Ο μυτάς , ο πιγκουίνος.
Πωπω φίλε, ο Παπαδόπουλος παίζει και να καρφώνει 10 μπιφτέκια στην σειρά.
Ο μυτάς , ο πιγκουίνος.
Πωπω φίλε, ο Παπαδόπουλος παίζει και να καρφώνει 10 μπιφτέκια στην σειρά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κλασική μέθοδος κάλυψης / απόκρυψης φαλακρών περιοχών μακραίνοντας τα πλαϊνά υπαρκτά μαλλιά και κολλώντας τα με διάφορους τρόπους κατά πλάτος της κεφαλής ώστε να βρουν τα μαλλιά της άλλης πλευράς.
Ο Σπύρος σε λίγο θα ξεκινήσει την αλεφάντεια...
Σχετικό: καραφλάζ.
Αλεφάντεια: αλεφάντεια κόμμωση, αλέφαντος, ζωγραφίζω κάποιον, καλώς τα παιδιά, 3-0!, κίνηση μεγάλου παίχτου, κονιόρδος, μάθε μπαλίτσα, μάνα καημένη, μαντουμαδόρος, μυρωδιάς, ντύνομαι Αλέφαντος, ξέρω εκατό κιλά, πες το κι έτσι (μορφωμένε), πριμαντόνα, σ' τα εξηγώ ωραία;, τα πάντα όλα, τέσσερο, τιτανοτεράστιος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φοράω κοντομάνικα πόλο οριζόντιας διαγράμμισης, μόδα που λάνσαρε ο συμπαθέστατος προφέσορας του ποδοσφαίρου.
Σημ. Να μην συγχέεται με την περίφημη αλεφάντεια κόμμωση.
Τι μπλουζάκι είναι αυτό ρε; Αλέφαντος ντύθηκες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπουγατσομάχαιρο έχει σχήμα μισοφέγγαρου. Η φοιτητριούλα για την οποία φτιάχτηκε η έκφραση είχε μύτη καμπουριαστή σαν το μπουγατσομάχαιρο και την είχε και... ψηλά, επειδή ήταν κόρη καθηγητή της σχολής.
- Σωπάτε, σους. Έρχεται η μύτη μπουγατσομάχαιρο!
Got a better definition? Add it!
Κόβω τόσο κοντά τα μαλλιά μου, που φαίνεται το δέρμα του κρανίου μου.
- Τους παλιούς φαντάρους τους κουρεύανε με την ψιλή. Όχι σαν και σήμερα που τους αφήνουν και κάνουν ό,τι θέλουν. Εκείνο ήταν υγιεία!
Got a better definition? Add it!
Οι τορνευτές γάμπες που στο σχήμα μοιάζουν με λαμπόγυαλο (το γυάλινο κάλυμμα εκείνης της παλιάς λάμπας με το φιτίλι που έκαιγε με φωτιστικό πετρέλαιο).
Περνάει πάλι απ' έξω η Ιωάννα με τις γάμπες λαμπόγυαλο (sic).
(σημείωση: η Ιωάννα ήταν 22 χρονών κούκλα και η σχολιάζουσα Έλλη μια πάνχοντρη μαντάμ που όλα τα ήξερε)
Got a better definition? Add it!
Ο ψηλός και χοντρός άνθρωπος που πιάνει πολύ χώρο.
Μπήκε μέσα ο τύπος, ντουλάπα, πλακώθηκε το είναι μου. Θα πάθω κλειστοφοβία.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Το νεαρό κορίτσι που είναι... να το πιεις στο ποτήρι. Τα τελευταία χρόνια η λέξη χρησιμοποιείται και για το νεαρό αγόρι.
Σε υπερθετικό βαθμό: μανουλομάνουλο.
- Δες ένα μανούλι που περνάει απ' όξω.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.
- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.
Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορικά:
1. Το κούτελο.
2. Τα τεράστια σε μέγεθος γυαλιά ηλίου.
- Είδες παρμπρίζ η Ελένη, έ;
- Δεν πειράζει, καλή είναι.
- Φέτος είναι της μόδας τα παρμπρίζ. Τα φοράνε όλες και μοιάζουν με μύγες.
Got a better definition? Add it!