Selected tags

Further tags

O αχινός είναι ένα μικρό θαλασσινό ζώο του οποίου το σώμα περιβάλλεται από σφαιρικό ή ωοειδές κέλυφος που αποτελείται από ασβεστολιθικές πλάκες και καλύπτεται από αγκάθια.

Λέξη κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό είναι τα αγκάθια που περιβάλλουν το κέλυφος του αχινού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε είτε :

α) για προκέ μαλλί όπου τα μαλλιά κάποιου παρομοιάζονται με αγκάθια αχινού, είτε επειδή αυτό συμβαίνει από φυσικού του, είτε επειδή αυτό αποτελεί εσκεμμένη επιλογή του για δημιουργία κάποιου συγκεκριμένου look (π.χ δες εδώ).

β) για άνθρωπο που το αχινωτό μαλλί του μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χαρακτηριστικό του γνώρισμα και κατ' επέκταση η λέξη αχινός ως παρατσούκλι του.

  1. - Ε... εντάξει γεννήθηκες σαν αχινός, αλλά έχεις πάρει πια ταυτότητα
    ανθρώπου. Στρώσε λίγο τα μαλλιά σου.
    - Ωχου πια. Όλο με τρίχες θα ασχολούμαστε;

  2. Πίσω από την Κιμ και την Σιένα καταφθάνει, αγκαλιά στην νταντά της, ο περίφημος… αχινός! Είναι η δεύτερη κόρη της Κιμ και του Μάκη, την οποία, μετά τη γέννηση της, όλοι φωνάζουν αχινό, γιατί όταν γεννήθηκε είχε μαύρα μαλλιά καρφάκια σαν του αχινού…
    Δες

  3. ...τη ρώτησα πώς μπόρεσε να κάνει σεξ με τον Αχινό; Τον έλεγαν έτσι γιατί ήταν πολύ αδύνατος κι είχε μαλλιά σαν αχινός. Δες

  4. απλά η λέξη κάγκουρας ταιριάζει σε: μαλλί αχινός με ζελέ και πειραγμένο παπί... ή αυτοκίνητο ''UFO'' από λαμπάκια, αυτοκόλλητα, σίτες, πολυεστέρες στους προφυλακτήρες και αεροτομές σιδερώστρες... και μονίμως το CD-PLAYER ''βαράει'' καψουροτράγουδα και ενίοτε τσιφτετέλια... (με πιάνεις;)
    Δες

  5. Μες στο καταπράσινο δροσερό Μέτσοβο, αντίκρισα καταρχάς ένα αγοράκι ποδαρωμένο, με μαλλί αχινό και σκάνταλο βλέμμα να κουβαλιέται για ύπνο μεσημεριανό, ξέπνοο απ’ το παιχνίδι.
    Δες.

]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς ή / και μαλθακός άνθρωπος, ο μη δραστήριος.

- Ρε αυτόν τι τον βάλαν να παίζει επίθεση; Αφού είναι μοσχάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με χαμηλό ανάστημα, κυρίως ηθικό. Η πατρότητα της λέξης μάλλον ανήκει στον Νίκο Καζαντζάκη.

Ο «υπεράνθρωπος» είναι στο βάθος ένα δειλό ανθρωπάκι, ένα χαμαντράκι. Αυτό είναι συνήθως και το κοινό χαρακτηριστικό όλων των «υπεράνθρωπων». Κι ευτυχώς! Διαφορετικά η γη θα γέμιζε με «Χίτλερ» ή τα φρενοκομεία με παλαβούς! (Γαλάτεια Καζαντζάκη)

Ως την τελευταία στιγμή, παρακαλώντας τον πατέρα της Aγαμέμνονα να μην τη σφάξει, λέει «καλύτερα κακή ζωή παρά ωραίος θάνατος». Mόνο όταν διαπιστώνει πως είναι αμετάκλητα καταδικασμένη, όταν βλέπει ανάλγητο τον ίδιο τον πατέρα της, όταν βλέπει τον Aχιλλέα, το μέλλοντα σύζυγό της, που της υπόσχεται ότι θα τη σώσει, να τα στρίβει και να φέρεται σαν χαμαντράκι, τότε δέχεται να πεθάνει. («H Iφιγένεια πεθαίνει από αηδία...», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21-07-02)

Ναι ρε μακάκα. Αν δεν έρθουμε στο Παγκρήτιο δεν μπορούμε να διαδηλώσουμε ή να την πούμε στα αφεντικά σου. Φοβάσαι ρε τσουτσέκα μη σε κάνουν νταντά οι προϊστάμενοί σου και βάζεις τους ασφαλίτες να μας... τρομοκρατούν μια πάρτη; Είσαι κωλόφαρδος ρε χαμαντράκι επειδή μας πέτυχες πάνω στο «άι σιχτίρι μας» και στην κούραση. Αλλά όλα τελειώνουν σύντομα και να δω μετά (αν πάρεις διαχειριστική παράταση και δε σου δώσουν το σουτ και σένα) πόσο μάγκας είσαι, κλανιάρη. (Από διαδικτυακό φλογοπόλεμο)

Δε βγάνω έξω κανένα - ίδια και χειρότερα είναι τα χαζοπούτανα που χορεύουν πάνω στα τραπέζια τις κοντυλιές σε ρυθμική αγωγή τσιφτετελιού στα κρητικοσκυλάδικα των Αθηνών και τα χαμαντράκια που παριστάνουν τους καπετάνιους με τις κούπες και το μεθύσι, ίδια (μα πιο επικίνδυνοι) οι πλαδαροί πρώην ρηγάδες φτιαγμένοι-μα-κοντά-στην-παράδοση μεσοκαιρήτες που μαζεύονται σε γελοιότητες τηλεοπτικού συναγελασμού και χαζοτραγουδούν ριζίτικα μέσα στο φώ κέφι του στούντιο. (Από διαδικτυακό παραλήρημα)

...το επαίσχυντο ξεπούλημα του ΟΤΕ είναι ένα μεγάλο οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και εθνικό έγκλημα,που θα καταδιώκει στο διηνεκές τους θλιβερούς πρωτεργάτες και τα χαμαντράκια που το εμπνεύστηκαν και από την ιστορική κρίση τουλάχιστον δεν θα μείνει ατιμώρητο! (Από βλόγγο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για πρόσωπα, είμαι εμφανίσιμος, όχι άσχημος. Γενικότερα, είμαι παραδεκτός, μέτριος. Πολύ συνηθισμένο το αντώνυμο: δέν βλέπομαι.

  1. - Κάτσε να τα βάλω σε μία σειρά γιατί χάθηκα: Δύο σκάλες κάτω από Τίφανυ αν και δεν την έχεις πάρει [...]. Την Τίφανυ την έχεις πάρει; Δεν συγκρίνεται με την... Άννα, άρα δυό σκάλες κάτω από Τίφανυ και δύο κεφάλια κάτω από Άννα. Μήπως τελικά να μην πάω;
    - [...] δες ΕΔΩ για να ξέρεις πού πας.
    - Όχι ρε πούστη μου, δεν βλέπεται η γκόμενα... (από το προς το παρόν τελόν υπό δίωξη μπουρδέλα κομ)

  2. Τα Λανγκολίαρς... Αν και το βιβλίο του Κινγκ δεν ήταν τόσο κακό...
    η ταινία ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΤΑΙ!... (από φόρουμ, απάντηση σε θέμα με τίτλο «Η χειρότερη ταινία όλων των εποχών»)

  3. Δεν βλέπεται η Μίλαν: Από το κακό στο χειρότερο πάει η Μίλαν. Η ομάδα του Κάρλο Αντσελότι έμεινε για δεύτερο σερί ματς χωρίς βαθμό, αφού έχασε και από την Τζένοα, μετά από την Μπολόνια με 2-0. (από τον διαδικτυακό τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη, απεχθής γκόμενα. Ομοιάζει με το μπάζο, αλλά το «μπαζολιό» είναι πιο προσβλητικό ως ουδέτερο.

Βλέπε και μπάζο, μπαζόλα.

- Ρε συ, το είδες το μπαζολιό που πέρασε;
- Ναι ρε φίλε, σκέτη σαβούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τo χαρακτηρισμό των γυναικείων βυζιών, το λέμε για έναν άνδρα όταν το στήθος του μεγαλώνει, συνήθως λόγω πάχους ή αγυμνασιάς, ή όταν σταματήσει τη γυμναστική μετά από μακροχρόνια λήψη κρεατίνης, αναβολικών κλπ και «κρεμάσει» στο στήθος.

- Ρε συ ο Νάσος μας το 'παιζε τρανός μποντιμπιλντεράς, αλλά τώρα που σταμάτησε τη γυμναστική έβγαλε βυζάκια! Προφανώς έπαιρνε αναβολικά.

(από Vrastaman, 06/12/08)Πας μια βόλτα κι από τα Βυζάκια, να πιεις έναν καφέ βρε αδερφέ... (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θεογκόμενα, η πολύ ελκυστική γυναίκα (αντί για το χαρακτηρισμό «μουνί»).

- Πω πω τι μούνος είναι αυτός απέναντι! Και τι δεν θα έδινα για να την ρίξω στο κρεβάτι.

Βλ. και σχετικό λήμμα θεόμουνο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει μια διαδεδομένη πεποίθηση πως η φανουρόπιτα λειτουργεί ως γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων που έχουν χάσει κάποια αντικείμενα και του Αγίου Φανουρίου (Αγγελική Νικολούλη των Αγίων), για να φανερώσει ο Άγιος τα απωλεσθέντα αντικείμενα.

Ο συγκεκριμένος όρος μπορεί να λεχθεί επίσης και στην περίπτωση εικονικής δημιουργίας φανουρόπιτας. Μπορεί να λεχθεί στην περίπτωση:

α) μεγάλης απώλειας βάρους, τόσο από αυτόν που έχασε τα κιλά (περίπτωση ανεπιθύμητης απώλειας βάρους, π.χ. λόγω ασθένειας), όσο και από τον περίγυρο του (για τον προηγούμενο λόγο, για λόγους αποφυγής ενδεχομένων προβλημάτων υγείας και για λόγους αισθητικής κάποιου που έχει πλακωθεί σε δίαιτες και γυμναστικές και έχει γίνει από Πάγκαλος Τιραμόλα, βλ. ακορντεόν). Μέσω της φράσης υποδηλώνεται η ευχή για ανάκαμψη της υγείας, ή η ανάγκη για σταμάτημα της δίαιτας.

β) απώλειας χρόνου από κάποιον που κατηγορείται από κάποιον ή κάποιους πως τους καθυστέρησε. Η ατάκα μπορεί να λεχθεί, όταν αυτός διαπιστώσει πως οι άλλοι δεν μπορούν να πειστούν ότι αυτός δε φταίει και έτσι θεωρώντας πως έχουν εξαντληθεί τα ανθρώπινα πλαίσια, θεωρεί ότι προκειμένου «να βρεθεί ο χαμένος χρόνος» «χρειάζεται να γίνει φανουρόπιτα» και το request δημιουργίας της να προωθηθεί στον Άγιο Φανούριο. Στην ουσία μία τέτοια κουβέντα χρησιμοποιείται για το κλείσιμο του συγκεκριμένου θέματος και υποδηλώνει στον άλλο πως από δω και πέρα κάθε συζήτηση περιττεύει.

Σημείωση: Στην περίπτωση (α) και συγκεκριμένα στην υποπερίπτωση που ο όρος εκφέρεται από αυτόν που έχει χάσει τα κιλά, ο όρος εκφέρεται ως: «Θα κάνω φανουρόπιτα»

  1. - Πώς έγινες έτσι; Σα σαμαροπαΐδα κατάντησες. Χάλια είσαι.
    - Δεν ακούω τίποτα. Έχασα 30 κιλά και θέλω να χάσω άλλα 10. Θυμάσαι που κάποτε ήμουν βουβάλα και δε σταύρωνα γκόμενο;
    - Κάνε φανουρόπιτα για να φανερωθούν τα κιλά σου. Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. Σαν τσίρος έγινες. Πού το πας; Θέλεις να πάθεις τίποτα; Αν συνεχίσεις έτσι, να 'σαι σίγουρη πως δε θα βρεθεί άνθρωπος να θέλει να κάνει σεξ με κόκκαλα και είναι επίσης σίγουρο πως αντί να σταυρώσεις γκόμενο, στο τέλος θα χρειαστεί να σταυρώσουν εσένα.
  1. - Μου 'πες για δέκα λεπτά συνάντηση και μιλάμε εδώ και τρεις ώρες
    - Ας μην είχες τόσες ερωτήσεις και τόσες αντιρρήσεις
    - Ξέρεις πόσες δουλειές έχουν μείνει πίσω; Πότε θα τις προλάβω;
    - Ωχού. Κάνε φανουρόπιτα, να βρεις το χαμένο χρόνο! Με έπρηξες πια. Δε σ' αντέχω άλλο.

Φανουρόπιτα (από GATZMAN, 05/12/08)Αγιος Φανούριος (από GATZMAN, 05/12/08)Αγγελική Νικολούλη (από GATZMAN, 05/12/08)....κόψε τους μεσάζοντες! (από Vrastaman, 05/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αφορά την προσωπικότητα του εν λόγω παλαίμαχου ποδοσφαιριστή αλλά το χαρακτηριστικό της κόμης του. Ξέφωτο και μοιραία λατινοαμερικάνικη χαίτη. Συνώνυμα: Μπουμπλής, καραφλογιεγιές.

- Πω, πω! Ρε φιλε σε σένα έχει κάνει ο τριχοφάγος χρυσές δουλειές... Πας για ξύρισμα ε;
- Ασ' τον... την έχει δει Ρότσα!

(από Dimosthenis, 05/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για μία υπερβολικά λεπτή, ανορεξική και ταυτόχρονα κακάσχημη γκόμενα. Μοιάζει να έχει δραπετεύσει από την πυραμίδα του Τουτανχαμώντα ή απο το Άουσβιτς. Μαλλί απεριποίητο, μάτια πεταγμένα, όπου και να πιάσεις κόκκαλα. Χρησιμοποιείται και για άντρες με παρόμοιο παρουσιαστικό (ο μούμιας).

- Πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα, φάε τίποτα μη σε πάρει ο αέρας.
- Τι έπαθες; Ζηλεύεις γιατί είσαι σαν παιδοβούβαλος;
- Ασταδγιάλα μωρή μούμια, μη σου δώσω καμμία και σκορπίσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified