Selected tags

Further tags

Υβριστική έκφραση προς άτομο που θεωρείς εγκληματικά άσχημο.

- Τί κοιτά ρε μάπα;!... Τη γκόμενά μου ρε χαλβαδιάζεις;
- Ό'ι ρε φιλαράκ', 'ντάξ' να 'ούμε, δέν... άραξε....
- Τί άραξε ρε φρίκουλο, ζώον, άντε κοιτάξου στον καθρέφτη να πούμε, που 'σαι σα μουνί κλαμένο και μου θες και καμάκια, γελοίε... Που αν είχα τη φάτσα σου για κώλο μου θα ντρεπόμουν να χέσω ρε!... Κουασιμόδε!... Άιντε πίσω στο τσίρκο σου, ουστ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει ωραίο σώμα αλλά άσχημο πρόσωπο. Η αντιστοιχία με την γαρίδα έγκειται στο ότι «τρως» το σώμα και πετάς το κεφάλι.

- Τά 'μαθες; Ο Νίκος έβγαλε γκόμενα χτες στο μπαράκι.
- Καλή;
- Γαρίδα. Φοβερό σώμα αλλά μάπα χάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γουρούνα που μόλις γέννησε, η οποία είναι εξαιρετικά παχιά, θηλάζει τα γουρουνόπουλά της και είναι επίσης δυσκίνητη και βρώμικη. Συνώνυμο αποκρουστικού θεάματος, υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε μεγαλόσωμες γυναίκες με άσχημο πρόσωπο κι συνήθως κακή συμπεριφορά.

Είδα τη θεία μου από την Αλεξανδρούπολη τις προάλλες στο σπίτι της γιαγιάς. Έχασκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι σαν λιόπα και δεν είπε ούτε καλησπέρα.

Got a better definition? Add it!

Published

αλογομούνω / αλογομούνα

Η ψηλή και ογκώδης γυναίκα, εντυπωσιακή όπως μία φοράδα, αλλά εξαιρετικά μεγαλόσωμη.

Για δες τι έρχεται, τι αλογομούνω είναι αυτή, πρέπει να είναι Ολλανδέζα.

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ λεπτός, ο χτικιάρης, ο χλεμπονιάρης εις την Τζυμπριακήν.

Ένει πολλά παστός ο Πανίκος, φου ενά του κάμεις και πεύκει τσειαχαμέ!

Amy πολλά παστή! (από Vrastaman, 19/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος υπενθύμισης προς άρρενες ότι ο σκεμπές δεν κρύβεται όσο και να ζώνει κανείς ψηλά το παντελόνι (βερμούδα, μαγιώ [!] κλπ) πάνω από τον αφαλό ... και ότι γενικά ότι δεν είναι και πολύ κολακευτικό να ζώνεται κανείς μέχρι τα πλευρά.
Πρέπει να ήταν πάντως αρκετά αποδεκτό να ζώνεται κανείς έτσι τρόπο ζωσίματος σε περασμένες δεκαετίες όταν και ο σκεμπές ήταν πιο αποδεκτός και προσέδιδε γοητεία.

Ωραία η βερμουδίτσα Αντώνη, αλλά σε σφίγγει λίγο στις μασχάλες...

όπως βλέπετε, μπορεί να γίνει και με φυσεκλίκια (από xalikoutis, 22/08/08)Οβελίξ (από allivegp, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τριπολιτσιώτικη λέξη: κυριολεκτική σημασία: είδος πτηνού
Μεταφορικά: άσχημη γυναίκα ή κάποιος που δεν κάνει σωστά τίποτα.

- Κοίτα πως στρινιάζει την μούρη της.
- Καλα, η γκόμενα είναι πολύ γκιώνης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μελανιά. Έκφραση Καλαματιανών.

Χτύπησα στο ποδόσφαιρο κι έκανα μια τεράστια μπλαβινιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως γνωστό και ως κωλομέρι, ο κώλος αποτελείται από δύο κωλομάγουλα, εν είδει ανθρωπομορφισμού: το πρόσωπο έχει δύο μάγουλα, κι ο κώλος τα δικά του κωλομάγουλα.

Για δες κωλομάγουλο το Κατερινάκι... Ωραίο θέαμα!

(από tasurmata, 03/12/10)(από tasurmata, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλούμπα (η): Αντικαθιστά επάξια τον ξενέρωτο όρο «γυμνισμός».

  1. - Πάμε στο λιβάδι για μπάνιο;
    - Ναι αμέ, εκεί παίζει και ψωλούμπα ε;
    - Ναι ρε, εκεί τίγκα ψωλούμπα είναι..
  2. (Παρατηρώντας τύπο ψωλούμπα που είναι ομοιόμορφα μαυρισμένος, χωρίς το χαρακτηριστικό σημάδι από το μαγιό)
    - Καλά, αυτός όλο το καλοκαίρι ψωλούμπας θα ήταν...

Άλλες χρήσεις:

Υπάρχουν και άλλα συνθετικά / συνώνυμα κλπ του όρου:

Γεροψωλούμπας (συνηθισμένο είδος), δειλοψωλούμπας (ο φοβιτσιάρης, μοιάζει και με τον πρωτοψωλούμπα), κωλούμπα (η μπρούμυτη ψωλούμπα), hardcoreψωλούμπας (αυτός που κάνει ψωλούμπα σε παραλία με μη-ψωλούμπες) κλπ κλπ..

Δες και -ούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified