Από την ατάκα στο Ntoltse vita καθώς κ το φερώνυμο club του Κολωνακίου. Αντί του «και καλά». Αρχικώς πρωτοχρησιμοποιηθείσα από τον Πλανήτη...
Από την ατάκα στο Ntoltse vita καθώς κ το φερώνυμο club του Κολωνακίου. Αντί του «και καλά». Αρχικώς πρωτοχρησιμοποιηθείσα από τον Πλανήτη...
Δες και καικαλούας/-ού.
Got a better definition? Add it!
Μια καθ' ημάς ερμηνεία περί του τι σημαίνει το περίφημο σημείο G, περί του οποίου τόσο μελάνι (και όχι μόνο) έχει χυθεί από αρμόδιους επιστήμονες και ασκητικούς τύπους.
Κάθε γυναίκα, λένε, έχει το δικό της σημείο G(αύλας), και άμα το βρεις την έχεις κάνει λόλα! Κάθε άνδρας επίσης! Πιστεύουμε. Διαφορετικό ο καθένας.
Γι' άλλον το σημείο της G(αύλας) του είναι οι πιπινέζες, γι' άλλον τα Μανάρα, μόνο για το Λίλιαν υπάρχει ομογνωμία ότι είναι το σημείο G των απανταχού Σλάνγκων Δράκων!
Γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Η Λίλιαν είναι το σημείο G μου!
Βλ. και γ-καύλα, καύλα η γυναικεία
Got a better definition? Add it!
Φάτος Νάνο = φάε τον νάνο = τελείωσε το τσιγάρο που είναι πια μικρό.
Έκφραση που λέγεται μεταξύ χασικλήδων όταν κατά την διάρκεια της πόσης και ενώ το τσιγαριλίκι έχει σχεδόν τελειώσει, πασάρεται ο μπάφος στον τελευταίο με την προτροπή αυτός να τον τελειώσει κάνοντας τις καρκινιάρικες.
Πληροφοριακά ο Φάτος Νάνο ήταν πρωθυπουργός της Αλβανίας...
Πασάρει τον μπάφο που είναι στα τελευταία του λέγοντας:
«Δεν θέλω άλλο, Φάτος Νάνο.»
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή του «καημένη» σε διάφορες ντοπιολαλιές , συμπεριλαμβανομένης της κερκυραϊκής.
Σλανγκικά, συχνά χρησιμοποιείται με αναφορά στο πέος, όπως και το Ελένη.
Κέρκυρά μου αγαπημένη κι' απ' τον Agio ευλογημένη, σ' έχω χάσει, μου' χεις λείψει, τι να κάμω η τσαμένη;
Μα τι σκέδιο τώρα να' ρθω, που δουλεύω στο Manhattan, άμα μ' άφηνε το boss μου οπωπώ καλά που θα' ταν!
Πάνε χρόνια, παν ζαμάνια που ειμάστενε αλάνια, τώρα projects κι' όλο meetings και για break lunch λαζάνια..
(Μέτοικο παράπονο από forum)
(Kλασσική στιχομυθία)
Got a better definition? Add it!
Θυμίζει Μακιαβέλι αλλά είναι και η πραγματικότητα του φαντάρου στην βασική εκπαίδευση, που από την μια φυλάει σκοπιές, από την άλλη τηλεφωνάει από το κινητό τα μέσα, για να πάρει καλή μετάθεση. Η φράση πήρε αυτήν την αλλαγή για να δικαιολογεί τα φανταράκια που είναι βυσματίες.
- Ρε Ψαρουκλίδη, είσαι σκοπιά και μιλάς στο κινητό;
- Εμ, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα! Αν δεν πάρω τώρα τηλέφωνο το βύσμα, πότε θα τον πάρω, όταν θα με έχουνε στείλει στον Έβρο;
Got a better definition? Add it!
Παιδικό παιχνίδι- φάρσα, στην οποία παίρνεις τηλέφωνο και ζητάς την Ελένη. Όταν ο άλλος σε ρωτήσει «ποια Ελένη;», του απαντάς «η πούτσα μου η καυλωμένη». Αυτό το παιδικό αστείο έχει αναβιώσει τώρα στα κανάλια, που δέχονται τηλεφωνήματα ακροατών, όπως το «Τηλεφώς», και που μπορεί να πάρει ο καθένας για χαβαλέ. Τελικά το «ποια Ελένη;» το λέμε και για το πουλί.
Πραγματικό περιστατικό στο Τηλεφώς: Παίρνει τηλέφωνο ένας φαρσέρ και ζητάει την Ελένη. Οι δυο παππούδες κοιτιούνται, και του απαντούν: «Ποια Ελένη;». Αυτός τους λέει «την πούτσα μου την καυλωμένη», και το κλείνει. Οι παππούδες δεν τον ακούνε και για ένα μισόλεπτο συνεχίζουν να αναρωτιούνται στον αέρα «τι ήθελε ο κύριος;», «έχουμε εδώ καμιά Ελένη;», «ξέρεις καμιά Ελένη;» κ.τλ.
Επίσης: ποιος;.
Got a better definition? Add it!
Επειδή όταν λέμε για κάποιον ότι είναι θεός δεν υπάρχει μετά κάτι παραπάνω να του αποδώσουμε μες στον ενθουσιασμό μας, ο Χάρρυ Κλυνν απέδωσε στον ναρκισσισμό του ήρωά του Διγενή Αντύπα (Νίκος Αντύπας και Λευτέρης Πανταζής) την ατάκα: «Είμαι θεός! Τι λέω; Τι θεός; Ημίθεος και βάλε!», σατιρίζοντας παράλληλα και την ημιμάθεια αστέρων, όπως η Άντζελα Δημητρίου, που ενδεχομένως δεν κατανοούν την λέξη «ημίθεος».
Οπότε η φράση χρησιμοποιείται όταν δεν βρίσκουμε λέξεις για να εκφράσουμε περισσότερο τον θαυμασμό μας για κάποιον, (ή για τον εαυτό μας), αφού έχουμε ήδη πει το «είσαι θεός!».
- Χατζηγιάννη είσαι θεός! Τι θεός; Ημίθεος και βάλε!
(Φανατική χατζηγιαννίτσα στη διάρκεια συναυλίας).
Got a better definition? Add it!
Άλλη μια χαρρυκλυννική έκφραση για τον άνθρωπο με υπέρμετρο ναρκισσισμό, που την βρίσκει μόνο με τον εαυτό του.
Την λέει ο λαϊκός τραγουδιάρης Διγενής Αντύπας, που αποτελεί συμφυρμό του Νίκου Αντύπα και του Λευτέρη Πανταζή. Είναι στο στυλ: «Πρώτα εγώ, και μετά εγώ εμένα, και μετά το χάος». Το λέει δηλαδή κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του «ημίθεο και βάλε»!
Η λέξη πέρασε στην σλανγκ, και νομίζω καλύπτει ένα κενό της ελληνικής, την σημασία του αγγλικού «self-indulge», που εκτός από το σλανγκ «αυτοβρίσκω» δεν ξέρω καμία άλλη ελληνική λέξη που να την εκφράζει. (Λ.χ. το «αυτάρεσκος» είναι πολύ κοκέτικο, δεν το αποδίδει). Ο όρος αφήνει και μια υπόνοια αυτοερωτισμού με την κυριολεκτική έννοια, που περικλείεται βέβαια σε κάθε ναρκισσισμό.
Ακούω το τραγούδι μου «Πάνω στ' άσπρο σου σεντόνι, σ' έπιασα μ' ένα γκαρσόνι», και την αυτοβρίσκω! Τι κομματάρα έγραψα ο πούστης!
Got a better definition? Add it!
Ευχαριστώ κατ' αρχήν το Χαλικούτη γι' αυτό το swinging από λήμματα που κάναμε (αντιδάνειο βέβαια το δικό μου προτεινόμενο). Ευχαριστώ και τον Ιησού, ο λόγος του οποίου γίνεται πάντα προσεκτός από τους έχοντες ώτα, όπως και τα θαύματα - λήμματά του.
Λοιπόν, το «κουλτούρα να φύγουμε» είναι ατάκα του Χάρρυ Κλυνν από τον δίσκο «Έθνος Ανάδελφον» το 1985. Ανήκε σε μια σειρά από νούμερα που σατίριζε την (κατά την γνώμη μου αξιόθαυμαστη) προσπάθεια της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη να αναβαθμίσει την πολιτιστική ζωή της Αθήνας. Πλην ο Χάρρυ Κλυνν σατίρισε ένα σχετικό σύνδρομο υπερκουλτουρίασης που κατείχε τους Έλληνες. Και τις τραγελαφικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν. Λ.χ. η «κυρία»-γκόμενα (στον δίσκο) πάει τον Βασίλη (κύριο χαρρυκλυννικό ήρωα) στο Ηρώδειο, κι αυτός νομίζει πως βρίσκεται σε κέντρο με την Ρίτα (Σακελλαρίου) και τον Γιαννάκη (Πάριο). Ή ο γιος πάει την ηλικιωμένη μάνα του στο Ηρώδειο, κι αυτή κάνει πολύ αστείες ερωτήσεις.
Θα αρχίσω κατ΄ανάγκη απ' το τέλος. Το «κουλτούρα να φύγουμε» είναι το άσμα που κλείνει όλο αυτό το αφιέρωμα στην Μελίνα. Προφανώς, το λογοπαίγνιο είναι ανάμεσα στο «κουλτούρα» και το «κατούρα». Αυτό φαίνεται από το σύνολο τετράστιχο, που είναι ως εξής:
«Κουλτούρα να φύγουμε, κουλτούρα να φύγουμε,
και τίναξέ την να πέσει, και η τελευταία σταγών,
κουλτούρα να φύγουμε, κουλτούρα να φύγουμε,
με Μπρεχτ και τσιφτετέλια, θα δικαιωθεί ο αγών!».
Εννοείται ο αγών της Μελίνας Μερκούρη και των Ελλήνων που συντονίστηκαν με το όραμά της. Οπότε την έκφραση την λέμε, όταν δεν έχουμε καταφέρει να αντέξουμε ένα υπερκουλτουριάρικο έργο, όσα αντισώματα υπερκουλτουρίασης κι αν διαθέτουμε. Λ.χ. βλέπεις τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι στην ορίτζιναλ βερσιόν των 4,5 ωρών. Ε, κάποτε μετά την τρίτη ώρα, δεν θα πεις το «κουλτούρα να φύγουμε» και θα σηκωθείς να φύγεις; Η παρομοίωση είναι με το ότι κατουράς πριν κάνεις κάποιο εγχείρημα, ας πούμε κατουράς πριν μπεις στο αυτοκίνητο για να πας κάπου, μια εκδρομή, κτλ.
Στο παράρτημα οι υπόλοιπες λεπτομέρειες.
Με πήγε η Μαριλού να δούμε την τελευταία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ε, λοιπόν, ρε πούστη μου, όση ώρα ήθελε ένας αντάρτης να κατέβει από το βουνό στην πραγματικότητα, άλλο τόσο ήθελε και στην ταινία! Τέσσερις ώρες θες να κατέβεις απ' τα Καλάβρυτα; Τόσο έκανε κι ο αντάρτης στην ταινία! Της το πα και της Μαριλούς και τι μου απαντά! «Όχι κάνεις λάθος, στην ταινία θέλει περισσότερο. Είναι η τεχνική της επιβράδυνσης. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό του Αγγελόπουλου που κάνει τις ταινίες του μοναδικές!». Ε, τέλος πάντων, κάπου στην τέταρτη ώρα είπα στην Μαριλού «κουλτούρα να φύγουμε» και την κάναμε για μπουζούκια!
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΑΡΡΥΚΛΥΝΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Το τραγούδι έχει ως εξής:
(Πρώτη στροφή ποπ)
Στο Σχιστό, στο Κερατσίνι,
διευθύνει ο Μαντσίνι,
κι η Γλυφάδα ξεφαντώνει
με Μπεζάρ και Κηλαηδόνη.
(μετά λαϊκά)
Στα Νταμάρια, στην Πεντέλη,
Ντάριο Φο και τσιφτετέλι,
και στο Ρέμα Χαλανδρίου,
οι γυμνόστηθες του Ρίου.
Εσκιμώοι, Εσκιμώοι και Κινέζοι,
Λάπωνες, Λάπωνες και Γιαπωνέζοι.
μωρ' και στου Βά- και στου Βάρβουλα τον λάκκο,
παίζουν Μπρεχτ, παίζουν Μπρεχτ και Μπακαλάκο.
Στο πρώτο μισό δείχνει την παρεξήγηση του Βασίλη με την γκόμενά του. Αυτή του λέει «πάμε να δούμε την »Κάρμεν« (του Μπιζέ), θα είναι και η Μελίνα». Κι αυτός σκέφτεται «δεν μπορεί δυο τραγουδιάρες, Κάρμεν-Μελίνα, καλό μαγαζάκι θα είναι!». Και ρωτάει «έχει η Κάρμεν κανά τραγουδάκι δικό της ή λέει της Ρίτας και του Γιαννάκη κι αυτή;». Μόλις φτάνουν, το Ηρώδειο αρέσει στον Βασίλη και λέει «ωραίο, ρουστίκ με τα κολωνάκια του!». Κι όταν βγάζει την φωνάρα η σοπράνο, λέει ο Βασίλης «Πω πω φωνάρα, κοίτα να δεις, ταλεντάρες και να τραγουδάνε στα νταμάρια! Χαθήκανε ρε παιδί μου τα καλά τα μαγαζά;».
Μετά η σκηνή πάει σε γιο και μάνα του, με την περίφημη ατάκα του την έδοκε του Ορέστη. Και «πω πω τις κάλτσες του έπαιξε ο άνθρωπος. Όταν βγαίνει η πρωταγωνίστρια, η μάνα λέει »πάμε να φύγουμε παιδάκι μου, θα μας φάει η μαϊμού!«. Ο γιος στην αρχή διαμαρτύρεται: »Ποια μαϊμού ρε μάνα, η πρωταγωνίστρια είναι!«. Αλλά μετά συναινεί με το »'ντάξει ρε μάνα, κουλτούρα να φύγουμε, άμα λάχει ναούμ« μετά το οποίο αρχίζει το ομώνυμο άσμα, όπερ παραπάνω!
Got a better definition? Add it!
Η απολύτως τελειωμένη γκόμενα, πούτανος ή κοπέλα τελειωμένη. Η έκφραση έχει καθιερωθεί λόγω της ρίμας της, και μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και ως διαφήμιση για τον πούτανο από τον τσάτσο. Έγινε δημοφιλής κι από τηλεοπτική σειρά. Πολλές φορές η διάθεση της Λόλας να τα κάνει όλα μας προκαλεί τέτοια έκπληξη, που μπορεί να αναφωνήσουμε «λόλα», ή απλώς να είναι για γέλια, οπότε θα πούμε «λολ» ή «καραλόλ». Αν η Λόλα με την επιμονή της καταφέρει να γίνουμε λολοφιόγκοι της, τότε μπορεί και «από αίσθημα να την κάνουμε λόλα», που έλεγε κι ο Μηλιώκας στα '80ς. Τέλος, αν θέλουμε να την κεράσουμε ένα μήλο, θα της πούμε «Λόλα, να ένα μήλο», όπως στο καλτ Αναγνωστικό του Δημοτικού. Ωχ, κλείνω εδώ, γιατί μ' έχει πιάσει σεφερλίτιδα.
Συνώνυμα: η Άντα που κάνει τα πάντα, Θέμος Αναστασιάδης
Σας συνιστούμε, την Λόλα, είναι η Λόλα που τα κάνει όλα του ευαγούς μας ιδρύματος.
Αξιοπρεπής δικαστικός, μεγαλοαστός, πολύ καθώς πρέπει, κι όμως αποδείχτηκε ότι τα βράδια γινόταν η Λόλα που τα κάνει όλα!
Got a better definition? Add it!