίας μου; (από φόρουμ)

  2. Χαμογελαστοί πορτοφολάδες που ντύνονται «στην τρίχα» [...] Είναι καλοντυμένοι, χαμογελαστοί, ευγενικοί -αλλά δεν θα διστάσουν να κλέψουν το πορτοφόλι μας. (από την Καθημερινή)

Επίσης δες πένα, σένιος, τσίλικος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν + μούτζα σημαίνει επίσης και ανάποδο γαμώτο, δηλαδή άνθρωπος απεριποίητος, ακαλαίσθητος, που είναι γενικά άσχημη εικόνα για τα μάτια, σαν να βγήκε από ανέκδοτο. Όταν τον δεις αυτομάτως παίρνεις μία έκφραση λύπης και αηδίας, που σου σηκώνεται το μισό χείλι και μικραίνουν τα μάτια σου.

Σαν μούτζα πχ. είναι μία γυναίκα που έχει λιώσει στο σολάριουμ και φοράει άσπρο κονσίλερ, ή ένας τύπος που φορά μπλουζάκι κολλητό και διαγράφεται από μέσα το δάσος του αμαζονίου από τις τρίχες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστική έκφραση προς άτομο που θεωρείς εγκληματικά άσχημο.

- Τί κοιτά ρε μάπα;!... Τη γκόμενά μου ρε χαλβαδιάζεις;
- Ό'ι ρε φιλαράκ', 'ντάξ' να 'ούμε, δέν... άραξε....
- Τί άραξε ρε φρίκουλο, ζώον, άντε κοιτάξου στον καθρέφτη να πούμε, που 'σαι σα μουνί κλαμένο και μου θες και καμάκια, γελοίε... Που αν είχα τη φάτσα σου για κώλο μου θα ντρεπόμουν να χέσω ρε!... Κουασιμόδε!... Άιντε πίσω στο τσίρκο σου, ουστ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος υπενθύμισης προς άρρενες ότι ο σκεμπές δεν κρύβεται όσο και να ζώνει κανείς ψηλά το παντελόνι (βερμούδα, μαγιώ [!] κλπ) πάνω από τον αφαλό ... και ότι γενικά ότι δεν είναι και πολύ κολακευτικό να ζώνεται κανείς μέχρι τα πλευρά.
Πρέπει να ήταν πάντως αρκετά αποδεκτό να ζώνεται κανείς έτσι τρόπο ζωσίματος σε περασμένες δεκαετίες όταν και ο σκεμπές ήταν πιο αποδεκτός και προσέδιδε γοητεία.

Ωραία η βερμουδίτσα Αντώνη, αλλά σε σφίγγει λίγο στις μασχάλες...

όπως βλέπετε, μπορεί να γίνει και με φυσεκλίκια (από xalikoutis, 22/08/08)Οβελίξ (από allivegp, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάφομαι υπερβολικά, χρησιμοποιώντας μεγάλη ποσότητα από κάθε είδους καλλυντικό. Προτιμάται από τον όρο ''παστώνομαι'' αν θέλουμε να τονίσουμε την υπερβολική χρήση κραγιόν.

- Έλεος! Στο σούπερ μάρκετ θα πάμε. Πρέπει να γίνεις κλόουν για να σκάσεις μύτη; Ρεζίλι θα γίνουμε...

Όχι πάντα κακό. (από Galadriel, 26/02/09)όχι πάντα ακινδυνο (από gaidouragathos, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λοξή στάση που παίρνουν οι γκόμενες στην παραλία όταν θέλουν να δείξουν κορμάρα. Προσπαθούν επί ματαίω να τεντώσουν το σώμα (μπούτια, κοιλιά, δίπλες γενικώς) αλλά να δείχνουν, συνάμα, χαλαρές και φυσικές.

Η λέξη έχει αρχίσει να μπαίνει στην αργκό των γυμναστηρίων.

... και μη μου κάθεστε τώρα όλες σε στάση παραλίας, σηκωθείτε όρθιες, μέσα η κοιλιά, σφιχτοί οι γλουτοί, έξω το στήθος, τα πόδια καλά να πατάνε στο έδαφος, κάτω οι ώμοι!

(από ironick, 17/09/08)(από ironick, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο το οποίο:

α. είναι υπερβολικά άσχημο
β. είναι τόσο ταλαιπωρημένο (3ήμερο ξενύχτι, πιώμα, μπάφους) που δεν βλέπεται.

Η έκφραση οφείλεται πιθανότατα στην εμφάνιση οποιουδήποτε νορμάλ ανθρώπου γύρω στις 3 π.μ., όπου (ιατρικώς αποδεδειγμένα), ο μεταβολισμός έχει βαρέσει μπιέλα και το άτομο μοιάζει με ήρωα του George Romero που βγήκε παγανιά.

  1. - Ρε συ, αυτή που πάει προς το μπαρ την έκοψες από μπροστά;
    - Την έκοψα ρε φίλε. Σαν τρεις ώρες νύχτα είναι. Ούτε με χαρτοσακούλα δεν χτυπιέται σου λέω...

  2. - Πω πω αδερφέ, μόλις γύρισα από 5ήμερο στην Ίμπιζα...
    - Το κατάλαβα, σαν τρεις ώρες νύχτα είσαι μεγάλε...

O master τρεις ώρες νύχτα! (από Desperado, 18/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα-χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν (κυρίως) τα κορίτσια σχετικά με την αγκαλίτσα, με το αίσθημα, ή για να αναφερθούν σε κάτι χαριτωμένο, ζουμπουρλούδικο, φλάφικο και ομορφούλι.

- Σού 'δειξε η Τίτα φωτό από το ανιψάκι της;;
- Ναι! Είναι πολύ γούτσου! Άχου το μωλέ!!

(από Khan, 23/07/09)(από vikar, 29/05/12)

Δες και γουτσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός από γιαγιά για δριμύτατους χασικλήδες, όπου τα μάτια τους σχεδόν στάζουν αίμα και τα ρούχα έχουν ποτίσει πλέον χορτίλα.

-Πέτυχα χθες Μαριγώ μ' το Κωστάκη της Τασούλας και σαν διάολος ήταν... Τα μάτια του κατακόκκινα και κλειστά και βρώμαγε λιβάνι από μακριά... Άπαπα αυτό το παιδί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified