Μουρίνιο και με σαγιονάρες, όλα τα λεφτά!
Μουρίνιο και με σαγιονάρες, όλα τα λεφτά!
Μουρίνιο και με σαγιονάρες, όλα τα λεφτά!
Μουρίνιο και με σαγιονάρες, όλα τα λεφτά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πολύ χοντρός, άντρας ή γυναίκα. Γιατί το θωρηκτό είναι κάτι το τεράστιο. Και γιατί η ομώνυμη ταινία του Αϊζενστάιν είναι κολοσσός.
Συνώνυμο: κήτος.
Μια φορά είπα να πάω και γω μόνος στο σινεμά και κάθισε μπροστά μου το θωρηκτό Ποτέμκιν ρε πούστη, μια θεόχοντρη άλλο πράμα, κι έπρεπε μες τα σκοτάδια να ψάχνω για άλλο κάθισμα...
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, μποχλάδα /-ω αλλά και για άντρες liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά, καλιαρντός είναι ο κακός και ο άσχημος. Αντίθετο είναι το λατσός.
Απο εκεί βγαίνει και το ίδιο το όνομα των καλιαρντών!
Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το γαλλικό gaillard (προφ. «γκαγιάγ») που σημαίνει «εύθυμος, αναιδής»
Βέβαια σημειωτέον ότι η λέξη gaillard σχετίζεται με το Αγγλικό gay (=εύθυμος) αλλά δεν ξέρουμε αν αποτελεί σύμπτωση. Αν είναι έτσι, καλιαρντός κανονικά σημαίνει «γκεϊδίστικος» και είναι ιδανική λέξη για να περιγράψει τη γλώσσα τους. Δεν ξέρουμε όμως ποια έννοια ήρθε από ποια (ακούω θεωρίες και γνώμες!)
τζους καλιαρντό γκουγκού!!
Got a better definition? Add it!
Λέξη που προσδιορίζει την για τον πούτσο γκόμενα, αναφέρεται για άσχημες γυναίκες, τόσο σε θέμα χαρακτήρα, αλλά κυρίως εμφανισιακά.
Συνώνυμο με τις λέξεις: πουτσομούρα, μπάζο, πατσαβούρα.
Ου μωρή πέτσα πάρε πούλο μη σε σαπακιάσω στο ξύλο!!!
Got a better definition? Add it!
Ιστοκοπιμένο:
Είναι «νταρντάνα» ή «Νταρντάνα».
1η εκδοχή:
Μια εκδοχή λέει πως στα 1615, ένας Έλληνας τυχοδιώκτης, ο Κωνσταντίνος Γλάρος ή Κλαδάς, υπέβαλε ένα μακροσκελέστατο υπόμνημα στο βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ΄, με το οποίο του έθεσε ένα παράτολμο σχέδιο: Να ελευθερώσει ολόκληρη την Ελλάδα από τα εχθρικά χέρια και ν' ανεβάσει στον ελληνικό θρόνο, έναν απόγονο δήθεν των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, τον Βαρθολομαίο Παλαιολόγο.
Ο Φίλιππος στην αρχή, δεν ήθελε να τον ακούσει, γιατί θεωρούσε τον Κλαδό περισσότερο ονειροπόλο παρά τυχοδιώκτη. Με τα πολλά όμως ο Γλάρος, κατάφερε να τον πείσει κι έτσι ο καλός εκείνος βασιλιάς της Ισπανίας του παραχώρησε 42 γαλέρες, 50 «νταρντάνες» και δέκα χιλιάδες στρατιώτες, για να γίνουν οι αποβάσεις στην Ελλάδα. Ο τύπος της γαλέρας μας είναι γνωστός. Οι «νταρντάνες» όμως ήταν σκάφη μαχητικά, που τότε μόλις είχαν ναυπηγηθεί και τα θεωρούσαν ανίκητα. Πραγματικά, τα καράβια αυτά ήταν ταχύτατα, άντεχαν σε μεγάλο βάρος και μπορούσαν να δώσουν ναυμαχία ένα προς δέκα. Αλλά, ξέχωρα απ’ αυτά, είχαν κι ένα άλλο προσόν: «Ήταν καλοφτιαγμένα, μάλιστα, ώστε για πρώτη φορά στην ιστορία, οι κυβερνήτες άρχισαν να δίνουν σ’ αυτά τα ονόματα των γυναικών τους και των φιλενάδων τους. Κι από την εποχή εκείνη ακόμη, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «είναι νταρντάνα», που τη λέμε, συνήθως, για να χαρακτηρίσουμε μια ωραία και εύσωμη γυναίκα.
2η εκδοχή:
Νταρντάνα λέμε την ψηλή γυναίκα, την εύσωμη. Η λέξη μπορεί να προέρχεται από τις Δαρδανίδες γυναίκες, που τις αναφέρει και ο Όμηρος στην Ιλιάδα και που κατοικούσαν σε μια περιοχή κοντά στην Τροία. Ιδρυτής της λέγεται πως ήταν ο μυθικός βασιλιάς Δαρδανός απ’ εδώ και η ονομασία του θαλάσσιου στενού των Δαρδανελλίων (δυτική είσοδος της Προποντίδας).
Στα Ιταλικά «tartana» σημαίνει το «τρεχαντήρι». Ιστιοφόρο φορτηγό, που το χρησιμοποιούσαν στον Ελλήσποντο, με ψηλή πρίμνα και φαρδύ, μεγαλόσωμο δηλαδή, όπως και η «νταρντάνα» γυναίκα.
ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΛΑΠΜΑΔΩΤΗ ΝΤΑΡΝΤΑΝΑ
Καλονομαυρομάτα μου
λαμπαδωτή νταρντάνα
Για σένα τρώω τα νιάτα μου
στου πάρκου την αλάνα
Πότε θα βγεις περίπατο
με το μικρό σκυλάκι
Πάλι για λίγο να σε ι δω
να φύγει το σαράκι
Ρίξε τα μένα μια ματιά
θύμα σου έχω γίνει
Βλέπω τα πόδια τα χυτά
και πυρετός με ψήνει
Οικότροφος κατήντησα
στου πάρκου την αλάνα
Να σεργιανίσεις για να ι δω
τα μάτια σου τα πλάνα
Καλονομαυρομάτα μου
λαμπαδωτή νταρντάνα
Π’ ανάθεμα τα νιάτα μου
αγύρτισσα νιρβάνα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Η ανατολικοευρωπαικής προελεύσεως γυνή, αναλόγων τεχνικών προδιαγραφών.
Οι S-300 είναι ευθυτενείς, λυγερόκορμες, μπορούν να επιταχύνουν έως 6 μαχ και να καταστρέψουν σωρεία στόχων σε ακτίνα 300κμ.
- Φίλε, παρήλασαν κάτι S-300, άλλο πράμα.
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα, που προκαλεί αναβρασμό με την παρουσία / πέρασμά της. Ουδετέρου γένους, κατά το Λίλιαν.
Ασίστ: Παυλέας.
Μεγάλο αναβράζον το Λίλιαν.
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό «perky». Είναι ένα ορισμένο είδος βυζιού, πολύ καθώς πρέπει!
Το βυζί που αψηφά τους νόμους του Νεύτωνα, το στητό, σφριγηλό, ανωφερές, αθλητικό βυζί.
Το βυζί με ερεθισμένες ρώγες. Το βυζί που οι ρώγες του φαίνονται μέσα από την μπλούζα, φόρεμα, μπλουζάκι.
Πλαστική προσομοίωση ερεθισμένης ρώγας. Το επισυνάπτουν μερικές γυναίκες στο βυζί τους, για να προσελκύσουν άντρες, αλλά τελικά προσελκύουν άντρες- μωρά. Το έπαθε κι η Samantha στο Sex & the City, που τελικά προσείλκυσε έναν κακομαθημένο μαμούχαλο.
-Θέλεις να πεις ότι δεν είναι πέρκια αυτά που φαίνονται στο μπλουζάκι του Λίλιαν;
-Όχι! Είναι φυσικά τα πέρκια του! Γι' αυτό έχουν τρελαθεί όλοι οι Σλάνγκοι. Η κοπέλα κατάγεται από τα Βυζάκια της μαρτυρικής μεγαλονήσου, τι λέμε τώρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό ανθρώπου, ή ακόμα και ζώου, με πολύ ασύνηθιστη, αλλά ταυτόχρονα χαρακτηριστική - για την ιδιότητα ή το πολιτισμικό / εθνικό του υπόβαθρο - εμφάνιση και τρόπο συμπεριφοράς.
Συχνά συνδιάζεται με τη μεγεθυντική κατάληξη «-άρα» σχηματίζοντας το «μορφάρα».
Μαλάκα τσέκαρε αυτό το πανκιό με το μωβ μαλλί και τους χαλκάδες! Μιλάμε για μορφή έτσι;
Έπρεπε να δεις τον παππού που είχαμε γνωρίσει σε ένα καφενείο στα Σφακιά! Με μπότες, βράκα, γιλέκο, ζωνάρι και μια μουστάκα 2 μέτρα. Μορφάρα!
Got a better definition? Add it!