Selected tags

Further tags

Ο γλουτός, το κωλομάγουλο, το καπούλι.

- Έδειξε σε μια φευγαλέα σκηνή τον Τζορτζ Κλούνι γυμνό από πίσω. Φοβερά κωλομέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σακάκι το οποίο φοριέται σε κηδείες, γάμους, βαφτίσια, λοιπές εκδηλώσεις, αλλά και σε συνεντεύξεις για δουλειά και άλλες επίσημες εμφανίσεις, από άτομο το οποίο συνήθως δεν φοράει τέτοιου είδους ρούχα (γεροντοφρικιό, λέτσος, μπίχλας, άνετος, μοντέρνος κλπ, κλπ, το πιάσατε το νόημα ελπίζω) ή τα φοράει σε συνδυασμό με τελείως φευγάτα ρούχα, χρώματα, αξεσουάρ, κλπ.

Ονομάζεται έτσι, γιατί είναι σαν να το έχει υφαρπάξει ο φορών από το φέρετρο του παππού του λίγο πριν τον παραχώσουν. Όπερ, στραβοχυμένο, τριμμένο, παλιάς μόδας, ψιλο-λερωμένο και χοντρο-τσαλακωμένο, και κάνα δυο νούμερα μικρότερο ή μεγαλύτερο από το δικό του.

- Και εκεί που περίμενα στην σειρά μου για συνέντευξη, σκάει μύτη ρε ένας παίχτης με εμφάνιση γάμησέ τα, λέχρα, αλλά με σακάκι του παππού! Ξεκαρδίστηκα στο γέλιο…
- Και τι έγινε την πήρες την δουλειά;
- Τα αρχίδια μου πήρα… ο τύπος ήταν ο υπεύθυνος Ανθρωπίνου Δυναμικού… Τώρα θα συνδυάσω το δικό μου Armani με γραβάτα του κρεμασμένου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλα γυναικεία στήθη, ακα βυζάρες. Όταν το λέμε, αφήνουμε μια αιχμή ότι έχουν φουσκώσει τεχνητά με σιλικόνη.

Είδες κάτι μπαλόνια η Πάμελα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτική ερώτηση προς φαλακρό, προς τύπο Γιουλ Μπρίνερ.

- Ήρθε ο Τέλης, ξέρεις ο νέος του Λίλιαν.
- Κι άλλον η απεόφοβη; Πώς είναι;
- Σαν τον Τέλη Σαβάλα, φτυστός! Αφού τον ρώτησα: «με Άζαξ λούστηκες;».
- Κι η Λίλιαν πώς το πήρε το αστείο;
- Γέλασε κι αυτή.

Το πείραγμα βασίζεται στην ατάκα «Άζαξ, τα κάνει αόρατα», από παλιά διαφήμιση του γνωστού καθαριστικού για τα τζάμια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κρεμάω, χαλαρώνω
  2. Βάζω μέσα σε σακκούλα
  3. Είμαι φυτό, ζαμπόν, αλοιφή
  1. Εσύ που γυμνάζεσαι πολύ, να ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις γιατί οι μυς μετά σακκουλιάζουν και δεν θα βλέπεσαι...

  2. - Τι να τα κάνω τώρα όλ' αυτά τα φαγητά, κρίμα είναι να τα πετάξω...
    - Σακκούλιασέ τα και ρίχ' τα στις γάτες.

  3. Χθες ήπιαμε τόσους μπάφους που μέχρι τα ξημερώματα ήμουν σακκουλιασμένος σε έναν καναπέ και δεν ένιωθα τίποτα.

βλ. και σα(κ)κουλέας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διάσημος ηθοποιός γεννήθηκε το 1920 και πέθανε το 1985. Κάποιες απ' τις ταινίες του είναι: Και οι 7 ήταν υπέροχοι, Ο Σολομών και η βασίλισσα του Σαβά, Ο Βασιλιάς και εγώ, Οι Δέκα εντολές, κλπ.

Ο Γιούλ Μπρίνερ είναι ο πρώτος ηθοποιός που καθιέρωσε το φαλακρό λούκ, όταν έπαθε καρκίνο του πνεύμονα.

Γι' αυτό, πολλές φορές αποκαλούμε κάποιο άτομο Γιούλ Μπρίνερ, ή λέμε πως έχει κουρευτεί α λα Γιούλ Μπρίνερ, όταν αυτό έχει χάσει τελείως τα μαλλιά του λόγω κάποιας ασθένειας (π.χ. καρκίνος, ισχυρή τριχόπτωση, κλπ.), ή όταν έχει κουρευτεί γουλί.

  1. Εδώ σηκώνουμε τόσα βάρη καθημερινά και δεν θα σηκώσουμε το βάρος της ντόπας, έλεγαν πάρα πολλοί α(θ)λητάνθρωποι. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο. Και στην προκειμένη περίπτωση τον Εισαγγελέα κύριο Καραφλό, που βάλθηκε να τους αφήσει όλους χωρίς μαλλιά και χωρίς μιλιά. Να τους κουρέψει όλους γουλί με την ψιλή, να τους κάνει όλους Γιουλ Μπρίνερ. Δες εδώ

  2. - Πω ρε, κοίτα κούρεμα ο Μιστόκλας. Άλλαξε τελείως τύπο, ε;
    - Κούρεμα α λα Γιουλ Μπρίνερ. Μπράβο!

  3. - Ε ρε, Γιουλ Μπρίνερ κατάντησες. Είπαμε να κόψεις τη χαίτη αλλά εσύ, φίλε μου, μια ζωή παν μέτρον άχρηστον έλεγες. Τώρα θα άλλάξεις;

Γιούλ Μπρίνερ (φαλακρό λούκ) (από GATZMAN, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που η κούτρα του είναι σαν τρούλος, ο φαλακρός.
Η φράση «του Κουτρούλη ο γάμος» (από την ομώνυμη κωμωδία του Α. Ρ. Ραγκαβή, 1845) σημαίνει αναστάτωση, φασαρία, σαματάς.

Έγινε χτες στο μπαρ του Κουτρούλη ο γάμος! Ήθελαν να μπουν μέσα με το ζόρι κάτι μπακουραίοι και τους την έπεσε ο φουσκωτός και έγινε μπάχαλο η κατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουρούπα ή κουρούπι αποκαλείται η στάμνα, το κιούπι κι άλλα πήλινα σκεύη.

Ο όρος κουρούπας προέρχεται απ' την εικόνα της στάμνας, που θυμίζει το κεφάλι (κουρούπα) κάποιου που του έχουν πέσει τα μαλλιά και έχει μεγάλη φαλάκρα, κάποιου που είναι εντελώς κάμπριο, ή κάποιου που έχει κουρευτεί γουλί. Αυτός μπορεί να αποκαλεστεί και ως κουρούπης.

Σχετικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως όταν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση:«Την ξεμάλλιασε», μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση, «Την έκανε κουρούπα»

Σημείωση: Η φράση έχει απαξιωτική χροιά. Ωστόσο, αν θέλουμε να την αυξήσουμε, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο παλιοκουρούπας.

  1. Τρελό γέλιο οι Γάλλοι –πώς το 'πάθαν και δεν πήραν σοβαρά τον εαυτό τους φέτος!- ένα σεληνιασμό έχει ο κουρούπας σαμάνος που χορεύει από πίσω (δες και video εδώ)

  2. - Κοίτα ρε σύ το φαλακράκια που πάει να την πέσει στα κοριτσάκια
    - Ε ...τον παλιοκουρούπα. Τι περιμένει να πιάσει πέρα από παντελονόψαρα;

(από GATZMAN, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαιρετικά αδύνατη και ψηλή γυναίκα, που είναι συγχρόνως πολύ άχαρη και μοιάζει με στέκα, δηλ. με ξύλινο κοντάρι.

Η μάνα στην κόρη:
- Φάει κάτι, σαν στέκα έχεις καταντήσει!

Got a better definition? Add it!

Published

Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].

Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».

  1. - Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....

  2. - Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!

Τσίτσιδοι (από krepsinis, 14/02/09)Τσιτσίδι ποιότητα (από krepsinis, 14/02/09)(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified