Selected tags

Further tags

Συνώνυμο για το μυρμήγκι, δηλαδή για την αντιασφυξιογόνο μάσκα GP-5, που φοριέται από διαδηλωτές που θέλουν να αποφύγουν τις συνέπειες από την χρήση χημικών από τους αστυνομικούς. Το κάτω μέρος της παρομοιάζεται δηλαδή με την προβοσκίδα του ομώνυμου ζώου.

- Ξέρει κανεις που μπορώ να βρω μασκα στυλ μηρμηγκοφαγου στην Αθήνα;; Έχω φαει όλο τον κόσμο και δεν βρισκω.
(Εδώ).

(από Khan, 01/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το μακρύ μαλλί.

Καλά τι μαλλούγκα είναι αυτή που έχει εκείνος; Φτάνει στο πάτωμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός και περιπαικτικός χαρακτηρισμός για κλασικά ποδήλατά παλαιού τύπου.

Ευδοκίμησαν τις δεκαετίες '50 και '60, τότε που το ποδήλατο χρειαζόταν άδεια οδήγησης και πινακίδα κυκλοφορίας. Οι παππούδες ξέρουν αρκετά γι' αυτά. Η χρήση τους ήταν κυρίως επαγγελματική καθώς ήταν βασικό όχημα για οικοδόμους, μαρμαράδες, ψαράδες κ.α..

Ξεχώριζαν για την στιβαρή κατασκευή τους μιας και τα περισσότερα διέθεταν σκελετό από ατόφιο χάλυβα, για την άψογη ποιότητα κύλισης τέτοια που στις ευθείες «πηγαίνανε μόνα τους» και την απουσία προβλημάτων αφού τα λίγα κινούμενα μέρη που διέθεταν ήταν όλα προσβάσιμα και επισκευάσιμα.

Χαρακτηριστικά σημεία του ποδηλάτου είναι η δερμάτινη σέλα με ελατήρια, το μπροστινό φως με το δυναμό, τα φρένα που μεταδίδουνε την κίνηση στα παπουτσάκια με μεταλλικές βέργες (και όχι με συρματόσχοινο που είναι σήμερα) και τέλος το γενικότερα μεγάλο του μέγεθος που, σε συνδυασμό με την παλαιότητά του, υποθέτω πως δημιούργησαν το εν λόγω παρατσούκλι.

Μια φορα ειχα παει σε ενα ποδηλαταδικο να παρω κατι σαμπρελες....λεω στο νεαρο τι ηθελα και με ρωταει...«για καραβανα το θελετε ;» τσαντιστηκα!! δεν πηρα τιποτα και δεν ξαναπατεισα. Εχω ακουση να τα λενε ..ματραγκες..καραβανες..αστραχαν ακομα και ...νεκροφορες!! Πολυ ΑΔΙΚΟ για αυτους τους ηρωες, αυτα τα ποδηλατα ειναι σαν τον ελληνικο καφε ..σαν το ουζακι..το τσιπουρακι..αν το σκεφτειτε ειναι κοματι της ιστοριας μας.. (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (από PUNKELISD, 03/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φουσκωτός, ο πρησμένος. Από την μάρκα φουσκωτών Zodiac.

Θα του έκανα σκηνικό αλλά ήμασταν έξω από ένα σκυλάδικο και άρχισαν να μαζεύονται τα ζόντιακ του μαγαζιού, οπότε τον έβαλα με το στανιό να υπογράψει δήλωση και πήρα την οδική βοήθεια.

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ κοντή γυναίκα, τόσο κοντή, που όταν κλάνει σηκώνεται σκόνη Πηγή: ανώνυμος θεσσαλονικιός ταξιτζής.

Άιντε μωρή κλανοσκονίστρα, το μίνι σε μάρανε!

βλ. και σκων' σκον'

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η ανάφτρα.

Μη τη βλέπεις έτσι χαμηλοβλεπούσα. Αυτή αγόρι μου, τον παίρνει πράσο και στον κάνει κουνουπίδι.

βλ. και πουτσανάφτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. σπασμένη: Αναφορά σε ταλαιπωρημένη και πρόωρα γερασμένη θηλυκή φάτσα, κυρίως εξαιτίας καταχρήσεων ή γονιδιακής γκαντεμιάς. Πρόκειται για αυτήν την όψη που σου δίνει την εντύπωση της ευρύτερης κούρασης και ανεπαίσθητης παρακμής.

Το φαινόμενο οφείλεται στη σταδιακή παράδοση στη βαρύτητα με επιπλέον επιβαρύνσεις που επισπεύδουν τη φθορά: συστηματικά ξενύχτια σειράς ετών, τσιγάρα, ξίδια, ντρόγκες κλπ. Μπόνους τα σακουλιασμένα μάτια.

Σπασμένη δεν αποκαλείται μια εξ ορισμού πατσαβούρα. Ίσα ίσα. Πρέπει να είναι όμορφη ή να φαίνεται ότι υπήρξε όμορφη ή να παρουσιάζεται με ερείσματα ως όμορφη ή τελοσπάντων να πρέπει να διευκρινιστεί ότι ανήκει σε ψηλή κατηγορία, όχι όμως στις πρώτες θέσεις. Συχνά αλλά όχι απαραίτητα (αν κρίνουμε κι από τα παραδείγματα) αναφέρεται σε μιλφ.

Όσο πιο «κούκλα», τόσο πιθανότερο να χαρακτηριστεί σπασμένη από νωρίς: Οι αναμενόμενες γραμμούλες έκφρασης, γοητευτικές κατά τα άλλα, δίνουν την αίσθηση της ραγισμένης πορσελάνης. Το φαινόμενο επιτείνεται αν πέφτει στουπέτσι οπότε η μικρογραμμή γίνεται φαράγγι με ένα χαμόγελο.

  1. σπασμένος: (θεγκζ ιρονίκ και γαϊδουράγκαθε), ο χαρακτηρισμός παίζει και για αγόρια.

1α. Εδώ (google γκάιζ) κανονικο σωματακι προς το γεματουτσικη,βυζια φυσικα με χαλαρη υφη μεγαλουτσικα για το σωμα της με τονισμενη πεταχτη ρωγα.....φατσα μετρια λιγο σπασμενη...δεν την λες ομορφη απλα συμπαθητικη παρουσια..

1β. Εδώ: Τζινα απο Δανια(ειναι κολλητη φιλη της Φρατζεσκας).ξανθια milf,λιγο σπασμενη φατσα αλλα βελουδινη κορμαρα και κωλαρα.

1γ. Εδώ: Με το που ανοίγω την πόρτα βλέπω τη σπασμένη φάτσα μιας γιαγιάς που καθόταν σε έναν καναπέ, λες και όλοι είχαν βγει να δείρουν Ρωμαίους και αυτή έπρεπε να προσέχει το φαί.

  1. gaidouragkathos (από τα σχόλια παρακάτω): Μια παλιά καραβάνα που ήξερα, έλεγε: «Τον άντρα τον θέλω νάναι σπασμένος, χαρακωμένος...».

Μαντάνα. (από Galadriel, 10/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται, μάλλον αποκλειστικά, στην κρητική διάλεκτο -παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μεσαιωνική λέξη- και σημαίνει: μαλλί / μαλλιά, τούφα. Για την ακρίβεια, χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, σκουλιά, που σημαίνει μαλλιά, συνήθως λυτά και πάντως απεριποίητα.

Η ετυμολογία της λέξης (σύμφωνα με το λεξικό της Πάπυρος Larousse): σκουλί < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι), ενώ η ίδια η λέξη συνδέεται πιθανώς και με το φυτό «Πράσιον το ξενικόν», aka «σκουλόχορτο», ευρύτερα γνωστό σαν ασπροπρασιά, καλάνθρωπο και μαρμαράκι (για την ετυμολογία και τη σύνδεση με το φυτό, βλ. και εδώ).

Στο ίδιο forum εντόπισα κάποιες επιπλέον έννοιες του όρου τις οποίες δε γνώριζα. Πρόκειται για τις κάτωθι:
1. Δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο.
2. Δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι.
3. Σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο, δεσμίδα.

Πρέπει να σημειωθεί πως το ευρέως διαδεδομένο κρητικό επώνυμο Σκουλάς (συναντάται και το «Σκουλάκης») προέρχεται από αυτή τη λέξη. Σχετική ιστορία για το επώνυμο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Κρητικιά μαμά στον πιτσιρικά της:
Μάζεψε μωρέ τα σκουλιά σου! Πώς μπορείς και διαβάζεις έτσι που πέφτουν στα μάτια σου;
(Για τις υπόλοιπες έννοιες δεν παραθέτω παράδειγμα, γιατί πραγματικά δε γνώριζα καν πως υπάρχουν και τυχόν παραδείγματα να μην αποδίδουν σωστά αυτές τις επιπλέον χρήσεις του όρου).

Marrubium vulgare, aka σκουλόχορτο (από mafie, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικό πολιτικό μπινελίκι σε βάρος χουντόσκυλων, ναζών, σκινακίων, και πάσης φύσεως απολυταρχικών λαδοποντικαίων με αγκύλωση στο δεξί, μαύρη στρατόκαυλη περιβολή, χουντικό γυαλί, σιδερογροθιά και άφθονη πιτυρίδα.

Μετά το ξεφούσκωμα της υπαρκτής μεταπολίτευσης (περίπου το '88), το μπινελίκι εξαπολύεται πολύ πιο ελεύθερα και όχι αποκλειστικά προς ακροδεξιές μπατσόφατσες ή χουντάλες.

Εκ του φασισμού και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μουτρο.

- Μάλλον υπό την επήρεια αυνανισμού βρισκόταν το φασιστόμουτρο (...) Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ όταν διέπραξε τις ειδεχθείς δολοφονίες 77 ανθρώπων, στις 22 Ιουλίου στο νησί Οτόγια και την επίθεση στο Όσλο σύμφωνα με τις αρχές της χώρας. (εδώ)

- Αιμοσταγές φασιστόμουτρο λιντσάρει αναρχό-ποδηλατό-διαδηλωτές.
(εκεί)

- Να την χαίρεστε την “απεργία” σας φασιστόμουτρα του Π.Α.ΜΕ., χαφιέδες του ψευτοκομουνισμού, όταν ξυλοφορτώνετε εργαζόμενους που δεν σας προσκυνούν…
(παραπέρα)

Απαραίτητη αναφορά στον γαλλικό κινηματόγραφο. (από Vrastaman, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified