Selected tags

Further tags

  1. Ασφαλώς και είναι ο άνθρωπος με τα σγουρά, κατσαρά μαλλιά, αλλά

  2. ειρωνικά αναφέρεται στους παντελώς φαλακρούς, καραφλούς, γλόμπους, κασίδες, κασιδιάρηδες και φυσικά

  3. στον πούτσο του οποίου οι σγουρές δεν είναι βέβαια ξυρισμένες.

Επίσης: ζγουρομάλλης, κατσαρομάλλης.

2α. Κλασικό παράδειγμα στην ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα», όπου δραματοποιήθηκε με το γλαφυρότερο τρόπο το λήμμα στο πρόσωπο του Κώστα Τσάκωνα, τον οποίο με άπειρη τρυφερότητα προσφωνούσε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος «Σγουρομάλλη μου!!»

2β - Ρε συ! ξες ποιος είν' ο ζγουρομάλλης πέρα στη γωνιά; - Ο γείτονάς μου ο Κότζακ. - Πες του να καθίσει παραδίπλα και με γκάβωσε η αντηλιά.

3 - Η Ριρίκα θέλει να ξυρίσω το ζγουρομάλλη. - Αντίποινα; - Έ!! - Αφού δε σου ζήτησε ανταύγειες.

(από Vrastaman, 01/11/10)Πάμε πάλι... (από HODJAS, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχά στον πληθυντικό: κουμπούρια σημαίνει τα βυζιά (όχι τα βυζάκια) που κάνουν μπαμ.

Διαβάστε προσεκτικά τους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που τραγουδήθηκαν και από την Πρωτοψάλτη για να δείτε το λογοπαίγνιο με τις δυο έννοιες της λέξης.

Η Μαλάμω με καμάρι
που μοσχοβολά θυμάρι
μεσ' στους δρόμους της Αθήνας
έχει εννιά γι' αυτήν ο μήνας
τα κουμπούρια γεμισμένα
τα 'χει πάντα κουμπωμένα
κι όλοι τρέχουν να τη δουν
με καημό και τραγουδούν.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Απαράτησε τα γίδια
τα σιγκούνια τα στολίδια
στην Αθήνα μάνι-μάνι
έβανε κοντό φουστάνι
τα κουμπούρια της γεμάτα
τα κουνά π' αναθεμά τα
τα κουνά και περπατάει
κι όλη η Αθήνα τραγουδάει.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Ρίχνει βόλια η ματιά της
η πλεξούδα η ξανθιά της
με τα φρύδια τα γραμμένα
τα κουμπούρια γεμισμένα
ξεχειλά δροσά και νιάτα
η Μαλάμω η χωριάτα
με λαχτάρα την κοιτάζουν
τραγουδούν κι αναστενάζουν

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Got a better definition? Add it!

Published

Διόλου κολακευτική παρομοίωση για άτομο.

Αντίθετα, προσδιορίζει φυσιογνωμία πιο άσχημη κι απ' το χρέος.

Ειρωνικά:
- Τι ωραία γκόμενα που 'πιασε ο Μπάμπης; Σαν το σκύλο που χάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει αιθέρια ύπαρξη, με περίσσια κάλλη που συνήθως προσδίδει εμπειρία στον σεξουαλικό τομέα.

Αν και κατά κύριο λόγο απευθύνεται στην γυναίκα (όπως αναφέρει και το Βικιλεξικό: θαυμαστική προσφώνηση προς όμορφη γυναίκα) οι αναφορές στον άντρα είναι τόσες που τείνουν τελικά να υπερισχύσουν.

Μπορεί να συναντηθεί με το υποκοριστικό «μαναράκι» που φανερώνει μια πιο ανάλαφρη κατάσταση και απευθύνεται σε μικρότερες ηλικίες, ενώ κλασικό είναι και το υπερθετικό «μανάρα» (κάτι που φέρνει εύκολα στο νου μας τα γνωστά λάγνα κόμικς του ομώνυμου καλλιτέχνη), όπου τα «α» δύναται να είναι παρατεταμένα (πχ: μααανάαααρααα).

Επίσης μπορεί να συναντηθεί ως μια απλή προσφώνηση δημιουργώντας μια αρκετά οικεία ατμόσφαιρα, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ειρωνικά περιπαίζοντας τον λήπτη του λήμματος.

Πρόκειται για λέξη που διαδόθηκε ευρέως τις δεκαετίες των '80 και '90 κυρίως μέσω βιντεοταινιών (VHS). Στις μέρες μας τείνει να εκλείψει.

  1. - Σ' αρέσω με το καινούριο μου μίνι;
    - Μανάρι μου! είσαι και πολύ παιδί!

  2. - Ντρέπομαι! Ντρέπομαι! Ντρέπομαι!
    - Ησύχασε μανάρι μου, μη κάνεις έτσι. Όλα θα πάνε καλά!
    - Το καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ πια να την κοιτώ στα μάτια!
    - Ε, να την κοιτάς στο στόμα!

  3. - Όπα! Μάγκες, έπεσε ο γενικός! Δε βλέπω τη μύτη μου!
    - Ok! Ok! Χαλαρώστε, έπιασα το κερί!
    - Αυτό που έπιασες μανάρι μου γλυκό δεν είναι το κερί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τερατώδης μαύρος body builder, που η εμφάνισή του παραπέμπει στον πασίγνωστο Arnold, κυβερνήτη της California.

- Φιλαράκι, τον είδες τον τυπά στο Expendables; Τούμπανο, ρε...
- Ναι, ρε φίλε. Σκέτος schwarzenegro!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καυλιάρα γυναίκα, το τουμπανάκι, αλλά λίγο ψηλότερη από το καυλοράπανο.

- Πώωωω πω!!!Τι καυλοτσέκουρο είσαι εσύ μωρό μου;;;; Να σε βάλω κάτω να σου ρουφήξω τη μελίγκρα, να σε σφάξω στο γόνυ σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα με πολύ μεγάλα και ολοστρόγγυλα στητά -απαραίτητα και πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά αυτά τα δυο τελευταία- βυζιά. Συμπληρωματικά, αλλά όχι απαραίτητα, η γκόμενα που, αν δεν είχε τα προαναφερθέντα βυζιά, θα την χαρακτήριζες μάλλον μπάζο, άλλα τώρα σου μοιάζει με τη Megan Fox. Η γκόμενα που το μόνο που βλέπεις πάνω της είναι τα προαναφερθέντα βυζιά.

Ετυμολογικά μάλλον και προφανώς προέρχεται από τη λέξη «βυζούμπες».

  1. - Πω πω φίλε τι βυζουμπάτο μωρό είναι αυτό!!!!!!
    - Μην μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή η σαύρα. Η φάτσα της της είναι σαν Γκρέμλιν.
    - Εεεεε ποια φάτσα;

  2. - Τι σου ζήτησα ρε θεέ; Μια βυζουμπάτη γκόμενα. Κοντή, χοντρή άσχημη δεν με πειράζει... Αλλά εσύ θεέ με γράφεις κανονικά...

(από Mitsaras, 08/11/10)Κλασιή βυζουμπάτη γκόμενα η Gemma Atkinson. (από Mitsaras, 08/11/10)

βλ. και βυζοκίνητο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει σημασία παρόμοια με το παράσημο. Δηλαδή είναι ένα σημάδι που αποκτάται ύστερα από μια ηρωική μάχη.

Σημαντικές υποπεριπτώσεις: Σουμούνιασμα που σε κατέστησε ταξίαρχο ή έστω βαθμοφόρο. Ουλή ως αποτέλεσμα τσαμπουκάδων και συμπλοκών - «μα όταν αλλάζει ο καιρός πώς με πονάει του νταβατζή σου, του νταβατζή σου η μαχαιριά», που τραγουδούσε κι ο Νότης. Οποιαδήποτε ουλή, λ.χ. από εγχείριση. Ή το πιο ακίνδυνο, κάποιο ερωτικό σημάδι από τις νυχιές της καλής σου πάνω στις κρεβατικές εχθροπραξίες.

Απ' όπου κι αν προέρχονται, τα μάχιμα επιδεικνύονται με υπερηφάνεια ως εχέγγυα ότι είσαι μάχιμος, με κάποια από τις πολλές σημασίες που παραθέτει ο Τζόνι στον πλούσιο ορισμό του. Το σημαντικό για να χαρακτηριστεί ως μάχιμο είναι να είναι εξωτερικό και να φαίνεται με γυμνό μάτι.

Πάσα: Πήρα πάλι απ' τα ληγμένα (λήμματα) του Τζόνι.

- Κοίτα, κοίτα εδώ γιατρέ μου το μάχιμο από την εγχείριση σκωληκοειδίτιδας!
- Σκληρός!

(από Khan, 09/11/10)Αν προσέξατε την ουλή στο δεξί χέρι της Πάντμα Λάκσμι είστε τουκανιστής. Αν καυλώσατε κιόλας είστε τουκανιστής με ουλίτιδα. (από Khan, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να μην μπερδεύεται με το λήμμα κουράδας.

  1. Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Το κινούμενο βουνό από κρέας. Χρησιμοποιείται κυρίως όταν αναφερόμαστε σε άνδρα. Ο τύπος κουραδού, για μια γυναίκα, είναι σαφώς σπανιότερος, αλλά και πολύ περισσότερο υποτιμητικός-προσβλητικός.

Εννοιολογικά αναλύεται ως εξής: ο χοντρός άνθρωπος τρώει πολύ. Αυτός που τρώει πολύ, χέζει πολύ. Άρα, κάνει πολλές κουράδες. Επομένως, κουραδάς ίσον χοντρός.

  1. Ο αργοκίνητος, ο δυσκίνητος άνθρωπος. Κατά πάσα πιθανότητα είναι και γεματούλης έως και χοντρός, αλλά δεν είναι απαραίτητο.

Εννοιολογικά μπορούμε να πούμε ότι εκ των πραγμάτων ο υπέρβαρος είναι πιο δυσκίνητος σε σχέση με τον μέσο άνθρωπο. Από την φυσική γνωρίζουμε ότι μεγαλύτερη μάζα σημαίνει μεγαλύτερη αδράνεια. Με τον όρο Αδράνεια, στη Φυσική, ονομάζεται η χαρακτηριστική ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται στην οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης.

  1. Από τον δεύτερο ορισμό του κουραδά προκύπτει και μια καινούρια σημασία της λέξης κουράδα.
  1. Τάκης: - Αμάν ρε φίλε τι κουραδάς είναι αυτός πάνω στο μηχανάκι;
    Μάκης: - Δεν λες τίποτα φίλε, του έχει στραβώσει τα ζαντολάστιχα!!!!
    Τάκης: - Την τερματίζει τη ζυγαριά άγρια!!!!
    Μάκης: - Μωρέ της πετάει τα μάτια έξω!!!!

  2. - Μωρή κουραδού κάνε στην άκρη, μου κρύβεις τον ήλιο και κρυώνω!!!!

  3. - Άντε ρε κουραδά, πάρε τα πόδια σου, νυχτώσαμε!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, το φαινόμενο σουτιέν έχει ως εξής: αν η ζώνη σου είναι χαλαρή, τότε μπορεί οι φυσιγγιοθήκες, δηλαδή εκεί που μπαίνουν οι γεμιστήρες (δοκίμως) ή το γουόκμαν (αν το κωλοφάνταρο είναι μερακλής), και που είναι δεμένες στις εξαρτήσεις, να φτάσουν στο σημείο του στήθους, με αποτέλεσμα έτσι όπως είναι η μία αριστερά, ή άλλη δεξιά, το όλο πράγμα να θυμίζει στηθόδεσμο.

Αυτό μπορεί να συμβεί είτε επειδή κάποιος για καψώνι σου τραβάει επί τούτου την χαλαρή ζώνη, για να σε χλευάσει (είτε καραβανάς ή παλαίουρας για να σου την πει, είτε αδελφοσείρι για πλάκα) είτε σε πορεία. Στην περίπτωση της πορείας συμβαίνει ότι, πίσω στις εξαρτήσεις, έχει μπει και το σακκίδιο εκστρατείας, ενώ μπροστά είναι οι δυο φυσιγγιοθήκες και το παγούρι. Αν είναι χαλαρή η ζώνη, τότε βαδίζοντας, ο πίσω φόρτος λόγω βαρύτητας τραβά προς τα κάτω, παρασύροντας τις φυσιγγιοθήκες προς τα πάνω, δίκην τροχαλίας. Οπότε οι θήκες που πάνε προς τα πάνω, θυμίζουν και πάλι σουτιέν. Επιπλέον στην πορεία είναι ζόρικα τα πράματα γιατί, ενώ μπορεί στην αρχή ο κομπάρσος να είχε χαλαρή τη ζώνη για να μη σφίγγεται, μετά, όταν αρχίσουν να ανεβαίνουν προς τα πάνω οι φυσιγγιοθήκες, θυμίζει τον Freddie Mercury στο βιντεοκλίπ του I want to break free. Από την άλλη, είναι δύσκολο και για τον βαδίζοντα στρατιωτικώς να σταματήσει και να φτιάξει τις εξαρτήσεις κανονικά γιατί ο καραβανάς δαγκώνει. Οπότε το σουτιέν διαιωνίζεται μέχρι ο φαντάρος να φάει το κράξιμο.

Ωσεκτουτού, η έκφραση σουτιέν, συνδεόμενη με θηλυπρέπεια απαράδεκτη για πράκτορες, χρησιμοποιείται για κράξιμο προς φαντάρο που είναι υπέρ του δέοντος χαλαρός, χυμείο, χύμα στο κύμα κ.τ.λ.

Πηγή: GATZMAN, στον οποίο ανήκουν και τα σπέκια.

- Έεεεεεεπ, Ψαρακόπουλος, να χαρείς το σουτιέν σου ρέεεεεεεει...

(από GATZMAN, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified