Selected tags

Further tags

Παντελόνι που κάνει ό,τι υπόσχεται: τον κώλο τσίτα, ή αλλιώς το υπερβολικά στενό παντελόνι που είναι ΑΑ' προτίμηση των κάγκουρων.

Ουκ ολίγες φορές συνοδεύεται με τα αντίστοιχα «κύματα» στο παντελόνι (μια ρίγα γαλάζια, μια τζιν, για να αποδώσει -με αποτυχημένο τρόπο- το ξεπλυμένο).

- Πωπωω... καλά, είδες τον τάδε χθες;
- Δεν έτυχε γιατί;
- Καλά αυτός εξελίσεται σε μεγάλο καγκούρι! Γιακάς 20 μέτρα σηκωμένος και παντελόνι εντελώς τσιτοκώλι!
- Καααααλά, πάει και αυτός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλασικό παιδί με τα περίεργα δόντια σε στυλ Μπαξ Μπάνι, που όχι μόνο ανοίγουν γκαζόζα (Ροναλντίνιο), αλλά επιπρόσθετα του προσδίδουν ιδιαίτερη τύχη (λαγοδόντια).

Συνήθως τέτοια παιδιά χαρακτηρίζονται από τους συνομήλικούς τους ως παιδιά ενός κατώτερου θεού λόγω της διανοητικής τους ένδειας. Τέλος, συχνά τα παιδιά αυτά, προκειμένου να προσελκύσουν νηφάλια θύματα, γίνονται πρόθυμα να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους με κάθε κόστος, δηλαδή μετατρέπονται σε μπούμπηδες.

  1. Ο πούστης μιλάει στα ζάρια. Συγκεκριμένα τα πλησιάζει στα δόντια του και τους ψιθυρίζει απαιτώντας την πλήρη υποταγή τους στις εκάστοτε ορέξεις του.

  2. Οι τεχνικές ζευγαρώματός του είναι εμπνευσμένες από τις αντίστοιχες της σείρας «True blood», δηλαδή βρίσκει ημιλιπόθυμες και αδαείς τουρίστριες προσφέροντας να τις βοηθήσει και οι οποίες υποκύπτουν στο θέλημά του σαγηνευμένες από το λαγοχαμόγελό του, το οποίο επιτρέπει να φανερωθούν τα δυο μπροστινά του δόντια.

  3. Το κλαψομούνιασμα μέσω φέισμπουκ και μηνυμάτων στην γκόμενα προκαλώντας της ψυχική οδύνη και ταυτόχρονα απέχθεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πανάσχημη, υπερμπαλότσα γκόμενα, από την οποία θέλουμε να απέχουμε τόσο πολύ σεξουαλικώς σε σημείο που να μη θέλουμε ούτε να δει το μόριό μας.

- Πώς σου φαίνεται η Μαρία; Θα την πήδαγες;
- Τι λε ρε; Πας καλά; Ούτε να μου τον δει!

Βλ. επίσης ούτε με ξένο πούτσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.

Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...

(από Ladysapia, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία πολύ άσχημη γυναίκα η οποία προσπαθεί να φανεί σέξι στα μάτια του ανδρικού πληθυσμού.

- Πού πας μωρή χλαμούτσα;;;;έχεις κοιταχτεί στον καθρέπτη που μου θές και μαγιώ μπραζιλ;;;
- Εγώ δεν έχω ανάγκη.. έσυ να κοιτακτείς που είσαι σα μπάλα ποδοσφαίρου...
(ξεκατίνιασμα στο φβ κλασικά)

μια εικόνα όσο χίλιες λέξεις..... (από Ladysapia, 29/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως μη ανδροπρεπής χαιρετισμός, αλλά και ως εκδήλωση θαυμασμού. Συχνά την χρησιμοποιεί κανείς όταν θέλει να μιμηθεί κάποιον gay γιαυτό και η λέξη αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους ομοφυλόφιλους.

- Γιαννάαααααακηηη; Τσουτσουμπρούτζου!

- Τι καλέ αυτός δηλαδή είναι τσουτσουμπρούτζου τελείως;

- Άσε με ρε μαλάκα, εγώ είμαι άντρας, δεν τα μπορώ αυτά τα τσουτσουμπρούτζου.

ΑΜΑΝ (τσουτσουμπρούτσου) (από patsis, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να χαρακτηρίσει μια γυναίκα (συνήθως) ως πολύ όμορφη με μια πιο λαϊκή χροιά όμως.

  1. Πωπω τι μανάρι είναι αυτό; Ντίντζιταλ Ντίντζιταλ...

  2. Το Μαράκι είναι πολύ ντίντζιταλ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδής, ποτέ των ποτών δεν θα υπεπίπτα σε σεχ με το συγκεκριμένο ατομάκι. Γιατί είναι μπάζο τ. «να μασάς σκατά και να φτύνεις» ή/και μαλακισμένο ή/και δεν γουστάρω να παίξω ρώσικη ρουλέτα μη τσιμπήσω κάνα σκουλαμέντο ή τίποτε καργιόλια.

Χρησιμοποιείται από όλα τα φύλα.

Εναλλακτικά: ούτε με ξένο (μ)πούτσο.

- Λίλιαν, είσαι μια αραχνοΰφαντη πικροθαλασσιά του πάθους που με στέλνει με ένα βλέμμα στο ανθοπωλείο να αγοράσω τριαντάφυλλα...
- Ούτε με χίλιες καπότες, ΜΧΣ!

- (...) μα εγώ δεν μιλάω για αυτόν που είναι μίλια μακριά, αλλά για αυτόν που στα λιμέρια μας μικρόβια κουβαλά, που οι συναναστροφές του είναι μολυσματικές και ούτε με χίλιες καπότες δεν γλιτώνεις απ’ αυτές...
(χιπχοπάκι, εδώ)

0.27 (από Vrastaman, 04/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.

- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!

Δες και στον πόυτσο μόυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified