Πέραν της γνωστής φίρμας με φορτηγά, εδρεύουσας στην Αθήνα, αποτελεί και μειωτικό χαρακτηρισμό για παχουλή γυναίκα που έρχεται με φόρα.
Μιχάλη στη μπάντα, θα σε περάσει κοντοσούβλι ο γιαμαρέλλος.
Πέραν της γνωστής φίρμας με φορτηγά, εδρεύουσας στην Αθήνα, αποτελεί και μειωτικό χαρακτηρισμό για παχουλή γυναίκα που έρχεται με φόρα.
Μιχάλη στη μπάντα, θα σε περάσει κοντοσούβλι ο γιαμαρέλλος.
Got a better definition? Add it!
Το κτήνος (φουσκωτός ή απλά χοντρός) που κλασικά έχει τεράστιες παλάμες, χοντρά χέρια και δάχτυλα. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και απευθείας για το χέρι του (το βυζόχερο).
Πού πας ρε Καραμήτρο, άμα φας φούσκο από αυτό το βυζόχερο ο μισός θα πάει χαμένος...
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.
- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Ο κοντός, χοντρός και καραφλός άντρας.
- Καλά είδες τον τύπο που τα έφτιαξε η Μαίρη;
- Ναι ρε συ! Καλά τι του βρίσκει του θερμοσίφωνα;
Got a better definition? Add it!
Υπέρβαρο μπάζο που κάθεται στον κάθε πικραμένο (Εσκιμώο και μη) χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
- Πού να στα λέω, είχε φοβερή επιτυ..
- Ουστ ρε σαβουρογάμη, όλο με βολικές αρκούδες την βγάζεις!
Got a better definition? Add it!
Το λίπος που μαζεύεται στην εξωτερική πλευρά των γυναικείων γοφών σε τριγωνικό σχήμα. Δεν έχει να κάνει με το αν η γκόμενα είναι χοντρή ή αδύνατη, υπάρχουν χοντρές χωρίς καθόλου ψωμάκια και πολύ αδύνατες που δεν βλέπονται. Συνήθως συνοδεύεται από πολλή κυτταρίτιδα. Η γυμναστική δεν βελτιώνει εκ των υστέρων την κατάσταση, ούτε το μασάζ ή οι κρέμες και τα συναφή, η μόνη λύση είναι η λιποαναρρόφηση, αν και πάλι, με την πάροδο των χρόνων, επανεμφανίζονται.
Λέγεται όμως και γενικά για «γεμάτη» γυναίκα στην περιφέρεια.
- Καλά, δε θα σε δούμε μια φορά στην παραλία; Κρύβεσαι; Μπάνια δεν κάνεις εσύ;
- Πού να βγω έξω ρε Στέλλα με αυτά τα ψωμάκια... Χάλια είμαι. Τουλάχιστον με τα ρούχα δεν φαίνονται τόσο.
- Α, όλα κι όλα. Η Βίβιαν μου αρέσει περισσότερο από τη Λίλιαν. Μπορεί να έχει τα ψωμάκια της αλλά είναι γαμώ τις γκόμενες...
- Ε είσαι εκτός, φίλε, τί να σου πω...
Got a better definition? Add it!
Εκτός από τo χαρακτηρισμό των γυναικείων βυζιών, το λέμε για έναν άνδρα όταν το στήθος του μεγαλώνει, συνήθως λόγω πάχους ή αγυμνασιάς, ή όταν σταματήσει τη γυμναστική μετά από μακροχρόνια λήψη κρεατίνης, αναβολικών κλπ και «κρεμάσει» στο στήθος.
- Ρε συ ο Νάσος μας το 'παιζε τρανός μποντιμπιλντεράς, αλλά τώρα που σταμάτησε τη γυμναστική έβγαλε βυζάκια! Προφανώς έπαιρνε αναβολικά.
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός που έχει πατσοκοίλια και τα μοστράρει κιόλας.
Πού πας ρε, Καραμήτρο πατσοκοιλιά στην παραλία;
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το σλαβικό stupa.
Ξύλινος κόπανος ή μεγάλη πέτρα, κοτρόνα. Όταν αναφερόμαστε σε άνθρωπο εννοούμε τον κοντόχοντρο.
- Πώς σου φάνηκε ο Μιχαλάκης; - Καλό παιδί αλλά στούμπος... για να με φιλήσει πρέπει ν' ανέβει σε σκαμνί...
Got a better definition? Add it!
Ο εξαιρετικά ογκώδης άνθρωπος, είτε λόγω σωματικού πάχους, είτε λόγω εξαιρετικά πρησμένων μυών, ως απόρροια της εκγύμνασης με βάρη σε συνδυασμό με χρήση συμπληρωμάτων διατροφής (για να τηρήσουμε έστω έναν ελάχιστο βαθμό πολιτικής σαθρότητας...).
Η ονομασία χουλκ προέρχεται από την κάκιστη μετάφραση του αγγλικού Hulk (ήτοι ογκώδης, βαρύς, σωματώδης άνθρωπος, μαντράχαλος) στα τα παλιά εικονογραφημένα αριστουργήματα των εκδόσεων Καμπανά. Τελικά η συγκεκριμένη απόδοση κυριάρχησε στον ελληνικό χώρο, μέχρι την επανέκδοση του περιοδικού από την Μαμούθ Κόμιξ με την σωστότερη ηχητικά απόδοση ως Χαλκ, η οποία προκάλεσε σάλο μεταξύ του αναγνωστικού κοινού, συντελώντας στην έναρξη ενός μίνι εμφυλίου πολέμου που διαδραματίστηκε στις σελίδες της αλληλογραφίας του περιοδικού.
Παρότι ο εξαιρετικά ογκώδης λόγω πάχους είναι ως έννοια διαμετρικά αντίθετη με τον ογκώδη λόγω μυϊκού όγκου, αυτό δεν εμποδίζει την σημασιολογική -μέσω της χρήσης της λέξης- εξίσωση των δύο άκρων. Επίσης, η λέξη χουλκ χρησιμοποιείται περισσότερο αναφορικά με το αρσενικό φύλο και σε σπανιότερες περιπτώσεις με το θηλυκό.
- Πώς έχει γίνει έτσι ο Τάκης;
- Αφού έχει να βγει από το σπίτι 2 μήνες, όλη μέρα τη βγάζει με WoW και ντελιβεριές... αν τον δεις, σαν τον Χουλκ έχει γίνει από τα σουβλάκια.
- Ρε συ, εγώ τον Υάκινθο τον θυμάμαι στο σχολείο να πίνει στα διαλείμματα το νουνού του και προχτές τον πέτυχα πορτιέρη στο κλαμπ, ένα ντερέκι με κάτι μπρατσόνια χοντρά σαν το πόδι μου. Τι μεταμόρφωση ήταν αυτή;
- Έχεις χάσει επεισόδια... το 'ριξε στο σφίξιμο και μία μέρα σκάει μύτη σαν τον Χουλκ... φοβόμασταν να τον κοιτάξουμε σου λέω...
- Άντε κουνήσου ρε τρόμπα να χάσεις κανένα κιλό, που μου 'σαι σαν τον Χουλκ!
- Μ' αυτά που του δίνουνε εκεί μέσα, θα τον δεις μία μέρα να σκίζει τα ρούχα του σαν τον Χουλκ...
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς, μπόγος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified