Selected tags

Further tags

Χριστιανοταλιμπαν-ίστικη σλανγκ που τη χρησιμοποιούμε όταν διαφωνούμε με κάποιον που θεωρούμε ισχυρογνώμονα και αδιόρθωτο, και σημαίνει άντε γεια, καλά μυαλά, with this side to sleep ή ακόμη δε μας χέζεις ρε Νταλάρα.

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις αποτελεί έναν απλό αποχαιρετισμό μεταξύ χριστιανοταλιμπάν, όπως και το «νά 'ναι ευλογημένο».

Υποτίθεται ότι κάνουμε αναφορά στην επί του φοβερού βήματος της Β' Παρουσίας απολογία μας για τις αμαρτίες και τα κρίματα (sic) που έχουμε διαπράξει, και για τα οποία παραμείναμε αμετανόητοι παρά τις νουθεσίες και τις εκκλήσεις για μετάνοια του προσώπου που προσπαθεί να μας συνετίσει για το καλό μας (βλ. και σχετικό άσμα του Γ. Μηλιώκα).

Μεταφράζεται και σε good apology.

  1. - Που πάτε ρε με τέτοια μυαλά; Κάνατε την Εκκλησία Ανώνυμη Εταιρεία! Δε βλέπετε ότι ξεσηκώσατε το ποίμνιο εναντίον μας; Άντε και καλή απολογία!

  2. - Τηλεφωνώ από Τούμπα και είναι η πρώτη φορά που παίρνω μέρος στην εχπομπή σας και θέλω να σας συγχαρώ και να σας πω ότι σας ακούω κάθε φορά. Και πάλι συγχαρητήρια.
    - Νά 'ναι ευλογημένο. Καλή απολογία. Προχωρούμε στην επόμενη γραμμούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανίζεται (περιέργως και δικαίως σπανιότερα) και σαν «χειώνω» (ίσως γιατί έτσι διαβάζεται σωστότερα «χι-ώνω» αντί του «χjόνω» που παραπέμπει στο «χιόνι», οπότε και γεννήθηκε το ήδη καταγεγραμμένο χιονίζω –όπου κι αναφέρεται σαν ρίζα του το «χιώνω» στο σχόλιο του xalikoutis. Με την ίδια έννοια αναφέρεται κι εδώ σε σχόλιο του johnblack).

Από το γράμμα χι (Χ) με το οποίο γραπτώς, διαγράφουμε / ακυρώνουμε / απορρίπτουμε κάτι είτε επειδή δεν μας αρέσει είτε επειδή το βρίσκουμε λανθασμένο.

Σημαίνει αυτά ακριβώς: απορρίπτω, μπανάρω, ακυρώνω, διαγράφω κι όταν αφορά πρόσωπα σημαίνει επιπλέον: «ρίχνω χυλόπιτα», γειώνω όπου υπονοείται το τελεσίδικο της πράξης και ένας απότομος χειρισμός απ’ τη μεριά αυτού που χιώνει.

Ουσιαστικά, με το χιώνω ρηματοποιούνται τα ήδη καταγεγραμμένα απ’ τον notheitis «ρίχνω/τρώω χι», που η ερμηνεία τους είναι μάλλον προφανέστερη.

Παίζει και το χίωμα: η πράξη του χιώνειν (!!!) που πολύ συχνά συναντάται (αναπάντεχα!!) στις φράσεις «ρίχνω/τρώω χίωμα».

  1. - Άλεξ αύριο ψήνεσαι να σώσουμε τον κόσμο;
    - Δύσκολο αυτό το ΣΚ, ανεβαίνει από Ηράκλειο ένας φίλος του κολλητού μου και θα παίξει τρελό πρόγραμμα μάλλον. Νιώθω άσχημα ρε φίλε γιατί είναι η 2η φορά που το χιώνω, χίλια σόρρυ…

  2. …σε έχω βαρεθεί. Και δεν θέλω να σου μιλήσω. Δεν «έχω τρεξίματα». Απλά δεν θέλω. Άμα μου ζητάς κάτι και σε χιώνω απλά ΔΕΝ ΘΕΛΩ να το κάνω. Πιθανότατα δεν έχω καν άλλα πλάνα.

  3. Είναι ο μόνος μαύρος που έκανε πάνω από 90 επεμβάσεις για να γίνει άσπρος και εσύ τον χιώνεις τόσο αλύπητα; Ντροπήηηηη...

  4. Είναι δυνατόν από μια ήττα στη 2η αγωνιστική (έστω κι από την ομάδα-μπυραρία) να χειώνουμε την ομάδα για όλη τη χρονιά;..

  5. Γεια σου ρε Θρυλάρα με έκανες να ξεχάσω το χίωμα που έφαγα απ’ την γκόμενα και τα πάντα…

  6. …τα σπάει μόνος του και χτυπιέται-χωρίς να αντιλαμβάνεται μέρος / χρόνο / τους διπλανούς του που τρώνε αδέσποτες απ' τα χεράκια του -μέχρι να γίνει τύφλα πάλι. Ξέρει κανείς μαλάκας να φλερτάρει ανθρωπινά; μπα, μόνο κάτι κάγκουρες πλησιάζουν κάτι γκόμενες που χτυπιούνται και οκέι, σε λίγο θα σκάσει πέσιμο με χίωμα-συνήθως- ή στην καλύτερη, θα φύγουν κατά το ξημέρωμα σε φάση «χάλια είναι, αλλά επιτέλους θα γαμήσω»…

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Κι όμως από πίσω ένα χι μπορεί να κρύβεται κλάμα (από sstteffannoss, 05/02/11)

Βλέπε και πόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική γείωση που δηλώνει το πόσο γελοία βρίσκουμε την πρόταση κάποιου, ή την άρνηση μας να κάνουμε κάτι που μας έχει ζητηθεί.

- Χαράλαμπε, δεν βρίσκεις τα οπίσθια της διδας Ουρανίας καταπληκτικά;
- Ή και όχι ας πούμε...

- Μπάμπη, με πετάς μέχρι την πλατεία με το παπί μια στα μπαμ;
- Εεεε ή και όχι, δεν νομίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για γκόμενα που έχει περιέλθει σε απελπισία από παρατεταμένη αγαμία. Μένει αγαμήτου και απάρτου γωνία και έχει επειγόντως ανάγκη από σέρβις. Η έκφραση σχηματίζεται κατά το χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο από απελπισία. Οι γυναίκες δεν έχουν μεν κάτω κεφάλι, όμως το μουνί είναι άργκιουαμπλjυ ένα κέντρο της προσωπικότητας, ιδίως όταν τις πιάνουν τα μουνικά τους, (πρβλ. και ετυμολογία της υστερίας από την υστέρα) οπότε τέσπα, αυτό έχουν, αυτό βαράνε, ακόμη κι αν σαν εικόνα είναι τιραμισουρεαλιστική.

Πάσα: Vikar.

- Τι κάνει η Μαριλού;
- Απ' όταν την άφησε εκείνος ο τραγουδιστής, δεν τα έχει φτιάξει με άλλον. Και πάνε τέσσερα χρόνια!...
- Καλά, θα χτυπάει το μουνί της στον τοίχο, μιλάμε...
- Ναι, αλλά είναι και δύσκολη, δεν της αρέσει ο ένας, δεν της αρέσει ο άλλος... Ήθελε οπωσδήποτε καλλιτέχνη...

Κορίτσια χαϊδεύουν ένα χταπόδι (από Vrastaman, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο γκέι.

  2. Τον παλιό καιρό, «κάνω την κυρία» σήμαινε κλέβω πορτοφόλια.

  1. Σιγά μην την πέσει ο Αμπεμπαμπλόμ στο Μαράκι, αυτός είναι κυρία από τις λίγες!

  2. Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία, δυο λαχανάδες πιάσανε που κάναν την κυρία.

(από Khan, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για κάποιον τελείως ατάλαντο.
Χρησιμοποιείται κυρίως για ηθοποιούς.

- Πάμε να δούμε την παράσταση του Ρώμα;
- Πας καλά; Αυτός είναι Αταλάντου και Ατέχνου γωνία!

Τυπική και ανίατη περίπτωση... (από Τσακ εις την μέσην, 03/02/11)....Αννα Μαρία και τα μυαλά στα υποσιάγωνα (από GATZMAN, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχομιμητικό του χτυπήματος των δοντιών επιφώνημα που δείχνει α) κρύο, β) μεταφορικώς κρύο σαχλό αστείο τ. σεφερλίτιδα, γ) δέος και φόβο για κάτι τρομακτικό και μακάβριο (κυριολεκτικά ή μεταφορικά ή ειρωνικά).

  1. Μπρρρ...παγωνιά. (Εδώ).

  2. α) - πάνε 20 χρόνια από τότε και ο μακαρίτης που τα έβλεπε αυτά έχει πάθει εκταφή (μουάχαχα... μπρρρ).
    (Ιρονίκ εδώ)

β) - vagina dentata είναι βέβαια και ένα αρχετυπικό ονειρικό περιεχόμενο σύμφωνα με την ψυχανάλυση....μπρρρρ (εδώ).

  1. - σίσυφος είναι αυτός που την περνάει ολημερίς στο συσιφόνι....
    μπρρρ... (εδώ).

(από Khan, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα του Ντίνου Ηλιόπουλου από την ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη Ο Ατσίδας (1962).

Προφανώς πρόκειται για ευφημισμό. Περιγράφει καταστάσεις όπου υποφώσκει μίσος και βαθιές αντιθέσεις, οι οποίες μόλις καλύπτονται από την θέληση ενός ομιλητή να διασκεδάσει το άσχημο σκηνικό με τον προσχηματικό ευφημισμό. Επίσης, υπάρχει πολλή αμηχανία να μην κάνει κάποιος την αρχή και αποκαλυφθούν στην ολοκληρία τους όλα όσα χωρίζουν τους συμμετέχοντες. Εξ ου και η επανάληψη «είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε», σημάδι μεγάλης αμηχανίας, την οποία άφησα στον τίτλο γιατί πολλές φορές η έκφραση λέγεται έτσι για να φανεί και το γελοίο της αμηχανίας αυτής. Αγγλικό συνώνυμο σε παρόμοιες καταστάσεις: Love is in the air.

O γούγλης δίνει κάμποσα χτυπήματα, απ' τα οποία τα περισσότερα αφορούν σε πολιτικές συνόδους κυρίως κομμάτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε παρουσιαστές-τριες εκπομπών, που θέλουν πολύ λίγο για να αρχίσουν γενικευμένο ξεκατινάζ. Επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά και στο σάη μας, μην τα θυμόμαστε τώρα...

Στο Δ.Π. υπό Jonas.

  1. Δεν ξέρω αν το έχετε συνειδητοποιήσει, αλλά στην ΕΕ είμαστε μια ωραία …ατμόσφαιρα! Από κάτω βράζει το καζάνι, αλλά στις Συνόδους Κορυφής βασιλεύει η παραπολιτική και κυριαρχεί η υποκρισία. Για όλα αυτά είναι υπεύθυνο το κεντρικό ιδεολόγημα της ΕΕ, η περίφημη «conditionality». (Εδώ).

  2. Είμαστε μία ωραία ατμόσφαιρα! Κάτι οι… «προικισμένοι πιανίστες», κάτι τα νεύρα της «Μπουμπούκας», κάτι οι καυγάδες της με τον Ηλία Ψινάκη, φαίνεται ότι ιντριγκάρουν το τηλεοπτικό κοινό που και αυτήν την Παρασκευή προτίμησε να δει το «Ελλάδα έχεις ταλέντο»! (Εδώ).

  3. Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα. Σε αρνητικό κλίμα διεξάγεται και σήμερα η συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου καθώς το επενδυτικό κοινό, στην πλειοψηφία προχωρεί σε πωλήσεις μετοχών. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο με τον παπατζή στην κυριολεκτική έννοια, δηλαδή η παίκτρια του ''παπά''.

Μεταφορικά περιγράφει γυναίκα, ενήλικη, με ευχέρεια λόγου, έντονη πειστικότητα που αφήνει μία εντύπωση αίσθησης ερωτοτροπίας με μη εκπληρώσημες υποσχέσεις και συνήθως με εμπλοκή ανταλλαγμάτων εκ μέρους των μνηστήρων (θαυμαστών).

- Τι κάνει ο Μήτσος με την ''κούκλα'' απέναντι;
- Τίποτα δεν θα κάνει, αυτή είναι γνωστή παπατζού περιωπής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτυπάει απρόσμενα πολύ στο γούγλε, κι εγώ περίμενα ότι θα είναι κάνα λευκαδίτικο.

Δεν έχει καμία σχέση με τις σηκωμάρες, έχει να κάνει με την παντελή απουσία διάθεσης να σηκωθείς από το κρεββάτι το πρωί, από αυτές τις φάσεις που πατάς το σνουζ στο ξυπνητήρι για κάνα δίωρο. Το είδα να αναφέρεται και για γενικότερη βαρεμάρα να ξεσηκωθείς να βγεις απ' το σπίτι να πας να κάνεις κάτι, αλλά νομίζω η κύρια χρήση παραμένει η πρωϊνή.

Εξαιρετικό δείγμα της βαρεμάρας του έλληνα, καθώς παρουσιάζει αυτήν ακριβώς τη βαρεμάρα ως αρρώστια, ως φυσιολογικό-αντικειμενικό αίτιο, και όχι ως επιλογή. Είμαστε αντιβολονταριστές, τι να κάνουμε...

Πάλι τον ασήκωτο είχα σήμερα το πρωΐ ρε πούστη... Κι αυτός ο μαλάκας, τα μαθήματα έντεκα η ώρα τα χαράματα τα βάζει;

Got a better definition? Add it!

Published