Selected tags

Further tags

Αν και κλαρινογαμπρός δήλωνε αρχικά τον λαϊκό άντρα που φορούσε τα καλά του ρούχα που συνήθως ήταν αυτά λαμέ κουστούμι, μακρουλά παπούτσια και μεγάλοι γιακάδες, η σημασία της λέξης έχει πλέον, όχι μόνο συγκεκριμενοποιηθεί, αλλά και μετατοπιστεί προς την αντρική νεολαία της δεκαετίας του 2010.

Έτσι πλέον, ο κλαρινογαμπρός είναι ο νέος που έχει ξυρίσει στα πλάγια τα μαλλιά του, ενώ πάνω είναι μακριά, φοράει τόσο πλεκτές ζακέτες όσο και αμάνικα μπουφάν, στενά παντελόνια ή φόρμες και πάνινα παπούτσια ή αθλητικά ανάλογα.

Το στυλ του κλαρινογαμπρού που εδώ αναφέρουμε αποτελεί το πέρασμα από το ομοφυλοφιλικό χιψτερικό στυλ σε αυτό των ετεροφυλόφιλων αντρών. Έτσι, ο κλαρινογαμπρός δεν σχετίζεται πλέον με τους πρώτους, παρά με τους κάγκουρες και τους κλαμπόβιους.

Έπρεπε χθες να δεις τον Νίκο, ήταν τελείως κλαρινογαμπρός. Έχει ξυριστεί στα πλάγια και φόραγε ένα καρό πουκάμισο με μια πλεχτή ζακέτα.

(από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μαστάρια αιγοπροβάτων, λ.χ. στο αρκαδικό ιδίωμα είναι «η προβατίνα που έχει χοντρά βυζιά δύσκολα στο θηλασμό» (δες), ενώ εδώ χαρακτηρίζει «γίδα που έχει μακριές ρώγες στα βυζιά της» με αντώνυμο την τσιμπουροβύζα. Γενικά, φαίνεται ότι χαρακτηρίζει αιγοπρόβατο με μεγάλα μαστάρια.

Πιο σλανγκ είναι αν χαρακτηρίσει κατ' επέκταση γυναίκα, οπότε μιλάμε για βυζαρού με μεγάλο στήθος, αλλά όχι οπωσδήποτε με την καυλή έννοια. Μάλλον πρόκειται για αντιαισθητικώς μεγάλα, χοντρά ή κρεμασμένα βυζιά.

episis … den nomizo i kalamoviza na ehi tetia didima kanonia… ti dika tis kremonte mexri ta gonata.. ta vizakia tis thelo na po….. entaxi;;; (Εδώ η συζήτηση για το στήθος της Άγκελα Μέρκελ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ χοντρός άνθρωπος, που θεωρείται ότι ομοιάζει με κήτος λόγω του όγκου του.

Χρησιμοποιείται συχνά στην παραλία για λουόμενες που επιδεικνύουν το πελώριο σώμα τους.

Βλ. και όρκα.

  1. που πας μωρη φαλαινα με το μινι; (Από το Φέισμπουκ)

  2. Που πας μωρή φάλαινα καμαρωτή και νομίζεις ότι θα μας καυλώσεις όταν σε βλέπουμε και αναρωτιόμαστε αν θα μας ξανασηκωθεί; (Ελληνίδες πατσούρια)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται κολακευτικά για την γκόμενα με πεταχτή, καμπυλωτή, βραζιλιάνικη και μη, κωλάρα.

Ένας μυθολογικός χαρακτηρισμός που αξίζει να αποδίδεται μονάχα σε μυθικούς κώλους ως ένας ελάχιστος φόρος τιμής.

- Πω ρε φίλε! Τσέκαρε δεξιά έναν κένταυρο!!
- ...
- Κλαίω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκούρω αποκαλείται τόσο η γυναίκα-κάγκουρας όσο και η σύζυγος / ερωμένη του κάγκουρα. Το γούστο του κάγκουρα στις γυναίκες είναι δεδομένο, ωσεκτουτού οι παραπάνω ιδιότητες συνήθως αλληλεπικαλύπτονται.

Ευθυμολογείται εκ του κάγκουρα και του γαμοσλανγκοτέτοιου (κατά τα υστέρω, μαλάκω κ.ά.) Εναλλακτικά: καγκούραινα, καγκουρίνα, καγουρομούνα.

1. Δε φταίνε οι άντρες για την κατάσταση των γυναικών. Δε φταίω εγώ όταν εσύ είσαι συναισθηματική και πας με τον κάθε μαλάκα που γνωρίζεις μία βδομάδα. Δεν είναι δική μου ευθύνη αν είσαι συναισθηματική, και ελπίζεις σε έναν καλύτερο κόσμο, και γράφεις ποιήματα για τη ζωή, τον έρωτα, τα συναισθήματα, ενώ το μουνί σου σε προστάζει να είσαι καγκούρω. Όπως το λέω. Τα διαβάζουμε αυτά, και μένουμε παξιμάδι! Βρισκόμαστε με ανοιχτό το στόμα σκεφτόμενοι ότι πρόκειται για μία ξεχωριστή κοπέλα, η οποία καταλήγει να ακούει Χατζηγιάννη επειδή αυτός έχει ωραίους κοιλιακούς, και είναι με κάποιον άσχετο, ο οποίος φαίνεται ότι είναι ρηχός, αλλά έχει αμάξι.

2. Ναι, δεν κατάφερα να μην βάλω φωτάκια και κουδουνάκια. Μια φορά καγκούρω, πάντα καγκούρω.

3. Εγώ το είδα στην Καγκούρω την Τατιάνα και ο συνδυασμός δώρου-παρουσιάστριας ήταν τραγελαφικός...:Ρ

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηριστικό τατουάζ που εκτείνεται σε όλο το μήκος του χεριού, από τον ώμο μέχρι τον καρπό.

Το τελευταίο διάστημα έχει γίνει πολύ της μόδας (δηλαδή είναι πολύ ιν) και χτυπιέται με φρενήρεις ρυθμούς από τύπους του σταρ σύστεμ, όπως ηθοποιούς, μοντέλα, ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές κλπ., αλλά όχι μόνο.

Επίσης να σημειωθεί πως κυκλοφορούν στο εμπόριο πραγματικά μανίκια τατού. Έχουν την μορφή καλσόν με τυπωμένα διάφορα κλασικά τατού και φορώντας το, δίνεται η ψευδαίσθηση ενός ρεαλιστικού τατουάζ.

- Αν δεν έχεις εμφανιστεί σε τουλάχιστον μια διαφήμιση, δεν έχεις κάνει δήλωση στο τουίτερ που να έχει συζητηθεί και δεν έχεις βαρέσει τατουάζ μανίκι, τότε σόρυ αλλά δεν μπορείς να λέγεσαι διάσημος ποδοσφαιριστής φίλος!
- Θύμισέ μου να σε γράψω στ' αρχίδια μου.

Οι μανικαϊστές το φοράνε ασπρόμαυρο. (από σφυρίζων, 18/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυκό εξαιρετικής ασχήμιας που η ακαλαισθησία της αγγίζει την γελοιότητα.

Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη «μούντζα» που εκτός από τη γνωστή χειρονομία δηλώνει σπανιότερα το γυναικείο γεννητικό όργανο (βλ. μουνί) και τη λέξη «σχήμα» προερχόμενο απ το ιερατικό σχήμα, που όποιος το ακολουθήσει, υποχρεώνεται να φορά ιερατικά άμφια. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει τη γυναίκα που είναι σαν να έχει ένα επιπλέον αιδοίο στο πρόσωπό της.

- Ωραίο μουνάκι η Λυδία... Της τον ρίχνω άνετα.
- Τι λες ρε μαλάκα! Προτιμώ την προγιαγιά μου απ' αυτή τη μουντζόσχημη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζηλευτά αζάρωτο και τεχνηέντως στιλπνόν της επιδερμίδος (κυρίως του προσώπου), που διαθέτει κομψευόμενη υπερβδομηντακοντούτις γριέντζω. Η αψεγάδιαστη αυτή εικόνα παραπέμπει ευθέως σε γύψινο νεκρικό εκμαγείο.

Καλά είδες πώς τραβήχτηκε η Τρέμη; Εκμαγείο η μούρη της!

(από τσοκτσοκγκιουζέλ, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως λέγεται για κακόγουστες μεγαλοκοπέλες των βορείων προαστίων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την κακογουστιά και τη μεγαλομανία τους... Επίσης λέγεται και για γυναίκες άσχημες, οι οποίες προσπαθούν να αντισταθμίσουν την ασχήμια τους με τα λεφτά τους.

- Κοίτα εδώ τη σαβουροκ(ρ)οκέτα που μου θέλει και καυτό σορτσάκι... - Άστα να πάμε ρε συ... μου έρχεται εμετός...

(από Ladysapia, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρά για λόγους γραφικής λημματικής ευσυνειδησίας παραθέτω τούτο το απαρχαιωμένο λήμμα. Ο χλέμπουρας, η γλίτσα.

- Τον είδες το γκόμενο της Βούλας;
- Άντε ρε το χλίμπη...
- Τι είπες τώρα ρε μαν, είσαι δεινόσαυρος, τρισπέκτ... και σοκερντέ;
- Όπου πάω αγαπάω Καθέναααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified