Selected tags

Further tags

Αυτός που εκφέρει αυτή τη φράση-τέχνασμα (ψευδοσύγκριση που αναφέρεται στο ίδιο άτομο και δείχνει πως ο πραγματικά δεύτερος απέχει...), προσδοκά να τονίσει στον άλλο πως είναι άπαικτος σ' έναν τομέα. Πως είναι ο γκραν γαμάω, ο γκουρού, ο λάμα, ο μέγας μαγίστρος. Η ατάκα συνήθως εκφέρεται με φωτεινό χαμόγελο.

Το πού θα πάει το μυαλό του άλλου εξαρτάται από το βαθμό πονηρίας του, από το πόσο καλά ξέρει αυτόν που εκφέρει την ατάκα, αλλά και από το βαθμό αξιοπιστίας αυτοκριτικής που κάνει στον εαυτό του (αν για παράδειγμα είναι off κάπου και ακούσει άλλα...), αλλά και αν είναι σε φάση που ναι μεν είναι καλός κάπου αλλά έχει ανάγκη ψυχικής υποστήριξης (π.χ.: είναι να δώσει εξετάσεις, είναι κατά το δυνατόν προετοιμασμένος, αλλά ωστόσο έχει λίγο πεσμένο ηθικό).

Οπότε ανάλογα με τη στάθμιση των παραπάνω παραμέτρων, εκπλήσσεται ο άλλος και χαίρεται μαζί, για την εκτίμηση του ομιλούντα στο πρόσωπό του, ή λέει μέσα του: μεγάλε... κολακείες ακούω, είτε γιατί κάτι γυρεύει από μένα ο μπαγασάκος, είτε γιατί ικανοποιήθηκε σε κάτι που μόλις τον εξυπηρέτησα και σκέφτεται πως ίσως με ξαναχρειαστεί στο μέλλον.

Ο Γιάννης έχει βραχυκύκλωμα στο σπίτι του και δεν έχει ρεύμα.Κανείς ηλεκτρολόγος δεν μπορεί να ανταποκριθεί άμεσα και έτσι παίρνει τηλέφωνο το φίλο του το Μάρκο που είναι γκουρού σ΄αυτά.Αυτός λύνει το πρόβλημα σε dt.Ο Γιάννης περιχαρής ανοίγει τα χέρια διάπλατα, ως ένδειξη εγκαρδιότητας και με ένα πλατύ πλατύ χαμόγελο του λέει:
«Μεγάλε...Σα και σένα κανείς.Μετά από σένα ο εαυτός σου»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να δηλώσει ότι αυτά που ειπώθηκαν ήταν αρλούμπες ή και ανακριβή. Περιέχει και μια δόση ειρωνείας προς αυτόν που έκανε τη δήλωση.

Έχει ειπωθεί και σε γερμανιστί «άρεν, μάρεν, κουκουνάρεν».

Άμεσα παράγωγα είναι τα εξής:
κουκουνάρια, κουκουνάρεν, κουκουβάουνες (για μεγαλύτερη έμφαση) ή και πολύ απλά κούκου (για να δηλώσει μια άρνηση).

  1. - Άκουσα οτι ο Ολυμπιακός θα πάρει τον Ρονάλντο.
    - Άρες, μάρες, κουκουνάρες.

  2. - Ο Γιάννης θα πάρει Porsche, το έμαθες;
    - Χαχαχαχα, κουκουβάουνεν ρε, αυτός δεν έχει δεκάρα!

  3. - Ρε, το βράδυ λέμε για Ρέμο. Είσαι ψήνακης;
    - Κούκου, έχω διάβασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση-υπεκφυγή την οποία δίνουν όσοι έχουν και παραέχουν πρόβλημα (γενικά, αλλά και ως προς το θέμα που τίθεται), αλλά θέλουν να το παίξουν ευγενικοί, γιατί κάποιες Γιαλόμες τους έχουν πει να πάψουν να είναι εγωίσταροι.

- Αγάπη μου, θες να σου αγοράσω φουστάνι, δαχτυλίδι, αυτοκίνητο, βίλλα ή κότερο για τα γενέθλιά σου πού 'ρχονται;
- Ό,τι. Δεν έχω πρόβλημα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι / όπου / όποτε: απάντηση που θα δώσει σε ερώτηση που περιέχει «τι, πού, πότε»
α. ο βαριεστημένος (γενικά στη ζωή του ή από την ερώτηση που του θέτουν)
β. ο υπερευγενικός που δεν διατυπώνει ποτέ προσωπική επιθυμία γ. ο λαϊκός τύπος.

Συμπληρωματικός ορισμός από Τζίζα, συγκεκριμένα για το «ό,τι»:
Αντίστοιχη είναι η διάκρισις στα γαλλικά μεταξύ των φράσεων «n'importe quoi» και «peu importe», που σημαίνουν αντίστοιχα το λινκαρισμένο και το αλινκάριστο ό,τι νά 'ναι.

Κατά τον χρήστη paya επίσης, είναι συντομογραφία της γνωστής έκφρασης ό,τι νά 'ναι.

  1. - Τι θες να παραγγείλω να φάμε απόψε μωρό μου;
    - Ό,τι.
    1.α (Τζίζας)
    - Μια μεγάλη μπύρα βαρέλι.
    - Έχουμε...
    (διακόπτοντας)
    - Ό,τι.
    (και πληρώνει σα μαλάκας μιαν ακριβή ενώ ήθελε άμστελ.)
    1.β (παράδειγμα χρήστη paya):
    (μετά από δυο ώρες μπάσκετ και όντας ξεκωλωμένοι):
    Βαγγέλης: - Πάμε για μπάλα;
    Γιώργος: - Ό,τι...

  2. - Πού λες να πάμε απόψε;
    - Όπου. Δεν έχω πρόβλημα.

  3. - Πότε λες είναι καλύτερα να πάμε διακοπές, χριστούγεννα ή πρωτοχρονιά;
    - Όποτε.

χριστιανοταλιμπάν που βαριέται...ή δεν ξέρει... γουατέβα... (από xalikoutis, 06/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Τρυποκάρυδος (Γούντυ).

Είναι το είδος ανθρώπου που γενικώς ξύνεται όλη μέρα χωρίς να κάνει τίποτα. (βλ. ξυσαρχίδας, ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές)

- Με μεταθέσανε σε άλλο τμήμα
- Και τι λέει; Πήξιμο;
- Μπα, ξυσοκάρυδος είμαι.

Τάρανδος ο ξυσοκάρυδος  (από allivegp, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το διάσημο μουσικό έργο του Τσαϊκόφσκι, Nutcracker (Καρυοθραύστης). Υποδηλώνει μια γυναίκα που γίνεται συχνά κουραστική για τους άνδρες (βλ. και λήμμα Καρύδες).

- Ρε φίλε, αυτή η γκόμενα μου 'χει πρήξει τον πούτσο. Πολύ νατκράκερ ρε αδερφάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μη φας και έχουμε γλαρόσουπα και μπούτι από ελικόπτερο.

- Μωρό μου Λένα, ήταν ένα στιγμιαίο λάθος αυτή η απιστία. Θα με συγχωρέσεις;
Λένα:
- Μη φας και έχουμε γλαρόσουπα και μπούτι από ελικόπτερο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δε μου λες ρε, σε πιο μάγκικη (αλλά όχι βορειοελλαδιτοφανή, καθώς το μου γίνεται με ως θύμα του φαινομένου του ντόμινο) φάση. Παράβαλε και τελέρε.
Δίνει έναυσμα για διαλόγους που αποθαρρύνουν τους ξένους από την εκμάθηση της νεοελληνικής.

- Δεμελέρε.
- Εδεσελέρε.
- Τελέρε!

βλ. και δεμελές και τιθέρε / τεθέρε;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από εργασιακό χώρο και είναι φυσικά αυτοαναιρετική: κάποιος σου ζητάει μια χάρη ή βοήθεια πάνω στη δουλειά (ημι-φιλικό χώσιμο). Εσύ προσποιείσαι αρχικά τον ικανότερο, συναδελφικότερο και σεμνότερο των υπαλλήλων, τον υπερανθρώπινο πόρο Γουίνστον Γουλφ, λέγοντάς του αυτό το δωρικά ανακουφιστικό και απέριττα μεγαλοπρεπές «Άσ' το!».

Μετά έρχεται η σκληρή αναίρεση-προσγείωση με το «κάν' το συ»... και τέλος! ολωνών έχει πήξελιάσει το μουνί. Άντε να 'ούμε, έχετε βρει το μαλάκα μου φαίνεται...

Περικλής: - Ρε Βαγγέλα, να σου πω ρε φίλε δυο λεπτά, πάμε στην κουζίνα...(Κουζίνα)... Λοιπόν, ρε συ, δε με φτάνανε όλα τα άλλα, μ' έβαλε να φτιάξω και το μπάτζετ για την Μποτάκης - Κορδόνη
Βαγγέλας: - Ε;
Π: - Ε, ναι ρε συ, ξέρεις ότι εγώ με τα μπάτζετ δεν το 'χω, όχι τίποτ' άλλο ρε φίλε, αλλά άμα δε φύγει το ρηπόρτ θα πάρουμε φράγκα όλοι στο αγελαδοκούρεμα... Εσύ τώρα είσαι πιο χαλαρός σ' άκουσα που τό 'λεγες ρε συ, και το 'χεις με τα οικονομικά... ξέρω γω να 'ούμε...;;;
Β: - ... Άστο...
Π: - ... Λες ρε φίλε... δηλαδή, τό' χεις;... τι άσ' το;
Β: - Άσ' το λέμε... κάν' το συ!
- ...
Π: - Έ, α γαμήσου ρε μαλάκα, εγώ φταίω που σου μιλάω, αφού όλη μέρα ρε τρόμπα στο σλάνγν τζηαρ είσαι, μαλάκα...
Β: - χμμμμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: ερώτηση-προτροπή προς τη σεξουαλική παρτενέρ για συνέχιση της σεξουαλικής πράξης με πρωκτική διείσδυση. Η φράση προφέρεται κατά κανόνα όταν έχει επέλθει σχετικός κορεσμός της εκ της κολπικής συνουσίας προσφερόμενης ηδονής.

- Λίλιαν κάβλα μου, να συνεχίσουμε εδώ ή στη στενή;
- Όπου θέλεις άντρακλά μου...

(Slangos Δράκος είμαι, ό,τι θέλω γράφω...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified