Selected tags

Further tags

Μαλλιαρή ελληνοποίηση της οφ-σορ εταιρείας (υπεράκτιας).

Οι offshore εταιρείες είναι νόμιμες, όμως είναι γνωστό ότι αποβλέπουν στην καταστρατήγηση των φορολογικών νόμων, σκοπός όχι και τόσο ηθικός.
Για πάρτη μιας οφσόρας, ο Γ. Βουλγαράκης είπε το περίφημο "ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό", που πρόσφατα ενστερνίθηκαν κι άλλοι, πρώτη φορά αριστεροί και τα λοιμά.

Και η Κύπρος αντάμα με την Ελλας έδιναν η μιά στην άλλη δωδεκάρια στην Γιουροβύζιον και χρεωνόμασταν αλλα όχι μαζί, διότι η Ελλας είχε την κύπρον κάτι ωσάν μπάφερ αποτέκα και ό,τι δεν πήαινε Ελβετίαν και νήσους Καημάνας, πήαινεν ομόλογα και φτήνεια οφσόρα εις την Νήσον και ήρθεν ο μέγας νους ο Τιραμόλας ο εγγονός του Παπατζή και υιός του Εραστή και το έκατσε το μέγα Πανελληνιον σκαφος και το ήκαμε Ακίλε Λάουρο. (The cultural barbecue)

Ως Οφσόρες, -όπως λέμε Αζόρες- ελανσαρίσθη υπό του Τζίμη Πανούση:

  1. [...] τα κανονικά φρικιά είναι αυτοί οι μαυροχρηματάδες οι λεγόμενοι, οι οποίοι ξεπλένουν οφ-σορ εταιρείες κυπριακές στο όμορφο νησί μας. Το σύμπλεγμα των νησιών είναι Οφσόρες όπως λέμε Αζόρες (Τζ. Πανούσης, σε ιστολόγια της Αντιπάρου)

  2. Απ' τις μεγάλες μίζες μας που κρύβομε σ' οφσόρες
    ας βγάλομ' ένα ποσοστό αυτές τις μαύρες ώρες..
    .`(lefkadanews)

  3. -Μόλις είπε το Στουρνάρι "εκτιμω πως στα στρώματα και στα μπαουλα κρύβονται 20 δις". 3 ΚΑΠΗ γηραιών πεθάνανε απ'τα γέλια
    -στο τέλος θα ψάχνουν κ στον κωλο μας
    -εκεί μόνο το σκατό μας παξιμάδι θα βρουν, ας ψάξουν στις οφσόρες καλύτερα ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πάλαι ποτέ χαρτονόμισμα των δέκα χιλιάδων δραχμών που έγινε κωλοσφούγγι όταν έκαναν κατά δώθε γιούργια τα γιούργια.

Παρά την τότε αγοραστική του δύναμη, δεδομένων των μορφών που κοσμούσαν τις δύο όψεις του (Γεώργιος Παπανικολάου και Ασκληπιός), ο λημματογράφος είχε σε σχόλιό του εδώ χαρακτηρίσει το συγκεκριμένο τραπεζογραμμάτιο χαρτί υγείας. Ε μα...

Τύχαινε και σε μένα [...] να βρίσκω τίποτα ξεχασμένα δεκαχίλιαρα [...] στα θυλάκια των μπουφάν ή στις κωλότσεπες των παντελονιών. Αναφέρομαι στα εκμαυλιστικά και άκρως θεραπευτικά χαρτονομίσματα, επονομαζόμενα και "γιατρούς", από την προσωπογραφία του Γεωργίου Παπανικολάου στη μια όψη και το ολόγλυφο άγαλμα του Ασκληπιού στην άλλη.

Γ. Νανούρης (Μετέωρος), Εφημερίδα των Συντακτών 15/10/2015

Εγώ έχω έναν Κολοκοτρώνη στο πορτοφόλι μου μόνιμα, έτσι για γούρι. Δυστυχώς δεν μου ξέμεινε κανένας γιατρός :( εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά του 19ου αιώνα για τα λεφτά και δη τη δωροδοκία. Διασώζεται στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Οι Χαλασοχώρηδες και αναλύεται στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου σχετικά με το όλο πολιτικό σύστημα της εποχής στοιχεία του οποίου διασώζονται ακόμη και σήμερα. Παραπέμπω, λοιπόν, στο εν λόγω σημείωμα για ανάλυση. Στα παραθέματα πιο κάτω φαίνονται κι άλλες κωδικές ονομασίες της εποχής για τα λεφτά και τη δωροδοκία. Πρόκειται για ένα από τα πιο σλανγκιάρικα (οΘντκ) διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

  1. Οι πλείστοι, είτε διότι είχαν επισκεφθεί ήδη και το άλλο πρακτορείον, είτε διότι δεν τους επέτρεπεν η συνείδησίς των να λάβωσι και από τα δύο μέρη “κουκουλόσπορο”. Ο “βαμβακόσπορος”, τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε ή από μίαν σιχνάτσα έως τρεις και τέσσαρας.
  2. «Οι άλλοι συνωμίλουν με σχήματα και μεταφοράς, όπως συνήθιζαν, με κολοβάς φράσεις, με ατελείς προτάσεις. Εν τη συνδιαλέξει των διεκρίνοντο ολίγαι τινές οιονεί συνθηματικαί λέξεις υπό εκφραστικών χειρονομιών συνοδευόμεναι, πάντοτε ποικίλλουσαι και πάντοτε αυταί·

- Ψιλούρα, ε, Γιαννιό;
Βαμβακόσπορος, αν αγαπάτε…
– Χωρίς πεκούνια δεν κάνουμε τίποτε.
– Ας φέξει!
– Χρειάζεται και λιγάκι βοτάνι.
- Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα.
– Τι λες και συ, Άγγουρε;… που να ρημάξει το κεφάλι σου!
– Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα.
– Θέλουμε και προικιά.
– Το τράχωμα, που λένε.
– Ημείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ… Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν τις μαύρες…
– Μη μπας και θα με διορίσει εμένα σε θέση ο Καψιμαΐδης, πώς τον λένε, κι ο Αλικιάδης τους;
– Ή ο Αβαρίδης κι ο Γεροντιάδης;

Επίσης, για να έρθουμε και στην εποχή μας, αποτελεί γείωση, όταν ο άλλος αρνείται κάτι λέγοντας "μπα", οπότε του τη λέμε οργισμένοι, ή όταν ένα παιδί ζητάει επιμόνως "μπαμπά, μπαμπά" και μας εκνευρίζει. Και τα δύο είναι μπαμπαδισμοί, το δεύτερο και με την απολύτως στενή έννοια. Επίσης: μπαμπάκια, μπαμπακόπιτα.

  1. Μπα… μπα… μπαμπακόσπορος. Έτσι είσαι; Κι εγώ θα κάνω κάτι που αποκλείεται να έχεις βαρεθεί, αποκλείεται να τό 'χεις συνηθίσει ή μπουχτίσει. (Εδώ).
  2. mpampa pou ine o mpampas, thelo ton mpampa' pou mpampakosporos na soyrthi sto kefali eeeee (Parent's café).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τζαμπουί, τσαμπουί

Δωρεάν, τζάμπα, χωρίς αντίτιμο.
Προέρχεται από το τουρκικό caba που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Με την προσθήκη διαφόρων καταλήξεων, προκύπτουν τα συνώνυμα τζαμπέ, τσαμπέ, τζαμπαντάν, τζαμπέισον, τζαμπουίτα.

Κατά το μπαγκουί, ντουί, τουί.

Σημείωση: Στη Β. Ελλάδα λέγεται πάντα τζάμπα και ποτέ τσάμπα.

  1. Άρα αν το Κράτος δώσει πραγματικά λεφτά θα πρέπει να πάρει κοινές μετοχές· τελεία και παύλα. Δημόσιο χρήμα τζαμπουί τέλος.(εδώ)

  2. στα παπαριας, τζαμπα είναι. Εγω πχ ημανε πριν στη γαύδο. Υπέροχα. και τσαμπουι (εδώ)

  3. από το Νουβελ θα πεις, θα σου τσεκαρουν και τα λαδγια τσαμπουΐ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται από τα αγγλικάνικα, όπου sugar daddy είναι ο μεγαλύτερης ηλικίας άντρας που προσφέρει χρηματικές διευκολύνσεις και υπερβολικά δωράκια σε νεότερη σέξι γυναίκα, λειτουργεί δηλαδή λίγο πολύ ως αγαπούλης χορηγός της. Ο επίμονος κηπουρός κιμπαροπουρός ανταμείβεται για την επιμονή του με το ότι κυκλοφορεί μια νεαρά μουνάρα, ενδέχεται δε εντέλει να του κάτσει κιόλας. Σε άλλες περιπτώσεις ο σούγκαρ ντάντι μένει με το πουλί στο χέρι, πλην και τη χαρά μιας νεανικής παρέας. Για τις επίδοξες (αλλά και ζηλιάρες) γιαλόμες, η εν λόγω κορασίς έχει θεματάκι με τον πατέρα της, το οποίο έρχεται να εκμεταλλευτεί ο υπερήλικας ζαχαρομπαμπάς.

Στα αγγλικάνικα η έκφραση υπάρχει από πολύ παλιά, τη βρίσκουμε λ.χ. στον τίτλο μιας ταινίας Χοντρού-Λιγνού του 1927.

Στα ελληνικά δεν έχει διαδοθεί πολύ, δίνει λίγα χτυπήματα στον γούγλη, την έχω πάντως ακούσει και προφορικά αρκετά, και σε κάθε περίπτωση περιγράφει μια ορισμένη κατάσταση, όπου ένας πλούσιος μεγαλύτερης ηλικίας αναλαμβάνει γενικότερα μια πατρική λειτουργία όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με συμβουλές, ή παρέχοντας ένα γενικότερο πλαίσιο ασφάλειας συνοδευόμενο από αμοιβαίο γουτσισμό, πράγματα που δεν εκφράζει ο απλός όρος χορηγός (με τον ελαφρό σλανγιωτατισμό του).

  1. γειά σου βρε καλλονή!! ψάχνεις για σούγκαρ ντάντι στα ιντερνέτια, κάνεις μπαμμμμμμμμ! (Εδώ).
  2. Χωρίς δίπλωμα -ασφάλεια. Πληρώνει ο σούγκαρ ντάντι... τράβα τώρα να πάρεις-πληρώσεις το δίπλωμα.. (Εδώ).
  3. Η Ευρώπη μάς εκμαύλισε, με τη συνέργεια των πολιτικών μας, οι οποίοι βρήκαν στις Βρυξέλλες τον σούγκαρ ντάντι που πάντοτε έψαχναν. (Αντινιούζ).

Πρβλ. και χορηγός, χορηγία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των κιμπάρης και πουρό (βλ. λήμματα για ετυμολογία). Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τη σημασία μερακλήςμερακλής), αλλά φαντάζομαι μπορεί να έχει όλες τις σημασίες του κιμπάρης που δίνει το Πονηρόσκυλο, κι εφόσον μιλάμε για κάποιον πουρό, πρόκειται για έναν ηλικιωμένο κιμπάρη, ο οποίος ενδέχεται να σκάει τα λεφτά του μάλλον με διάθεση χορηγού τ. suggar daddy ή πουστοπατέρα- ζάχαρη, σε τεκνά και τεκνίτσες μικρότερης οικονομικής δύναμης. Ο επίμονος κιμπαροπουρός συχνά ανταμείβεται για την επιμονή του.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλύσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).
Μετάφραση κατά προσέγγιση: Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον;) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστειατόρικο λολοπαίγνιο με το δεν έχω στον ήλιο μοίρα. Αν θελήσουμε να βρούμε κάποιο νόημα πέρα από τον τιραμισουρεαλισμό της τροπής της πρωτότυπης έκφρασης που αναφέρεται στην μοίρα υπό τον ήλιον, τότε θα λέγαμε ότι η μπίρα και δη η περιπτερόμπιρα είναι ένα από τα πλέον φτηνά ποτά, προτιμώμενο από τους φτωχούς, που δυσκολεύονται να έχουν πρόσβαση σε ακριβά κοκτέλια και καραουισκάκια. Εξ ου και η συναφής τροπή γνωμικού: Όπου φτωχός κι η μπίρα του. Μια μπίρα δε, όχι παγωμένη, ούτε στο ψυγείο ενός σπιτιού, αλλά στον ήλιο μπορεί να διαθέσει στον εαυτό του ακόμη κι ένας άστεγος με τα λίγα ευρώπουλα που θα βγάλει από τη φιλανθρωπία. Ωσεκτουτού, όποιος δεν έχει στον ήλιο μπίρα είναι ζάφτωχος και εντελώς τελείως λούζερ. Νταξ η έκφραση πιο πολύ για το σουρεαλιστικό λολάδι χρησιμοποιείται, από πάσχοντες από σεφερλίτιδα.

  1. Δεν έχουμε στον ήλιο μπύρα! Τι συμβαίνει με τους νέους στην εποχή μας; Τι κρύβεται πίσω από τα πρόσωπα των 20χρονων που είτε σπουδάζουν είτε έχουν ενταχθεί ενεργά στην... εργατιά; (Εδώ).
  2. Δεν έχουν στον ήλιο μπίρα. Το θερμόμετρο στο κέντρο του Καράκας αυτές τις ημέρες δείχνει 29ο C, ωστόσο η υγρασία κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική... Μία κρύα μπίρα θα ήταν ένα αναζωογονητικό διάλειμμα για τους Βενεζoυελανούς αλλά ακόμη κι αυτή αναμένεται να γίνει είδος πολυτελείας σε λίγο καιρό. (Εδώ).
  3. Δεν έχουμε στον ήλιο μπύρα... Μια φορά κι έναν καιρό σ έναν πλανήτη του Ηλιακού συστήματος υπήρχε ένα υπέροχο κομμάτι γης. Ένα χωράφι φιλέτο. Στα παλιά χρόνια ονομαζόταν Ελλάς, τώρα πια την ονομάζουν GREECE. Στους παλιούς καλούς καιρούς οι κάτοικοι του χωραφιού ήταν λαμπρά μυαλά. Δίδαξαν στον υπόλοιπο πλανήτη τέχνες και επιστήμες, αθλητισμό και αστρονομία. Μέχρι τον αθλητισμό καλά πήγαιναν, με το που ασχολήθηκαν με την αστρονομία το πράγμα στράβωσε. (Η συνέχεια εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για την Ευρώπη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση ή ειδικότερα την Ευρωζώνη.

Κατ' αρχήν, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μεταφορά στα ελληνικά του Euroland (δες), το οποίο δηλώνει βασικά την Ευρωζώνη, δηλαδή τη ζώνη των χωρών που χρησιμοποιούν το Ευρώ.

Πράγματι, πολλές φορές χρησιμοποιείται με αυτήν την ειδική σημασία. Ωστόσο, επειδή το δοκιμότερο είναι ο όρος Ευρωζώνη, ορισμένες φορές το Ευρωλάνδη λειτουργεί ως ένας ήπιος μειωτικός χαρακτηρισμός. Μπορούμε εξάλλου να το βρούμε να χαρακτηρίζει γενικότερα την Ευρώπη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι σε αντίθεση με τον ελληνοπρεπή όρο Ευρώπη, το Ευρωλάνδη, του οποίου το δεύτερο συστατικό ανάγεται σε παλαιογερμανική λέξη, που έχει όμως επιβιώσει και στα αγγλικά και στα γαλλικά, εκφράζει περισσότερο μία Ευρώπη κυριαρχούμενη από Γερμανούς ή γερμανικά φύλα με την ευρύτερη έννοια, όπως λ.χ. τη φραγκική Ευρώπη του Καρλομάγνου που συμπίπτει με τον σκληρό πυρήνα της αρχικής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλοτε πάλι, το Ευρωλάνδη μπορεί να υπονοεί ότι είναι σαν όλη η Ευρώπη να έχει γίνει μια ενιαία χώρα, ισοπεδώνοντας με την ομοιομορφία της τις πολιτισμικές διαφορές και ιδιοπροσωπίες των επιμέρους λαών. Με κάποια κλικ καχυποψίας παραπάνω θα μπορούσαμε ίσως να θεωρήσουμε ότι παραπέμπει και σε τριτοκοσμικές χώρες, πρώην αποικίες, όπου έχει κοτσαριστεί α πουστεριόρι το -λάνδη και έχει επικρατήσει μέσω της αποικιοκρατίας, παραπέμποντας έτσι σε μία Ευρώπη όπου λαμβάνει χώρα μια εσωτερική αποικιοκρατία, αν και αυτή η ερμηνεία είναι πιο τραβηγμένη. Σε κάθε περίπτωση, η χρήση του όρου είναι ρευστή, απλώς ήθελα να θίξω έναν ήπιο και ελαφρό μειωτικό χαρακτήρα που έχει ο όρος, καθώς στα ελληνικά χρησιμοποιείται ενίοτε με μια δόση ευρωσκεπτικισμού, χωρίς ωστόσο να αποτελεί ένα καθαυτό εθνοφαυλιστικό.

  1. Και την ακλόνητη βεβαιότητα γι' αυτό μου την προσφέρει απλόχερα το θέαμα του κόσμου μας: αρκεί να συγκρίνω ένα οποιοδήποτε πατροπαράδοτο τοπικό έθιμο του χτες - ο νους μου πάει αυθόρμητα στον "πρωτόγονο" αποκριάτικο χορό των σκυριανών "Γέρων", από τον οποίο ξαναγεννιόταν τόσο φυσικά, σε μια απόμερη γωνιά της γης, το πρώτο σπέρμα του θεάτρου- με κάποιες τελετουργίες των καιρών μας: ας πω με τους βλακώδεις διαγωνισμούς τραγουδιού της EUROVISION όπου ομοιόμορφα ντυμένοι και ομοιόμορφα ημίγυμνοι νεαροί και νεαρές από τις διάφορες χώρες της Ευρωλάνδης λικνίζονται ομοιόμορφα, άδοντας (τρόπος του λέγειν) ομοιόμορφους σκοπούς στα ομοιόμορφα και ψόφια αγγλικά τους. (Γιάννης Κιουρτσάκης, Το Ίδιο και το Άλλο Γ΄, Το Βιβλίο του Έργου και του Χρόνου, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 2007, σ. 432).
  2. Ευρωλάνδη: 1 στους 4 νέους εκτός δουλειάς. Νέο ρεκόρ ανεργίας χτύπησε η ευρωζώνη, καθώς βυθίζεται στη δίνη της ύφεσης. (Εδώ).
  3. Η Ευρωλάνδη περνά από την τραγωδία στη φάρσα. (Εδώ).
  4. Η Ευρωλάνδη και η ευρωπενία. Τα κάτω άκρα της γριάς Ευρωλάνδης πάσχουν από ευρωπενία. Το αίμα δεν κυκλοφορεί, το πόδι έχει πρηστεί και η Ευρωλάνδη δεν μπορεί να κάνει βήμα. Ειδικά το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού ποδιού είναι έτοιμο να σκάσει, κι όχι μόνο η γριά Ευρωλάνδη θα κουτσαίνει αν της το κόψουν, αλλά όλοι φοβούνται πως αν σκάσει η μόλυνση θα επεκταθεί και στον υπόλοιπο οργανισμό. Οι δόκτορες της Ευρωλάνδης συνεδριάζουν για να αποφασίσουν για τη θεραπεία. Ομως η ευρωπενία μοιάζει με μεταλλαγμένο ιό της γρίπης. Τα συμπτώματα τους είναι γνωστά, όμως την αιτία της ασθένειας δεν την έχουν ακόμη εντοπίσει. (Τάκης Θεοδωρόπουλος εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντό. Σημαίνει τον ματσωμένο, τον ματσό, τον λεφτά, τον/την πλουσιέξ. Ετυμολογείται από το ιταλικό mazzo (=δεσμίδα) (<λατινικό mateola= ραβδί, μπαστούνι). Στα καλιαρντά, ματσιάρης λέγεται και ειδικότερα ο εφοριακός και ματσότσαρδο η Εφορία.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σαρμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα.

Μετάφραση (κατά προσέγγιση): "Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο. Πήγαινε να γαμηθείς με κανένα πούστη που το παίζει επιβήτορας του είπανε καϊμοπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να γαμιέσαι με πούτσο και μουνί να γίνεται και πήγαινε στην αστυνομία να σου κάνουνε κλύσμα. Μίλησα βαθιά την ιδιωματική γλώσσα των κίναιδων για να βλέπει η τρελή και να μαλακίζεται." (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν υπάρχει αποτυχία να ανταποκριθεί κάποιος σε οικονομικές του υποχρεώσεις. Λ.χ. αν κάποιος δανείσει χρήματα και δεν τα πάρει ποτέ πίσω, αν κάποιος δεν πληρωθεί από τον εργοδότη του για δουλειά που έχει κάνει, αν φύγεις από ένα μέρος χωρίς να πληρώσεις. Βλ. και πιστόλα.

Συχνό το τρώω πιστόλι.

  1. Το νέο ρεζιλίκι της Γερμανίας - Έλληνας νεο-μετανάστης έφαγε πιστόλι από γερμανική εταιρεία. (Εδώ).
  2. ΓΕΙΑ ΣΑΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΦΑΓΑ "ΠΙΣΤΟΛΙ" ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΠΟΥ ΝΟΙΚΙΑΖΕ ΕΝΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΧΕ FISH SPA, ΜΟΥ ΑΦΗΣΕ ΕΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ "ΞΕΠΛΗΡΩΣΕΙ"! (Εδώ).
  3. Για παράδειγμα από προσωπική μου δουλειά, συνέταξα παλαιότερα μια τέτοια έκθεση για μια παρανομία ενός καταστήματος, επειδή δεν υπήρχε καμία διαθέσιμη Α/Φ που να αποτυπώνει ξεκάθαρα και για τον τελείως άσχετο αυτό που ήθελε να αποδείξει ο πελάτης μου (άσχετα βέβαια ότι "έφαγα πιστόλι" για αυτή τη δουλειά). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified