Selected tags

Further tags

Από το γνωστό σεισμό που έγινε το '86 στην Καλαμάτα. Το λέμε και καλά σε αυτές που πάνε σα βάρκες, που ψάχνουν απεγνωσμένα κάποιον να τις πηδήξει ή ακόμα και σε κάποιες λιλιάνες που τις ζηλεύουμε [το συγκεκριμένο εκφέρεται κυρίως από γυναίκες] και το λέμε κάπως σα να θέλουμε να γίνουμε χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη [της Λίλιαν] [δουλουδού σα να λέμε μωρή μην κουνιέσαι έτσι, εγώ το κάνω καλύτερα].

Μια ωραία απάντηση από την κουνίστρα είναι «αλλά μετά ξαναχτίστηκε» για να τους πει και και καλά στα @@μου και μένα, Μαρία Μανταλένα, δεν τρέχει κάστανο, άμα δε γουστάρεις να μην κοιτάς.

- Αλεξάαανδρα πρόσεχε πουλάκι μου γιατί έτσι κουνιόταν και η Καλαμάτα κι έπεσε.
- Ναι αλλά μετά ξαναχτίστηκε χρυσό μου. Κοίτα πώς ρίχνουν τους γκόμενους και βούλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκινάω με τις από καρδιάς ευχαριστίες στο φίλο Gizaha για το πολύ καλό λήμμα. Thanks.

O Καπετανάκης του τραγουδιού «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη» (Παράρτημα/χώρος παραδειγμάτων) ήταν διευθυντής των φυλακών της Παλιάς Στρατώνας, κατά τη δεκαετία του '30 . Οι φυλακές αυτές βρίσκονταν στο Μοναστηράκι και, μαζί με τις φυλακές του Ναυπλίου και του Γεντί Κουλέ, ήταν οι γνωστότερες της εποχής. Με αυτόν τον Καπετανάκη φαίνεται να «τα μίλησε/συμφώνησε» ο ήρωας του τραγουδιού, για να μην ξαναμπεί στη φυλακή.

Στο τραγούδι αυτό εκφράζεται το παράπονό του ήρωα για την ύβρη του διευθυντή προς τη μάνα του (την «πότισες φαρμάκι»), της οποίας το ήθος προφανώς θα αμφισβήτησε ο διευθυντής σε κάποιο επισκεπτήριο, εξ ου και η εξήγηση για το υπονοούμενο περί «μελιτζανιών» (εσωρούχων που φορούσαν οι πόρνες). Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι πόρνες χρησιμοποιούσαν, για αντισηπτικό, διάλυμα υπερμαγγανικού καλίου, το οποίο έχει χρώμα μοβ. Για να μη φαίνονται οι λεκέδες στα εσώρουχα, χρησιμοποιούσαν υφάσματα σε χρώμα μελιτζανί. Έτσι η φράση «τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια» σημαίνει «δε θα είσαι πια πόρνη και δεν θα φοράς μελιτζανιά εσώρουχα».

Και πάμε τώρα στην αρχική σημασία της λέξης ντούγκλα. Παρόλο που η λέξη φέρνει λεκτικά στη λέξη μπούκλα, εντούτοις δεν παίζουν έτσι τα πράγματα.

Αρχικά ο στίχος ήταν «που 'χει Ντούγκλας το μουστάκι» και εννοούσε ότι έχει μουστάκι σαν το μουστάκι του ηθοποιού Douglas Fairbanks. (Αυτός γεννήθηκε το 1883 στο Ντένβερ του Κολοράντο και μεσουρανούσε όταν γράφτηκε το τραγούδι. Πέθανε το 1939. Η φωτογραφία στο λινκ είναι προσφορά στους τριχοφοβικούς φίλους.) Το μουστάκι α λα Fairbanks Douglas είναι λεπτότριχο και μακρύ (βλ. φωτογραφίες).

Η γνώση των αγγλικών εκείνη την εποχή ήταν μηδαμινή κι έτσι το Ντάγκλας έγινε εύκολα Ντούγκλας. Αργότερα το Ντούγκλας έγινε Ντούγκλα.

Κατά μια λιγότερο ισχυρή εκδοχή, γίνεται αναφορά στην αλοιφή «Douglas» που χρησιμοποιούσαν οι τότε ρεμπέτες ως ζελέ για τα μαλλιά και το μουστάκι. Πιθανά να παντρεύτηκαν οι δυο παραπάνω περιπτώσεις και επ' ευκαιρία να βρήκε τρόπο να διαφημιστεί κι η κρέμα αυτή.

Η σημαντικότερη λοιπόν εκδοχή αυτής της πρωταρχικής σημασίας ήταν: μουστάκι α λα Fairbanks Douglas. Ωστόσο όμως, με την πάροδο του χρόνου, ο ζωντανός χαρακτήρας της γλώσσας έχει προσδώσει στη λέξη επιπρόσθετες σημασίες, ώστε η γλωσσική χρήση του όρου να μπορεί να εξυπηρετεί και πρόσθετες γλωσσικές χρηστικές ανάγκες.

Έτσι κάποιοι που αγνοούν την προέλευση της, λόγω της παρεμφερούς λεκτικής μορφής της με τη λέξη μπούκλα, τη χρησιμοποιούν για φουντωτά μπουκλοειδή μουστάκια (καθ' όλο το μήκος τους/στα άκρα τους, βλ. παράδειγμα 1).

Κάποιοι άλλοι μπορούν να συνδέσουν την αγριότητα του Καπετανάκη με το τσιγκελωτό μουστάκι, ή με το μουστάκι που έχει γυριστές τις άκρες του.

Πολλές φορές ακόμα, δε χρησιμοποιείται η λέξη για να περιγράψει τον τύπο ενός μουστακιού, αλλά μέσω των λέξεων-κλειδιών του τραγουδιού (φυλακή, Καπετανάκης, κλπ) και του κλίματος της εποχής (στο οποίο δημιουργήθηκε το τραγούδι), μπορεί να παραπέμψει εμφατικά στα παρακάτω χαρακτηριστικά που μπορεί ενδεχομένως να χαρακτηρίζουν κάποιον μουστακοφόρο. Μπορεί λοιπόν να παραπέμψει:

α) Στην αγριόφατσα, ή/και στο σκληρό-αγριωπό και αρρενωπό χαρακτήρα ενός μουστακοφόρου. (Ωστόσο πολλές φορές ένα τέτοιο λουκ μπορεί να λειτουργεί ως φερετζές του πούστη, βλ. παράδειγμα 2).

β) Σε μαγκιά (πραγματική ή τεχνητή, δες εδώ αλλά και στο παράδειγμα 3).

γ) σε κάποιον μουστακοφόρο που το στυλ του μας κάνει εντύπωση. (Το μουστάκι του για παράδειγμα μπορεί να παραπέμπει στην εποχή που δημιουργήθηκε το τραγούδι, συμβάλλοντας τα μέγιστα στο σχηματισμό της εντύπωσης αυτής, βλ. παράδειγμα 4.)

Θα μπορούσαμε τέλος να αναφερθούμε σε γυναίκες που έχουν έντονη τριχοφυΐα μεταξύ μύτης και στόματος (μουστάκι λάιτ, βλ. παράδειγμα 5), στοιχείο που αντιτίθεται στη θηλυκότητα μιας γυναίκας.

Κλείνοντας, ζητώ συγνώμη από την Μαρία την όμορφη, που μπορεί να διαβάσει για άλλη μια φορά ένα θέμα που αφορά τριχοφυΐα.

Από φόρουμς
1. [...] από σήμερα υιοθετούμε το στυλ «με τον Καπετανάκη που 'χει ντούγκλα το μουστάκι, ή μπούκλα στο μουστάκι».
Δες

  1. Μην ανησυχείτε, υπάρχουν άντρες που έχουν ντούγκλα το μουστάκι και έχουν τα μπράτσα πέτρες κι όμως την αρμέγουν την σαύρα...
    Δες

  2. Εξετάστηκε από το ΚΥΣΕΑ (Κυβέρνηση Σεσημασμένων Αμερικανοτσολιάδων σύμφωνα με παλαιότερη ρήση του Τζιμάκου) η πρόταση του υπουργού Εθνικής Αυτοϊκανοποίησης Βαγγέλα Μεϊμαράκη που 'χει ντούγκλα το μουστάκι για την αντιμετώπιση της «λειψανδρίας» στα ελληνικά στρατά. Ο υπουργός καταχειροκροτούμενος από νεολαίους της ΟΝΝΕΔ και τους ΛΑΟΣ που είχαν προσκληθεί στα πλαίσια του διαλόγου με την νέα γενιά για το εν λόγω ζήτημα, πρότεινε το παιδομάζωμα όλων των αγοριών ηλικίας 13–18 ετών.
    Δες

  3. Α ωραία... Ξέρω μια καλή καφετέρια (ή καφετερία, όπως έλεγε η προγιαγιά μου) Σολωμού και Γ' Σεπτεμβρίου, δίπλα στον Ερυθρό Σταυρό, δυο βήματα από τον ΟΚΑΝΑ. Ό,τι πρέπει για συνάντηση! Εκεί θα δούμε και τον Καπετανάκη, που 'χει ντούγκλα στο μουστάκι. Ειδάλλως, θα αναγκαστούμε να πάμε στο Μοναστηράκι. Κλαψ!
    Δες

  4. Αλλά... ούτε μια κουβέντα για τα φιλιά στις θείες με τη ντούγκλα στο μουστάκι.
    Δες

Παράρτημα

Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη

Δεν ξανακάνω φυλακή
με τον Καπετανάκη που 'χει ντούγκλα στο μουστάκι
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε

Τη δόλια τη μανούλα μου
την πότισες φαρμάκι
αχ εσύ Καπετανάκη τα μελιτζανιά να μη τα βάλεις πια

Ξυπνώ και βλέπω σίδερα
στη γη στερεωμένα
τα παιδάκια τα καημένα
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε

Στίχοι: Πάνος Μιχαλόπουλος
Μουσική: Λεονάρδος Μπουρνέλλης
Πρώτη εκτέλεση: Πάνος Μιχαλόπουλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή το θέμα μ' απασχολεί, ρώτησα έναν γιατρό κι έναν ψυχολόγο να μου δώσει ο καθένας από έναν ορισμό της «Ελλεεινίδας».

Ο γιατρός μου είπε ότι είναι η γυναίκα με υπερβολικά επίπεδα τεστοστερόνης.

Ο ψυχολόγος συμπλήρωσε ότι είναι η γυναίκα με υπερβολικά επίπεδα τεστοστερόνης, που κάνει υπεραναπλήρωση αυτού του γεγονότος με το να δείχνει μια δόση παραπάνω θηλυκή από όσο θα έπρεπε.

Με λίγα λόγια, κάθε άντρας θέλει έναν ορισμένο βαθμό θηλυκότητας απ' την γυναίκα του. Έστω ο βαθμός αυτός «θ». Η Ελλεεινίδα θα είναι πάντα θ + ν . Λίγο παραπάνω. Ως ένα πρόχειρο παράδειγμα θα αναφέρω την ονομασία όλων των αντικειμένων με τα υποκοριστικά τους.

Εννοείται ότι εξαιρούνται οι παρούσες, ήτοι οι γυναικείες παρουσίες- κόσμημα για το site μας. Κι επιπλέον, νομίζω ότι πρέπει να οριστεί και ο Έλλεεινας, (προσοχή: όχι απλώς ο Ελληνάρας), που ως πατέρας, γκόμενος και γιος έχει κάνει τις Ελληνίδες Ελλεεινίδες!

Αν έχετε δει το «Ψυχραιμία. Όλα παίζουν» του Περάκη, η Θεωνά είναι η κλασική Ελλεεινίδα. Η Αλεξανδράτου η υπερβολική Ελλεεινίδα. H Καβαλιεράτου είναι η αντιδραστική Ελλεεινίδα κι η Γιακουμή, κατά την υποκειμενική μου άποψη, ο καλύτερος δυνατός τύπος Ελλεεινίδας (με την ευρύτατη δυνατή χρήση του όρου). Επαναλαμβάνω ότι η κλασική Ελλεεινίδα είναι η Θεωνά.

(Αναφέρω επίτηδες παραδείγματα σέξι γυναικών, που τιμάνε τον όρο «Ελλεεινίδα», δηλαδή οι παραπάνω είναι οι ιδεατές Ελλεεινίδες. Στην πραγματική ζωή, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη).

Τζένη Θεωνά (από Hank, 30/12/08)(από jesus, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη νταούλι παραπέμπει στο θηλυκό το οποίο ντύνεται (ή μάλλον δεν ντύνεται) και βάφεται υπερβολικά κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας (στις περισσότερες περιπτώσεις) ή μόνο σε βραδινή έξοδο (κυρίως σε μπουζούκομάγαζα), θεωρώντας πως έτσι ελκύει το αντίθετο φύλο.

Χαρακτηριστικό το οποίο βοηθά στο να αναγνωρίσουμε ένα νταούλι είναι το φουσκωμένο / κρεπαρισμένο μαλλί. Τα νταούλια χαρακτηρίζονται πολλές φορές πως ντύνονται κίτς βλ. κιτσαρία.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Το επίπεδο μόρφωσης δεν παίζει ρόλο για να χαρακτηριστεί νταούλι ένα θηλυκό.

- Ρε φίλε, πού μ' έφερες εδώ μέσα, το μέρος παίζει σκυλάδικα.
- Εκτός αυτού είναι και γεμάτο νταούλια... πάμε να φύγουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πατρότητα του όρο ανήκει στον Χάρρυ Κλυνν. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κι απ' τον Γιάννη Ζουγανέλη.

  1. Είναι κυρίως ο όμορφος ομοφυλόφιλος, ο σέξι, ο χοτ, η πουστάρδα.

  2. Καταχρηστικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί όλως αντιθέτως, για να δηλώσει τον στρέιτ άντρα, που φιλεί το όμορφον φύλον, δηλαδή το θηλυκό (απλώς οι γκέι έχουν εναλλακτική άποψη για το ποιο φύλο είναι το ωραίο).

  3. Κάπως πιο κυριολεκτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη λέσβω/λεσβόγκα που φιλεί το όμορφο γυναικείο, αντί για το άσχημο αντρικό φύλο.

  1. - Αχ, πώς μ' αρέσει ο Σάκης! Τι κορμί, τι κίνηση, τι μπράτσα!
    - Δεν το ξέρεις, λοιπόν, πως το γρασάρει το ρουλεμάν; Ο άνθρωπος είναι ομοφυλόφιλος!
    - Αλλά τι ομοφυλόφιλος! Ομορφυλόφιλος!

  2. - Να βρεις κι εσύ ένα παλληκάρι να καλοπαντρευτείς...
    - Γιατί; Για να 'μαι ασχημοφυλόφιλη; Προτιμώ να είμαι ομορφυλόφιλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δασύτριχο στέρνο του Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ. Οπωσδήποτε το πουκαμισάκι είναι ανοιχτό ώστε να δείχνει το ερωτικό χαλί σε όλη του την δόξα. Κι οπωσδήποτε κοσμείται απ' τον χρυσό βαπτιστικό σταυρό.

Η έκφραση έχει καθιερωθεί λυρικά απ' τον Χάρρυ Κλυνν:

«Με το σταυρουδάκι να χάνεται στην φλοκάτη!»

Got a better definition? Add it!

Published

Μοιραία ο νους στο άκουσμα της λέξης πάει στον ανώτατο διπλωματικό αντιπρόσωπο της χώρας του σε μια ξένη χώρα. Οποία τιμή!

Έλα μου ντε όμως που εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ τα πράγματα δεν έχουν να κάνουν με τιμή, μα με «κατάντια». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να αυτοαποκαλεστεί κάποιος πρέσβης, ή να αποκαλέσουμε κάποιον με μια δόση χιούμορ ή με μια δόση ελαφράς ειρωνείας έτσι, όταν αυτός είναι... πρεσβύωπας!!! Κάποιον δηλαδή που πάσχει από πρεσβυωπία!!!. Η πρεσβυωπία εκδηλώνεται συνήθως με το πέρασμα της ηλικίας.

Αν προσπαθήσουμε να βρούμε κάποια... ο Θεός να τα κάνει... κοινά σημεία, μεταξύ αυτών των δύο τύπων πρέσβη θα δούμε πως:

α) θεωρητικά τουλάστιχον έχουν κι οι δύό εμπειρία, αφού ο πρέσβης - πρεσβευτής τοποθετούμενος εκεί θα πρέπει να 'ναι σπίρτο μονάχο. Στην πράξη όμως τα κονέμετράνε. Ο δε πρέσβης - πρεσβύωψ, ένεκα που η πρεσβυωπία χτυπά τους σχετικά μεγαλύτερους στην ηλικία θα πρέπει λογικά, να μπορεί να λειτουργεί λόγω εμπειρίας ως γριά πουτάνα αφού σαράντα χρόνια... Ωστόσο υπάρχουν... και κάτι παλιμπαιδίζοντες ανώριμοι πουρέϊτζερ...

β) Ο πρέσβης - πρεσβύωπας πάλι, ενώ στα κοντά μπορεί να 'ναι γκαβαδίας ολκής, στα μακρυά αποδεικνύεται αετός. Ο πρέσβης - πρεσβευτής θα πρέπει, σε θεωρητική τουλάστιχον βάση, να βλέπει μακρυά.

γ) Και οι δύο αξιολογούνται και οι αξιολογήσεις αυτές επηρεάζονται από τις συγκυρίες (ως αιτίες ή ως αφορμές). Ο πρέσβης - πρεσβευτής αξιολογείται με όχι τόσο αξιόπιστα και έγκυρα κριτήρια λόγω κονέ και παρασκηνιακών ενεργειών (προκειμένου να προωθηθούν κάποιοι και να εκτοπιστούν κάποιοι άλλοι). Ο πρεσβύωπας αξιολογείται με αντικειμενικό τρόπο αφού η πρεσβυωπία κάποιου αποτιμάται μέσω μέτρησης των βαθμών πρεσβυωπίας (αντικειμενικά καθορισμένοι). Ωστόσο όμως και εδώ καραδοκεί η αναξιοπιστία της μέτρησης, αφού μπορεί π.χ. το όργανο να δείχνει εσφαλμένη μέτρηση (συνήθες πρόβλημα διακρίβωσης οργάνου).

  1. Δυο εξηντάρηδες πρώην συμμαθητές συζητούν:
    - Τα μαθες, ο Νώντας... ξέρεις ο παλιός μας συμμαθητής...
    - Ναι κατάλαβα. Τι συμβαίνει μ' αυτόν;
    - Έγινε πρέσβης.
    - Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα. Πρέσβης αυτός; Για να γίνεις πρέσβης πρέπει να κάνεις ειδικές σπουδές, να 'σαι γατόνι και να μιλάς κομψά. Αυτός δεν έχει τίποτα από αυτά. Αυτός έμενε πάντα στην ίδια τάξη. Με το ζόρι τελείωσε το γυμνάσιο. Το νοητικό του επίπεδο είναι χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Μέχρι πρότινος ήξερα πως δούλευε στη λαχαναγορά, μιλάει σα νταλικέρης, φοράει πάντα τα χειρότερα ρούχα, ζέχνει σα μπακαλιάρος και γενικώς τσακώνεται μ' όλο τον κόσμο. Αυτός πρέσβης; Χα χα χα. Με τι προσόντα ρε όρνιο;
    - Κι όμως έχει ένα και καλό. Έχει 2,5 βαθμούς πρεσβυωπία.
    - Ε;
    - Κλείσ' το στόμα σου μη μπει καμιά μύγα. Μιλάς τόση ώρα σαν τον κώλο του κρυωμένου και δε σκέφτηκες το αυτονόητο. Όρνιο... ε όρνιο!

  2. Δύο γέροι συζητούν:
    - Άστα Μήτσο το γήρας ου γαρ έρχεται μόνο. Το πουλί μου έχει συρρικνωθεί τόσο. Δεν το βλέπω πια.
    - Τέτοια προβλήματα είχα κι εγώ. Μέχρι που πήγα σε έναν οφθαλμοντόκτορα. Με έχρησε πρέσβη. Κι από τότε το ταπεινό γαριδάκι μου φαίνεται σαν τηνπίτα του παππού.
    - Ε... κόψε κάτι.
    - Ε...τι να σου πω. Ελπίδα σου δίνω. Έτσι κι αλλιώς αυτή πεθαίνει τελευταία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εγκυμονούσα. Αντίστοιχα το χαβιάρι είναι η εγκυμοσύνη.

- Τι γίνεται ρε φίλε; Έμαθα ότι η Σουζάνα είναι χαβιαρωμένη. - Ναι, την είδα με μια κοιλιά να! Μπράβο ο Βασιλάκης, την έκανε πάλι την δουλειά του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην εποχή της Τουρκοκρατίας κυκλοφορούσαν ευρέως προφητείες ότι οι Ρωμηοί θα σωθούν απ' το «ξανθόν γένος». Αυτές ερμηνεύονταν ότι εννοούσαν τους Ρώσους και εντάθηκαν ιδίως στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου, της Αικατερίνης της Μεγάλης, πριν τα Ορλωφικά και της συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και την ίδρυση του ρωσικού κόμματος.

Στην εποχή μας τις αναβιώνει ο Λιακό, που θεωρεί ότι οι πουτινιές του Πούτιν θα φέρουν τους Ελ στην θέση που τους αξίζει να είναι, εις πείσμα της διεθνούς συνωμοσίας σιωνιστών-παπικών-ιησουιτών-μασόνων και άλλων δυνάμεων από τον Γαλαξία της Ανδρομέδας. Ο Λιακό φαίνεται να έχει ρεύμα, γιατί ο όρος «ξανθόν γένος» έχει ξαναμπεί για τα καλά στην ζωή μας, τον βλέπεις πολύ συχνά.

  1. Ένας εναλλακτικός ορισμός είναι ο εξής: Οι απόγονοι των Ελληνίμ (που συμβατικά μόνο ονομάζονται Έλληνες ή Ελληνάρες, Ελλεεινίμ από τις κακές γλώσσες) περιμένουν την λύτρωσή τους από τον δυσβάσταχτο ζυγό που τους έχουν επιβάλλει οι απογόνοι των Ελλεεινιδίμ ή Σπασαρχιδίμ (εξωγήινα όντα με πολλή τριχοφυία) και στρέφουν τις ελπίδες τους προς το «ξανθόν γένος». Η προφητεία ότι οι Ελληνίμ θα σωθούν από το «ξανθόν γένος» είναι αδιαμφισβήτητη! Το θέμα είναι πώς ερμηνεύεται απ' τον καθένα.

Υπάρχει η εκδοχή ότι πρόκειται για τις ουτοπικές Σουηδανές που επιδράμουν τα καλοκαίρια στο Αιγαίο (το θέατρο των επιχειρήσεων). Υπάρχει και η σλαβόφιλη εκδοχή ότι η προφητεία αναφέρεται στις Οβίμ (όσων τα ονόματα τελειώνουν σε -οβα), η κάθοδος των οποίων ήρθε να δώσει μια νέα διάσταση στον όρο «ξανθόν γένος». Υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες. Όπως και προβληματισμός για το πώς το «ξανθόν γένος» να μην αποτελέσει μία υποδούλωση στην κάθε ξεπλένω και bimbo, αλλά μια γνήσια εσχατολογική εμπειρία!

Με την βοήθεια του ξανθού γένους θα πάρουμε πίσω την Πόλη! Επειδή θα γίνεται πόλεμος ανάμεσα στο ξανθόν γένος και τους απογόνους των Νεφελίμ, εμάς που θα είμαστε ουδέτεροι, θα μας θεωρήσουν ως καλύτερους και θα μας δώσουν την Πόλη, τα Στενά και την Καππαδοκία, χωρίς να μας ανοίξει ρουθούνι! (Φαίνεται ότι θα έχουμε και τα πιο γατόνια πολιτικούς). Οι Τούρκοι θα εξανεμιστούν στα βάθη της Ασίας!

Δεν αντέχω άλλο τις Ελλεεινιδίμ! Όχι άλλο κάρβουνο! Μισώ την τριχοφυία, το μελαχροινό δέρμα, τις πεθερές! Πότε θα έρθει το ξανθόν γένος να με σώσει; Ζήτω το λείο δέρμα, το ανοιχτό χρώμα, το αθλητικό σώμα, και οι πεθερές σε άλλο πλανήτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κολλητή φίλη της (/του (ουδ.)) Λίλιαν.

Είναι πραγματικά αχώριστες, πάνε πάντα πακέτο!
Είναι και οι δύο θήλεα νέας κοπής, αλλά η διαφορά τους είναι η εξής: Ενώ η/το Λίλιαν είναι το υπερβατικό θεόμουνο, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στην κατηγορία τριφασικό μουνί, η Καυλάουρα δεν έχει αντίστοιχες φυσικές προϋποθέσεις για να οδηγηθεί στην επίτευξη ανάλογων προσόντων. Κι έτσι μένει στον β' γυναικείο ρόλο, για τον οποίο, όμως, της αξίζει Όσκαρ!

Είναι καυλιάρα, γιατί η κοπέλα δείχνει ότι το παλεύει πραγματικά πολύ. Έχει δοκιμάσει τα πάντα, σιλικόνες, τσιμπουκόχειλα, εξτένσιον, ψεύτικα νύχια κ.ο.κ. Κι έτσι τελικά δεν σε καυλώνει με την ίδια την ομορφιά της, όσο με την προσπάθεια που καταβάλλει για να σε καυλώσει.

Και το πιο συγκινητικό απ' όλα είναι ασφαλώς το ονοματάκι της! Ετυμολογείται από το Ευαγγελία, που έγινε Βαγγελίτσα, από εκεί Λίτσα, και το Λίτσα θεωρήθηκε εκ των υστέρων ότι προκύπτει απ' το Λάουρα. Καθώς όλη αυτή η αγωνία και επιμονή έχει κάτι το καυλωτικό, τελικά χαρατηρίζεται ως Καυλάουρα.

-Τι μου λες ρε φίλε; Θα ξεμοναχιάσεις εσύ την Λίλιαν, και θα μ' αφήσεις εμένα με την Λάουρα; Δεν παίζω!
-Γιατί σε χαλάει; Μια χαρά Καυλάουρα είναι! Άμα θες άσ' τις μου εμένα και τις δύο!...

Η Καυλάουρα δεν είναι εδώ... (από HODJAS, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified