Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παιδικό χαρτοπαίγνιο, κατά το οποίον εκείνος που «βγαίνει» τελευταίος, χάνει και μουτζουρώνεται με φούμο από τα άλλα παιδιά. Βλ. και αναλογίες μουτζουρώματος = στιγματισμού εδώ (σχόλιο) και εδώ.

  2. Ο έχων μαυριδερή ή μουτζουρωμένη επιδερμίδα (π.χ. παιδικό ποίημα πέντε ποντικοί μουτζούροι κι άλλοι τρεις αλευρομούροι, μια φρεγάδα αρματώσαν και φακή την εφορτώσαν... κλπ, Ανθολόγιο Ο.Ε.Δ.Β. 1975), βλ. και καρβουνιάρης.

  3. Ή πιο μόρτικα «Μούτζουρας» ή «Καρβουνιάρης».

Λαϊκό σκώμμα έναντι του καταργηθέντος «απλού» λεγομένου τραίνου (δηλ. όχι ταχεία – Intercity) του ΟΣΕ από Πειραιά ή Σιδηροδρομικό Σταθμό Αθηνών («Πελοποννήσου») προς Πελοπόννησο και από Σταθμό Αθηνών («Λαρίσης») προς Βόρεια Ελλάδα και εξωτερικό.

Αποτελούσε παλιό χαρακτηρισμό του ατμήλατου τραινακίου του Πηλίου (1882) και του καρβουνοκίνητου τραίνου του ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς – Πελοποννήσου 1882), λόγω της μουτζούρας που εξέπεμπε στη μάπα των επιβατών η μηχανή, αλλά ο όρος χρησιμοποιήθηκε μέχρι πρόσφατα.

Τα τελευταία 50 χρόνια τουλάχιστον, οι τραινοκίνητες εμπορικές και επιβατικές μετακινήσεις ανά την Ελλάδα γίνονταν με ντηζελομηχανές, ωστόσο, δεν είναι μηχανικός ο λόγος που συνέχισε να αποκαλείται έτσι το τραινάκι επί πάνω από έναν αιώνα.

(Παρατίθεται απόσπασμα από την συλλογή του Ελισσαίου Οδίτη «Ανάξιον Εστί» alias «Πάρε ΚΤΕΛ»):

[i]Α. Ήταν οι Καθυστερήσεις[/i]

Α.1
Η ποτροκαλί ντηζελομηχανή του Μούτζουρα πάθαινε κλακάζ (όχι που δε θα χάλαγε) και περίμενες να έρθει άλλη να την αντικαταστήσει και να συνδεθεί με τον συρμό από άλλον Σιδηροδρομικό Σταθμό (στου διαόλου το ξεσταύρι).

Α.2
Σε πολλά σημεία για διάφορους λόγους, η γραμμή είναι μονή (από τον Τρικούπη μέχρι σήμερα), οπότε το ένα τραίνο πρέπει να περιμένει να διέλθει το άλλο από την αντίθετη κατεύθυνση, για να μην προκληθεί σύγκρουση (!)

Α.3
Ιδίως όταν εισήχθη το και καλά Intercity (σιγά τα σίτια που είναι και ίντερ), δεδομένου ότι δεν ήταν καθόλου ταχύτερο, ούτε είχε μεγαλύτερη ιπποδύναμη, απλά ήταν λίγο καθαρότερο, νεότερα τα βαγόνια και δεν επιτρέπονταν κότες εν ζωή και νταμιτζάνες με λάδια-ξίδια-κοκκινέλι και το οποίο υποτίθεται ότι θα έκανε 2-3 στάσεις ανά κατεύθυνση (Βόρεια & Νότια), έπαιρνε προτεραιότητα στους κόμβους έναντι του Μουτζούρη μας, αφού η εταιρεία είχε υποσχεθεί στους επιβάτες που πλήρωναν ακριβότερο εισιτήριο, γρηγορότερη άφιξη στον προορισμό τους (Αθήνα-Πάτρα 3 ώρες και Αθήνα-Θεσσαλονίκη 5 ώρες).

Αποτέλεσμα ήταν ο καημένος ο Μουτζούρης να σταματά κάθε τόσο και τελικώς να κάνει από 5-7 ώρες και από 8-11 αντιστοίχως μέχρι και το 2005 περίπου.
Βέβαια να τα λέμε όλα, η τιμή του Μουτζούρη ήταν η μισή του Intercity...

Στην πραγματικότητα όμως, το «γρήγορο» (Intercity) έκανε περίπου μια (1) ώρα λιγότερο από το «απλό» (Μούτζουρας), όπως αρέσκονταν να τα αποκαλούν οι κρατικοβυζαρπάχτρες ΟΣΕδες, που στράβωναν χαρακτηριστικά όταν ρωτούσες π.χ. πόσην ώρα κάνει ο Μουτζούρης από Σαλονίκη μέχρι Αλεξανδρούπολη και απαντούσαν με την στερεότυπη ξινίλα της ταύτισης εργαζομένου με το αφεντικό του «δεν υπάρχει Μουτζούρης κύριε» (εμένα μου λες);

[i]Β. Ήταν η Ταλαιπωρία[/i]

Πράγματι, στο Μούτζουρα συχνά δεν είχε ούτε να καθίσεις (προβλέπονταν και «θέσεις ορθίων» – αλλά με τιμή «καθιστού»!) και ειδικότερα:

Β1.
Στης Πελοποννήσου πολεμούσες να σταθείς – καθίσεις ανάμεσα στην αρβανιτιά με τα ξέχειλα δέματα, αερολογούντα φοιτητόνια, τους μπιχλώδεις και τσίπηδεςτουρίστες του Ίντερρεηλ (μπορεί να είχες και τα τυχερά σου όμως) που πηγαίνανε να πιάσουν το πλοίο για Πάτρα – Ιταλία έχοντας κάνει συνήθως το γύρο του τριγώνου των Βερμούδων (Δελφοί-Ολυμπία-Αθήνα) σέρνοντας χίλια τσουμπλέκια, ομιλητικούς (μέχρι να φάνε καναν Αη-Διονύση για να κοιμηθείς) Επτανήσιους και Αιτωλοακαρνάνες (που επιτέλους κατέβαιναν στο Ρίο), ως επί το πλείστον.

Ο Μούτζουρας ήταν σκατά κι απόσκατα (οι διπλές θέσεις ήταν στενές κι έτσι και σου κλήρωνε καμιά Τζίνα Βαρώνη να κάτσει από δίπλα, έφτανες με δισκοπάθεια στον προορισμό σου) και το Intercity ελάχιστα ταχύτερο ή (έστω) καθαρότερο...

Ειδικά για το τελευταίο, καίτοι υφίσταται από 1952 δίκτυο ΚΤΕΛ σε ολόκληρη την χώρα, οι εκλογείς των κατά τόπους δήμων και κοινοτήτων, πίεζαν τον βολευτή τους να σταματά το τραίνο «σε κάθε βρύση» (όπως χαρακτηριστικά λέγεται). Κατά συνέπεια, όχι μόνον ο Μούτζουρας, αλλά και η «ταχεία» της Πελοποννήσου, έκανε τόσες στάσεις (και ως εκ τούτου) τόσες ώρες να φτάσει σε κάθε προορισμό, όσες σχεδόν κι ο Μούτζουρας της Βόρειας Ελλάδας, καίτοι ούτε η πληθυσμιακή εξυπηρέτηση ούτε οι χιλιομετρικές αποστάσεις, συμπίπτουν.

Β2.
Στης Βόρειας Ελλάδας, το σκηνικό άλλαζε φύρδην): Μιλάμε για «Εξπρές του Μεσονυκτίου», τύφλα να’ χει το Ντιγιάρμπακιρ και το Νέο Δελχί μαζί (!)
Πάθαινες πολιτισμικό σοκ στα λεγόμενα «κουπέ» από το πλήθος των φαντάρων όλων των ειδικοτήτων για τα σύνορα (που ψοφολογούσαν ροχαλίζοντας αφού βγάζαν τα άρβυλά τους στερώντας σου τουλάχιστον 2 από τις 5 αισθήσεις), Σελτζούκοι, Πετσενέγοι, Κουμάνοι, Σκύθες, Πομάκοι κλπ για Θράκη και επέκεινα παραφυλούσαν όλη η οικογένεια έξω από τις τουαλέτες όταν ουρούσε θηλυκό μέλος της (ευρύτατης) οικογενείας, αλλοδαποί εργάτες που κάνανε commuting σε κοντινές ή μακρινές πόλεις για ένα μεροκόμματο, αλλοσούσουμοι Βαλκάνιοι που ανεβοκατέβαιναν προς και από τις πατρίδες τους ξαπλωμένοι χύμα χάμω, που τους πατούσες κυριολεκτικά για να περάσεις τον διάδρομο (!), τσιγγάνοι ή παρόμοιοι τύποι με άγνωστο (και στους ίδιους) προορισμό, λέτσοτουρίστες για το Μετέωρο βήμα του μοναχού, φοιτητές και λαθρόβιοι μπουζουκοπαίχτες που στήνανε αυτοσχέδιες κομπανίες για να περάσει η ώρα, πουράκλες και ετρούσκες στην ψαχτική, πρεζάκηδες, λαχανάδες κτλ άσ' τα να πάνε. Η ποικιλία της ανθρωπογεωγραφίας (και της μπίχλας) ήταν μεθυστική και για τον λόγο αυτό στην Μοναστηρίου λειτουργούσε πουργατόριο...

Το βαγκόν-λί (λέγε με «κυλικείο») όμως, καίτοι τίγκα στο ντουμάνι, είχε έναν εξαίρετο διάκοσμο στην οροφή (να το τσουρνέψανε από κανα Οριάν Εξπρές); Το Intercity ήταν σπέσιαλ κυρίλα και όντως ταχύτατο με 3-4 στάσεις όλες κι όλες.

Και ολ’ αυτά, για να πατικώσει η εταιρεία όσους περισσότερους επιβάτες χωρούσαν στα βαγόνια, μπας και ζημιώσει (που φάγανε τον αγλέουρα και το ρημάξανε το μαγαζί) με τη ναύλωση έξτρα συρμού, όπως κάνανε και με τα πλοία μέχρι το ρεζιλίκι του Σαμίνα...

[i]Γ. Ήταν και το κρύο[/i]

Γ.1
Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι ο Μούτζουρας δεν είχε κανενός είδους κλιματισμό ή είχε αλλά δεν λειτουργούσε «προσωρινά» (λέει). Αν είχε ζέστη λιβάκωνες, ίδρωνες και βρωμούσες κι αν είχε κρύο έξυνες τον πάγο από το μούσι σου και τον έριχνες στη Μαργαρίτα. Μοντέρνα πράματα: οικολογία και φυσική επαφή με το περιβάλλον δηλαδή.

Γ.2
Αλλά και με την γεωγραφία, αφού όταν έπιανε Λάρισα το τραίνο νυχτιάτικα χειμώνα, καταλάβαινες αμέσως στο πετσί σου ότι είχε διαβεί τον Ρουβίκωνα μεταξύ Βορρά-Νότου.

Γ.3
Και με την ιστορία όμως έκλεινες ραντεβού: καμιά φορά το θέρος και ιδίως με καναν καύσωνα αναστενάρη, οι ασφάλειες των παραθύρων ήταν (σαδιστικά;) βιδωμένες, οι όρθιοι πολλοί, η ζέστη με την κολλώδη μπόχα ενιαίες, οι λιποθυμίες συχνές, οι καθυστερήσεις μεγάλες και η συμπεριφορά των ΟΣΕδων στις διαμαρτυρίες των επιβατών, σκαιά. Ξαναζούσες την Κατοχή και για πρώτη φορά κατανοούσες το δράμα της Υπολοχαγού Νατάσας, όταν την έστελναν στο Νταχάου (μόνο που αυτή ταξίδευε τσάμπα). Άλλωστε, στο ντεκόρ συνέβαλε και τόσο το γεγονός ότι το ένστολο προσωπικό θύμιζε Γερμαναράδες (τουλάχιστον όπως τους γνωρίσαμε ως κομπάρσους στις ταινίες της Χούντας δηλ. φωνακλάδες, αξούριστους, μαυροτσούκαλους, κακοκουρεμένους και σακκουλέδες) όσο και ότι τα πίσω βαγόνια των αποσκευών ήταν Γερμανικά του ’30. Άλλες εποχές και άλλες κάουφφεν!

Σημειωτέον, ότι μέχρι πριν κανα 2-3άρι χρόνια τα ίδια περίπου γίνονταν και στην Ιταλία με τον εθνικό της Muzzuri (Trenitalia), με την διαφορά ότι δεν είχε ξαπλωτούς στα πατώματα κι ότι οι εκεί (ομοίως αγενέστατοι) ΟΣΕδες ήσαν πιο καλοντυμένοι...

[i]Δ. Και ήταν κι ο Θάνατος[/i] (του Μουτζούρη)

Δ.1
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πριν κανα πεντάρι χρόνια απεφάσισε η Ελλάδα ν’ αποσύρει τα μουτζουροτραίνα που την «διέσυραν» διεθνώς και να στρώσει σιγά-σιγά δίκτυο ηλεκτρικών σιδηροδρομικών γραμμών υψηλών ταχυτήτων (ΣΓΥΤ) ότι Ευρώπη κι έτσι, οπότε πάει κι ο Μουτζούρης... Δηλαδή μη φανταστείτε, βάλαμε κεί κανα-δυο τραινάκια της πλάκας σε προάστια και κοντινές πόλεις της Αθήνας και της Σαλονίκης, με άβολα καθίσματα για τους ταξιδιώτες (λες και πας μέχρι τα Πετράλωνα) κι από δω παν κι οι άλλοι.

Προς το παρόν διατηρείται το ντηζελοκίνητο Intercity ως «παλιό», μέχρι να εξαπλωθεί το νέο δίκτυο ηλεκτρικών συρμών – όπου και άμα εξαπλωθεί μετά το στραπάτσο της πτώχευσης (θυμίζει αυτήν του 1893 επί Τρικούπη που επένδυσε στην σιδηροδρομική ανάπτυξη της Ελλάδας).

Μόνο που το 1893 είχε και την ουρά του 1909, που επακολούθησε (λες;)

Δ.2
Πάντως, αν είχες κουράγιο (δηλ. ήσουν φιλοπερίεργος πιτσιρικάς) και δεν βιαζόσουν, ο Μούτζουρας ιδιαίτερα ο νυχτερινός, πέρα από τις ανωτέρω εγκύκλιες γνώσεις (εμείς κι ο κόσμος, φυσική, γεωγραφία, ιστορία κλπ) που σου προσέφερε, μπορούσε να αποδειχθεί και μια συναρπαστική εμπειρία, αφού έβγαζες γούστα (έκανες χάζι και γνώριζες αναγκαστικά διάφορες κουφές φυλές, παίζονταν κουβαρνταλίκια, τσιριμόνιες, τσαμπουκάδες, έρωτες, μπουζουκοκαταστάσεις και δε συμμαζεύεται μεταξύ αγνώστων, όσο διαρκούσε η διαδρομή – τουλάχιστον).

Δ.3
Κατά την εποχή της συνύπαρξης δυο ταχυτήτων (Μουτζούρης vs Intercity), ο πρώτος (λόγω τιμής) ήταν ένα αυθεντικά λαϊκό ελληνικό τραίνο και γι’ αυτό το προτιμούσαν άνθρωποι που δεν είχαν ή δεν ήθελαν να δώσουν έξτρα φράγκα για τις (αμφισβητούμενης ποιότητας) παροχές της ταχύτερης μετάβασης και την άνεσης που ευαγγελίζονταν το Intercity, αλλά και οι ρυθμοί ζωής ήταν ηπιότεροι.

Υπάρχουν τρεις τρόποι να εκτιμήσει κανείς τον Μουτζούρη: είτε ως πανάκριβη υπηρεσία για την «σχεδόν τσάμπα» τιμή του εισιτηρίου (βλ. σχόλια εδώ), είτε ως μια θεατρική παράσταση στην οποία συμμετείχε έναντι «συμβολικής συνδρομής», είτε η (λιγότερο ρομαντική) συμψηφιστική εκδοχή των ΟΣΕτζήδων «για τόσα που ’δωσες μη ζητάς τα πολλά-πολλά».

Σε κάθε περίπτωση όμως, όποιος δεν κατορθώνει να συμφιλιώσει την αθλιότητα με τα μεγαλεία του Μουτζούρη, γνωρίζει την Ελλάδα μέχρι το κατώφλι του.

Τέλος και τω Θεώ Δόξα...

Σ.Σ. Αφιερωμένο στον συνταξιδιώτη Μπετατζή.

- Πάω Σαλονίκη το τριήμερο, έρχεσαι;
- Πήγαμε! Μόνο που εγώ μπορώ να φύγω Σάββατο πρωί, έχω πολλή δουλειά την Παρασκευή.
- Καλά, τότε εγώ θα ξεκινήσω Παρασκευή βράδυ, θα κάνω μια βόλτα στην παραλία Σάββατο πρωί και τα λέμε το μεσημέρι που θα φτάσεις, ναι;
- Δε μου λες, με τί θα πας;
- Με το απλό τραίνο, μου ’πανε στον Σταθμό ότι κάνει 5 ώρες από Αθήνα.
- Ποιος, ο Μουτζούρης; Καλά άσε, τότε κι εγώ θα πάρω το Intercity και θα σε περιμένω στο καφενείο...

μουτζουρωμένο το γυαλί (από xalikoutis, 13/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι παλιά και σήμαινε την πουτάνα νέτα-σκέτα (όπως και η παξιμαδοκλέφτρα).

Σήμερα, έχει λάβει τη σημασία της μεσόκοπης και σε καμία περίπτωση νεάζουσας γυναίκας, που εξακολουθεί να σφύζει από λάγνο πάθος για τον ανώμαλο έρωτα κι αυτό φαίνεται (όχι με την πρώτη ματιά).

Φωνή βαριά (κοκοροβηχιάρας κουμκανα-juice), φυσική σιλουέτα μετά από πεντ' έξι γέννες, λίγο λαϊκούρα στήσιμο, νύχι ασημί (συχνά έχει ξεφτίσει το χρώμα), τσιγάρο σλιμ ή Oscar-Dunhill-Davidoff ή με χρυσαφί φίλτρο, θεοσεβούμενη, δεν δίνει δικαιώματα στη γειτονιά, τσάντα και ένδυση συντηρητικότατη έως ακαλαίσθητη και ανάλογη της ηλικίας της, φτηνατζούρα άρωμα, πρόστυχο (όπτιοναλ) ή ρώσικο μακιγιάζ (σκιά ABBA, με πράσινη βλεφαρίδα και ροζ κραγιόν) και βλέμμα πολυσήμαντο.

Σε εξεζητημένες περιπτώσεις, μπορεί να διακρίνει κανείς και χρυσή αλυσιδίτσα στο πόδι (πάνω απ’ το καλτσόν), έστω κι αν δεν ταιριάζει με το ανσάμπλ. Δίχως να είναι η θεία μου η χίπισσα, φορεί περιορισμένο αριθμό και εύρος λιλιών μιας παρωχημένης εποχής και ιδίως σταυρό στο στήθος (συνήθως όξω απ’ το πουλόβερο).

Αν σταυροκοπιέται κιόλας κάθε τόσο, παναπεί γαμιέται ασύστολα (υπάρχει εξήγηση αλλά δεν είναι της παρούσης). Δεν είναι ούτε μίλφ ούτε τζιλφ και κατ’ οίκον φορεί ρόμπα καπιτονέ. Δεν είναι απαραιτήτως ούτε τεκνατζού ούτε άπιστη σύζυγος.

Ενδημεί σε όλες τις ελληνικές πόλεις και σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν είναι αντακάβα πρώην πουτάνα, που παρασταίνει στα υστερνά την οσία θείτσα. Παλαιότερα κουβαλούσε τις Κυριακάδες, κάτι στραπατσαρισμένα ανώνυμα χαρτόκουτα συνοικιακών ζαχαροπλαστείων για να πάει επίσκεψη με το τρόλεϊ, πριν αντικατασταθεί από εξοδούχους αλλοδαπούς.

Μακριά και με τον απήγανο επίδοξε Ντάστιν, εκτός κι αν η Μπάνκροφτ σου πέφτει μικρή...

- Κοίτα πώς μας κοιτάζει αυτή!
- Πού;
- Να, αυτή απέναντι, που ταΐζει τα περιστέρια...
- Ποια ρε μαλάκα, την κωλόγρια λές;
- Ναι την παπαδοξηλώτρα! Σαν ξερολούκουμα μας κοιτάζει...
- Ρε σε, αυτή όπου να’ ναι αγιάζει! Καλά αγόρι μου, μου φαίνεται πρέπει να σε κλείσουμε σε πουρολογική κλινική!
- Βρε άκου που σου λέω...

(από GATZMAN, 30/10/09)παξιμάδι και σία  (από GATZMAN, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αφορά στον πολιτικό προσανατολισμό τινός, αλλά στην εκ γενετής προδιάθεση των γεννητικών του οργάνων του να τείνουν προς τα αριστερά ή δεξιά του παντελονιού.

Πρόκειται για κλασική ερώτηση που κάποτε έθεταν στους πελάτες τους οι τελούντες πλέον υπό εξαφάνιση ράφτες.

- Από τα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν οι Φραγκοράφτες που έραβαν τις «ευρωπαϊκές» ενδυμασίες. Οι Φραγκοράφτες αντικατέστησαν σιγά-σιγά τους αμπατζάδες και από τις αρχές του 20ου αιώνα κυριάρχησαν εντελώς στην παραγωγή των ενδυμάτων. Φραγκοφορέθηκα, έλεγαν στην Μικρά Ασία, ντύθηκα Ευρωπαϊκά. Φραγκιά έλεγαν την Γαλλία και γενικά την δυτική Ευρώπη. Ο φραγκοράφτης έφτιαχνε ανδρικές φορεσιές. Έπαιρνε με τη μεζούρα τα μέτρα του πελάτη. Μετρούσε: στήθος, πλάτη, μάκρος, μανίκια, καβάλο. Ρώταγε «είσαι δεξιός ή αριστερός;» Έβαζε σημάδια πάνω στο ύφασμα και το έκοβε...
(εδώ)

- Δεν ξέρω αν είμαι αριστερός ή δεξιός. Νομίζω πως δεν χωράω πουθενά, αλλά καλού-κακού θα ρωτήσω το ράφτη μου.
(εκεί)

- Πιστεύω ότι «δεξιά κι αριστερά» υπάρχει σήμερα μόνο στα…ανδρικά παντελόνια..που γίνονται με παραγγελία στο ράφτη. Κι αν λάβουμε υπόψιν ότι στην πλειοψηφία οι άνδρες αγοράζουν έτοιμα τα παντελόνια τους αντιλαμβάνεστε το αποτέλεσμα…
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ρητορική ερώτηση με ειρωνική / πειρακτική διάθεση.

Απευθύνεται κατά κανόνα σε άνδρα, άρτι κουρευθέντα. Ο λόγος της καζούρας είναι το αμφιλεγόμενο αισθητικό αποτέλεσμα της νέας κόμμωσης, η οποία συνήθως είναι πολύ απλή κι όχι τίποτα το εξεζητημένο.

Ακόμη όμως και σ' αυτήν την απλότητα και λιτότητα ενός κοντού κουρέματος, δύναται να εμφιλοχωρήσει η γελοιότης, μετά πολλών τρόπων, π.χ. όταν ξυρίζονται τελείως οι φαβορίτες και το μαλλί φαίνεται σαν ένα είδος κολλημένου κράνους.

Η πιο κλασική όμως περίπτωση που θα ακούσεις ότι κουρεύεσαι στο ΙΚΑ, είναι όταν τα έχεις πάρει όλα πολύ κοντά, με την ψιλή που λέγαμε παλιά. Διότι το να κάνεις ένα κεφάλι να μοιάζει με γλόμπο ουδόλως απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ωτ κουαφύρ και τα ρέστα, το αναλαμβάνει κι η κουτσή Μαρία, ακόμη και μόνος σου τη βολεύεις.

Το ΙΚΑ λοιπόν, ταυτίζεται με την έλλειψη οποιασδήποτε δημιουργικής ικανότητας, την αδράνεια, την στείρα επανάληψη, την τυποποίηση, το «δε βαριέσαι τώρα πού να τρέχω», όλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ένδοξου ελληνικού δημοσίου τομέα.

Οποιαδήποτε αναφορά στο ΙΚΑ εμπεριέχει ένα βαθμό τιραμισουρεαλισμού. Κούρεμα στο ΙΚΑ δεν υπάρχει, κι ας ελπίσουμε οτι ποτέ στο μέλλον δε θα υπάρξει. Το ΙΚΑ είναι επίσης ένας ουτοπικός προορισμός για όσους μόλις άκουσαν κάτι κουλό.

Εν τέλει, με το να χρεώσεις σε κάποιον ότι κουρεύεται στο ΙΚΑ (για το οποίο όλα τα εθνίκια καμαρώνουν, αναμασώντας τη γνωστή πίπα περί ίδρυσής του από Μεταξά), επισημαίνεις αφενός πόσο σκιτζής ήταν αυτός που έκανε το κούρεμα, αφεδύο, τον αποκαλείς εμμέσως πλην σαφώς καρμίρη και σπαγγόραμα, που λυπήθηκε τα 10 ευρά (παλιότερα 1 χελίρικο) που παίρνει ο μπαρμπέρης και προτίμησε τη τζαμπαρία της κενωνικής ασφάλισης.

- Μεγειές, μεγειές, αγορίνα μου! Αυτό είναι κούρεμα, τώρα επιτέλους έδειξες! - Αλήθεια ρε φίλε, καλό είναι; Γιατί νομίζω πως τα πήρε λίγο παραπάνω απ' ότι έπρεπε.
- Όχι ρε ξεκόλλα. Μόνο να μου πεις σε ποιο ΙΚΑ πήγες και κουρεύτηκες για να κλείσω κι εγώ ραντεβού, χαχαχα χαχα!
- Σού 'χω πει τίποτα για τη μάνα σου τώρα τελευταία;

Βλ. και χειροβομβίδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified