Selected tags

Further tags

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες, κλπ.:

1.
το πως θα κανεις φαση με την κοπελα σου δεν μπορουμε να στο πουμε εμεις. ο Καθενας το κανει με τον δικο του τροπο και αυτο θα το καταλαβεις μονος σου :) Οσο για το σεξ δεν το προτεινεις,ερχεται σιγα σιγα... αλλα αφου λες δεν ξερεις καν να κανεις καλα καλα φαση μαθε πρωτα αυτο και εχεις χρονο μπροστα σου :)

2.
ΠΑΝΙΩΝΙΟΣ > Με το... στανιό να κάνει φάση

Got a better definition? Add it!

Published

χέστον, χέστονα, χέστονε

Προστακτική αορίστου του ρήματος χέζω μαζί με την αντωνυμία τον. Χέσε τον. Στην καθομιλουμένη κατόπιν έκθλιψης προέκυψε χέσ' τον > χέστον > χέστονα. Σπανιότερα χέστονε.

Το «α» γεμίζει περισσότερο το στόμα. Από τις πρώτες φορές που συναντάμε στην Νεοελληνική ένα φωνήεν στο τέλος της αντωνυμίας «τον», η οποία ακολουθεί ρήμα σε προστακτική, είναι στο τραγούδι «Πέντε χρόνια δικασμένος» στην ηχογράφηση του 1934 σε ερμηνεία Περπινιάδη: φύσα ρούφα τράβα τονε πάτα τονε κι άναφτονε.

Το χέζω κάποιον έχει μεταφορική σημασία. Δεν εννοούμε πως κυριολεκτικά αφοδεύουμε πάνω σε κάποιον (κοπρολάγνεια), αλλά πως τον έχουμε χεσμένο, δηλαδή τον έχουμε γραμμένο στα παλιά μας παπούτσια ή/και στα αρχίδια μας, δηλαδή δεν τον υπολογίζουμε. Έντονη απαξίωση προς κάποιον ενοχλητικό.

- Πάλι πήρε τηλέφωνο ο από κάτω να μην παίζω ντραμ.
- Χέστονα μωρέ το μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπλησίως του ορισμού της λεξιλογίας, έχει πάρει την έννοια του φιρουλί φιρουλά, δηλ. γενικότητες, μπούρδες, παπαρίτσες, σούξου μούξου μανταλάκια και τα ρέστα καραμέλες, κλπ.

Λόγω όμως του χάι, τείνει να αλλάξει τελείως σημασία σήμερα και να σημαίνει το χαϊλίκι, το πουλμούρ, τη δηθενιά κλπ.

Εμείς εδώ έχουμε το χάι χού και θα ήθελα να μου πείτε αν ξέρετε τι από τα 2 είναι πιο σωστό ή πιο διαδεδομένο. Γενικώς δεν βρήκα και τπτ σπουδαίο στο νέτι γι' αυτό και επαναλαμβάνεται το παρ. 1 (από το λήμμα αγάπες και λουλούδια).

  1. Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.

  2. Βασική αρχή του γκομενίζειν, όταν η μεναγκό δεν αποδέχεται την πρότασή μας, το παίζει δυσκολάκι ή χάι χούι και γενικά μας τα κάνει τσουρέκια.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Καλοπιάσματα, προσπάθεια συμφιλίωσης ή ξεγελάσματος.

  2. Αγαπούλες, σαλιαρίσματα, σαχλά.

  1. ... ε, και αφού χεστήκαμε, μετά μου ήταν όλο αγάπες και λουλούδια, κατάλαβες;...

  2. Με επίθεση γοητείας, αγάπες, λουλούδια και δηλώσεις προθέσεων κανείς σοβαρός δεν πείθεται...

  3. Ο σκηνοθέτης μιλάει έξω από τα δόντια, για την ανάγκη το θέατρο να είναι πολιτικό και όχι να μιλάει για αγάπες και λουλούδια και τα εσώψυχα των πρωταγωνιστών...

  4. Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.

(τα 2, 3, 4 από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι σε τυχόν αψιμαχία - αναμέτρηση η νίκη για τον έναν θα είναι πολύ ευκολη, και ντροπιαστική η ήττα για τον άλλο.

Άμα σε πιάσω θα σε πνίξω σαν γατί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η κατάσταση είναι απελπιστική και δεν επιδέχεται βελτίωση, χέσ' τα κι άσ' τα, άσ' τα - βράσ' τα.

Μεγεθυντικό: γάμα τα με κεφαλαία γράμματα

Πάσα (Δ.Π.): Vikar

  1. Γάμα τα φίλε γάμα τα, με κεφαλαία γράμματα, τελειώσανε τα θαύματα, από δικά μας σφάλματα. Τα λεφτά τα φάγανε, τα λεφτά τα πήρανε, κι όσοι μας χρωστάγανε ήρθαν και μας δείρανε. (Στίχοι εδώ).

2. Όλοι Γάμα τα στη χώρα της μπανανίας και των πλυντηρίων.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση, σημαίνει «ο ένας και ο άλλος», όταν δεν θέλουμε να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα ονόματα. Κυρίως το χρησιμοποιεί κάποιος θυμωμένος που απειλεί κάποιον άλλον.

  1. Δε θα μου πει εμένα ο δείξιος και ο πείξιος τι να κάνω.

  2. Έλα δω, θα σου δείξω εγώ ποιος είναι ο δείξιος και ο πείξιος.

βλ. και ο πάσα ένας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι α) κάτι χάλασε, συνήθως για το κρασί
β) έπρεπε να κάνεις κάτι στην ώρα του και πέρασε η ώρα.

  1. Τι έγινε, πώς βγήκε το κρασί;
    - Άστο, πήρε βάγια...

  2. - Πήγες στο ραντεβού;
    - Όχι δε πρόλαβα, άστο πήρε βάγια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αμή: σημαίνει βεβαίως, αμέ, ναι.

αμή τι: είναι πιό ισχυρό από το αμή ως επιβεβαιωτικό.

  1. - Τι λες , θα έρθεις μαζί για μπάνιο;
    - Αμή!

  2. - Μπήκε ο μισθός, εσύ πληρώθηκες σήμερα;
    - Αμή τί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χοντρή και άσχημη γυναίκα, η μπαλότσα, η πέρκα.

Πώς είναι έτσι η βάκρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified