(Κύπρος) Ντυμένη προκλητικά προς άγρα αρσενικών. Αρνητικός χαρακτηρισμός, λέγεται συνήθως από γυναίκα για γυναίκα κοροϊδευτικά και με έναν τόνο ζήλιας. Συνεπώς, η αναφερόμενη πρέπει να είναι όχι απλά σενιαρισμένη στην τρίχα αλλά μάλλον να λατερνοφέρνει, όχι απλά παρφουμαρισμένη, αλλά μάλλον προς το παστωμένη, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Για την προέλευση της έκφρασης, ενώ η εύλογη (για έναν καλαμαρά) ερμηνεία θα ήταν ίσως το ευπαρουσίαστο ενός περιποιημένου εδέσματος κότας, ο κύπριος που έχω εδώ πρόχειρο μου εξήγησε ότι κόττα είναι προστακτική του ρήματος κοττώ που σημαίνει «παίρνω», ενώ το ρεπανάκι αναφέρεται στο πέοςμε το συμπάθιο.

Η ετυμολόγηση φαίνεται ακόμη ευσταθέστερη αν έχουμε υπόψη, όπως μου λένε, πως στην Κύπρο ως ρεπανάκι δηλώνεται το ελλαδίτικο (λευκό) ρεπάνι, ή αλλιώς ρέβα, το οποίο σε σχέση με το κόκκινο είναι κάπως μεγαλύτερο, μακρουλότερο και λευκότερο –αν και όχι και τόσο πικάντικο, πράγμα που οδηγεί μοιραία την κουβέντα σε φιλοσοφικότερα ερωτήματα περί ποιότητα, ποσότητα, ευ, πολλώ και άλλα δε δαιμόνια...

Έν επρόλαβεν ν' αποσαραντώσει ο μακαρίτης, τζι' εβγήκεν 'πόξω, πού 'ν' η πλατεία, πού 'ν' ο καφενές, με τα κολιέρκα της, τα δαχτυλίθκια της, κόττα ρεπανάκι.
(από τον κύπριο που έχω πρόχειρο)

Η ρέβα - οπτικά, πιο πολύ γογγύλι παρά ρεπάνι (από poniroskylo, 01/08/09)Ένα αξιόλογο άσπρο ρεπάνι, της ποικιλίας Daikon (από poniroskylo, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.

Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...

(από Ladysapia, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το ξύλινο παγούρι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας

αλλά, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο:

  1. νεόκοπη έκφραση των νεαρών (από το μπούλης και κούκλος) για τον κούκλο άντρα που είναι όμως και λίγο μπούλης, είναι δηλ. θεός, μουνάρα, αλλά δεν έχει τόση αντρίλα (ακόμα ή ποτέ) και έχει πίσω-πίσω ένα μπουλέ χμου -που οκ, δεν μας χαλούλου.

Ωραίο παιδί ο Μαρτάκης, μπούκλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

100% Σαλονικιά έκφραση. Παλαιάς κοπής και μάλλον παρωχημένη.

Ένα μπακγκράουντ, όσο να 'ναι, χρειάζεται.

Το Ασβεστοχώρι είναι ένα χωριό, προάστιο τώρα, 10 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη σε κοιλάδα στους πρόποδες του Χορτιάτη, σε υψόμετρο 400 μέτρων.

Είχε (δεν έχει) και ασβεστοποιΐες –εξ ων και το όνομα– που γνώρισαν μεγάλη άνθηση σχεδόν έναν αιώνα πριν χάρη στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του '17.

Είχε επίσης (και έχει) εξαιρετικό μικρόκλιμα –ξηρό και ευάερο. Πράγμα σπάνιο για την ευρύτερη περιοχή της Νύμφης όπου μονίμως ξυπνάς με το κεφάλι καζάνι. Και πράγμα ολίγον μυστήριο αν σκεφτεί κανείς ότι το Πανόραμα, δέκα λεπτά απόσταση και επίσης σε ύψωμα, την έχει την υγρασία του.

Τα ασβεστοκάμινα δεν μας αφορούν, το κλίμα τα μάλα. Διότι λόγω του κλίματος χτίστηκε στο Ασβεστοχώρι Σανατόριο το 1925 και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1966 οπότε και μετεξελίχθηκε στο σημερινό νοσοκομείο Παπανικολάου.

Ωσεκτουτού, στο μυαλό των μπαγιάτηδων μιας κάποιας ηλικίας το Ασβεστοχώρι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την φυματίωση. Και στην κυριολεξία της η φράση αυτός είναι για τ' Ασβεστοχώρι αναφερόταν κάποτε σ' έναν χτικιάρη που έπρεπε να μπει στο Σανατόριο για καθαρό αέρα, ξεκούραση και καλό φαΐ.

Όχι πια. Μ' έναν σκληρό σαρκασμό –που, νομίζω, βγαίνει πιο πηγαία στους επάνω παρά στους κάτω– η σημασία έχει ανατραπεί πλήρως και το είναι για τ' Ασβεστοχώρι απευθύνεται πλέον σε άτομο που μόνο φθισικός δεν είναι: σε κάποιον σίγουρα καλοζωισμένο και μάλλον κοιλιόδουλο, οπωσδήποτε υπέρβαρο και πιθανώς υποχόνδριο. Χρησιμοποιείται ευθέως, ως προσβολή στα μούτρα, και πλαγίως, ως και καλά διακριτικό σχόλιο για κάποιον τρίτο. Συνήθως ο στόχος είναι άντρας αλλά, κατά πώς λένε, εξαρτάται από τη γυναίκα.

Τι άλλο για το Ασβεστοχώρι; Εκεί γεννήθηκε το '44 ο Διονύσης Σαββόπουλος. Και, για κάποιον λόγο, είχε πάντα πολλούς Ηρακλειδείς και, μια εποχή, έναν από τους πιο δραστήριους γαλάζιους συνδέσμους. Εννοείται ότι τα μέλη του ΣΦΗ Ασβεστοχωρίου ήταν ευρύτερα γνωστοί ως φυματικές γριές. Χίλια χρόνια.

  1. — Καλά, και τρίτο πιάτο γιουβέτσι θα φας; Και μετά θα πας να την πέσεις κάνα τρίωρο και σιγά και να μην κάνεις καμμιά δουλειά σήμερα. Ήμαρτον, δηλαδή...
    — Έλα, ρε μάνα... νιώθω κομμένος τώρα τελευταία αφού...
    — Εμ, σε βλέπω αγόρι μου, δε σε βλέπω... έχεις ρέψει... για τ' Ασβεστοχώρι είσαι κι εσύ...

  2. — Ε, μη το λες, προσπαθεί η καημένη η Βέτα... και δίαιτα κάνει και γυμναστήριο πάει... πρέπει νάχει πέσει κάτω απ' τα εκατό...
    — Ναι, αλοίμονο, χάλια έχει γίνει... για τ' Ασβεστοχώρι είναι κι αυτή... είχα κατέβει στη Μοδιάνο χτες, στο Σερραϊκόν ήτανε... μια διπλή κιμά είχε χτυπήσει και της έφερνε και μια κρέμα για από πάνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.

Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.

Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα) Σωματώδης τύπος, σφίχτης, σφίχτερμαν, Σίνης ο πιτυοκάμπτης (βλ. ημίζ).

Εκ του body (αγγλ.) Να μην συγχέεται με το χωρίον Μπονταΐικα Ηλείας, ούτε με τους κοτσικορέους, που είναι περισσότερο βίαιοι παρά σωματώδεις.

-Τί έγινε εχτές στο μαγαζί ;
-Άσε, ένας ετράβηξε ζόρι για κάτι πιπίνια και επλακώσανε κάτι μπονταίοι του μαγαζού απο την Ταραμπούρα και τον εκάνανε δάπεδο ...
-Ωχ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρις ιδιαίτερα εύχρηστη στην Δ.Κρήτη, της οποίας το νόημα κινείται στο φάσμα του ατσούμπαλου, χαρμπαγιάγκαλο, αμπλαούμπλη, αρούγκανου, χαλικούτη και μπαραμπάκου, αλλά με λίγο περισσότερη έμφαση στο ατημέλητο της εμφάνισης (ξεζωσμένα πουκάμισα ή μπλουζάκια, λυτά κορδόνια που σέρνονται, κωλοπατημένα παπούτσια κ.λπ.)...

Πρέπει να διαδόθηκε στην Κρήτη με τους Μαμαλούκους στρατιώτες της Αιγυπτιακής εξουσίας (1830-1941).

Σημείωση: υπάρχει και το λήμμα μαμελούκος με άλλη, εξαιρετικά ευφάνταστη σημασία.

- Μα δεκαεφτά χρονώ να καβαλικεύγει bmx και να κυκλοφορεί σαν το μαμαλούκο...
- Είναι ραπ...

(διάλογος στα Χανιά των early 90s).

(από xalikoutis, 23/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδικό σλανγκ.

Γκόμενα με προσόντα (βλ. στίχους Γιάννη Κούτρα: Με ένα κάρο όνειρα και άλλα τόσα φόντα, ποτέ μου δεν απέκτησα γκόμενα με προσόντα - δίσκος Τσικαμπούμ).

Ευάερη, ευήλια, ψηλά πατώματα, γωνιακή, πάρκινγκ, διαμπερής και ιδίως με τεράστιους νομιμοποιημένους ημιυπαιθρίους χώρους γυναίκα-ρα. Τα υπόλοιπα περιττεύουν. Για μια τέτοια γυναίκα, (Χριστίνα Αποστόλου) ο Βέγγος στο «Μην είδατε τον Παναή» είπε το: «Μαρμαροκολώνα μου! Κουρκουμπίνια έφτιαχνε ο μπαμπάς σου;»

Συνώνυμα: μπαμπάτσ(ι)κο, φρεγάτα, φρεγάδα, νταρντάνα, ζουμπουρλό, μπαρμπουνάτο, είναι του ιππικού, αλόγα, φοράδα, ψηλοκάπουλο, ποτέμκιν, κανονιοφόρος, τουμπουκτού, αγροκτήματα αρόζα κτλ.

- Αμάν ! Κοίτα ένα μωρό ρε!
- Πω-πω ρε, τι μπαμπατζάνικο είν' αυτό; Πες μου πώς το λεν τον πατέρα σου που σ' έκανε μωρό μου, να πάω να του φιλήσω το μπούτσο!
- Α' να χαθείς σαχλέ!

Μαρμαροκολώνα μου! Η ατάκα στην αρχή του κλιπ (από poniroskylo, 25/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη Δ. Κρήτη η παλιά αυτή λέξη (απαντά και σε ριζίτικα κ.λπ.) η οποία ακόμη και σήμερα ακούγεται και από τη νεολαία ακόμα, σπάνια βέβαια, και με συνειδητή επίγνωση ότι αποτελεί γλωσσικό πλούτο.

«Αναμαζωξιάρης» είναι ο ξένος, αυτός που μας ανεμαζωχτήκενε, για την ακρίβεια αυτός «που-δε-γατέω-ίντα-διαόλους-μας-ανεμαζώχτηκενε-απού-να-μην-τονε-πω-πράμα-γι΄-αναμαζωξιάρηδες». Είναι αυτός που μας κουβαλήθηκε, που μας φορτώθηκε, ο ανεπιθύμητος ξενομπάτης ή ξενομερίτης. Είναι ουσιαστικά ο πρόσφυγας ή, όπως λεγόταν στα Χανιά ο *πρόσφυγκας******.

Αναμαζωξιάρικα ήταν και τα έκθετα κι έπειτα υιοθετημένα παιδιά, ενώ ακόμη και σήμερα μπορεί να ακούσει κανείς τις μανάδες στα Σφακιά να φωνάζουν το βράδυ στα παιδιά που παίζουν στο δρόμο «αναμαζωχτείτε επιτέλους», μαζευτείτε, δηλαδή, και βρείτε καταφύγιο στο σπίτι μας.

Είναι πολύ υποτιμητικός όρος, ο πιο υποτιμητικός από τους υπόλοιπους για τους μέτοικους. Αναμαζωξιάρης σημαίνει και κουρελής, φτωχομπινές.

*****Τα οποία Χανιά μόλις πριν λίγες βδομάδες έφτιαξαν επιτέλους μνημείο για το σημαντικό προσφυγικό τους μικρασιάτικο πληθυσμό (κυρίως από την περιοχή Σμύρνης) που κατοίκησε τα Τουρκοπροάστια της πόλης (Μουρνιές, Περβόλια, Πασακάκι). Με την ευκαιρία συζητήθηκε και ένα άρθρο των Χανιώτικων Νέων που σιχυριζόταν ότι ένα 40% της πόλεως των Χανίων έχουν πρόσφυγα πρόγονο (και Κινέζο ξάδερφο)... Για τους Χανιώτες που μάλλον όλοι θέλουνε να Σφακιανοφέρνουν παρά να προσφυγοφέρνουν (πλην όσων έχουν προσφυγικό επίθετο και περηφάνια) ήταν ένα πλήγμα...

Ετερόκλητα παραδείγματα:

  1. Άμε μρε να βάλεις ένα ποκάμισο κι είσαι σαν τον αναμαζωξιάρη....

  2. Σ’ ένα τέτοιο μακελειό ο μπάρμπα Γιάννης ο Σισανές, ξερακιανός άντρας, μακρές, στιβαρός, με μεγάλη καρδιά μέσα ντου, όντενε εμακελεύανε μια τουρκική φαμελιά, του παντήχνει ένα τουρκάκι πέντε-έξι χρονών. Το μαχαίρι ντου έσταζενε το αίμα των Οικολογιών του και το κοπέλι έτρεμενε σύγκορμο χλωμιασμένο σαν τα κίτρινα φάδια. Το λυπήθηκενε και το πρεμάζωξενε στο κονάκι ντου και το ανάθρεφενε μαζί με τα δικά του κοπέλια. Τα ξεδιαφωτίσματα ο μπάρμπα Γιάννης έπαιρνενε το τουρκάκι στα οζά και το ‘χενε ουλημέρα κοντά ντου και έτρωενε ε’να κομμάτι ψωμί μαζί με τα δικά ντου στο μιτάτο… Τ’ αποσπέρας που απόσωνε στο σπιτικό ντου τ’ αποχύνεντονε η γυναίκα ντου για το αναμαζωξιάρικο: “Είντα μου τ’ αναμάζωξες, για να με ταραχάς, καεί η ψυχή ντου. Ανάθεμα τσι και δεν μπορώ να τσι θωρώ μπλιο τσ’ αναθεματισμένους”.

από δω.

  1. Μάς έχει φάει ο διάλογος με κάθε αναμαζωξιάρη σατανιστή, απο παπικό μέχρι μουσουλμάνο ... Το οτι έχουμε σχήσμα στο σώμα της εκκλησίας μας , πληγη αιμοραγούσα δεν είναι πρωτο Θέμα;

από δω με την ορίτζιναλ ορθογραφία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified