Selected tags

Further tags

Μια από τις πολλές εκφράσεις που λέγεται κατά την διέλευση μιας επικίνδυνα όμορφης γκόμενας, ή για να την αξιολογήσει / χαρακτηρίσει συνολικά ως τέτοια.

Η έκφραση μπορεί να συσχετισθεί με την συνώνυμη εργαλείο. Για να παραφράσουμε ατάκα του Ζακ του Λακάν για τον φαλλό, ο άντρας έχει το εργαλείο, ενώ η γυναίκα είναι το εργαλείο. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο άντρας έχει το όπλο, δηλαδή το εν στύσει πέος (πρβλ. οπλίζω= τελώ εν στύσει, και όπλο πρωκτικής καταστροφής), ενώ η γυναίκα είναι το όπλο. Αν, δηλαδή, ο στόχος είναι η άπιαστη εκπλήρωση της επιθυμίας (γκαύλας), τότε η ούμπερ-σέξι πανέμορφη γκόμενα είναι το πολύτιμο εργαλείο-όπλο για την επίτευξή του.

Καίτοι (Γαρμπή) συνώνυμα τα εργαλείο και όπλο έχουν διαφορετικές αποχρώσεις. Το εργαλείο, όταν δηλώνει την ευειδή γκόμενα, έχει μια υφή βάναυσης χρηστικότητας. Η ομορφιά γίνεται ένα tool για την χρηστική ικανοποίηση του άντρα. Αντιθέτως, η έκφραση όπλο παραπέμπει περισσότερο στο αριστοκρατικό ιδεώδες ενός ευγενούς πολεμιστή που αποδύεται σε έναν αγνό αγώνα (τ. Holy Graal κιέτσ'), όπου πολύτιμο αναδεικνύεται το ιδιαίτερο προσωπικό του όπλο (λ.χ. το Excalibur). Είναι σημαντικό εν προκειμένω ότι ο κυρίως στόχος δεν είναι η κατάκτηση της ίδιας της γκόμενας, αλλά το ακράγγιγμα μιας μέγιστης αποφατικής γκαύλας, για την ουτοπική επίτευξη της οποίας η συγκεκριμένη γκόμενα δεν είναι παρά ένα όπλο- φίλος του ιππότη. Συγκρίνοντας όπλο και εργαλείο , θα μπορούσαμε να πούμε ακόμη ότι η έκφραση όπλο ανήκει συχνά (όχι αποκλειστικά) σε ένα δεξιό ντίσκουρς φίλιο προς την οπλοκατοχή κιετς, ενώ για τον γερμανό μεταφραστή να πούμε ότι η έκφραση εργαλείο για την όμορφη γκόμενα είναι πολύ πιο συχνή από ό,τι το πιο σπάνιο όπλο.

Σχετικό συνώνυμο του όπλο είναι το τουφέκι, ενώ επίσης συναφές είναι το έγκλημα.

Πάσα: John Black.

  1. - Γιατρέ μου, πιάσε ένα όπλο που μπαίνει στα αριστερά σου.
    - Κακούργημα!

  2. (Περνάει το Λίλιαν μπροστά από δύο φίλους, οι οποίοι αφού έχει διέλθει αναφωνούν ταυτοχρόνως:)
    - Όπλο!

  3. - Νταξ το Μαράκι είναι απλώς μια αξιοπρεπής γαμησάμπλ γκόμενα, δεν είναι και κανένα όπλο, όπως η Τασούλα.

(από Khan, 15/07/12)(από Khan, 04/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληθωρική γυναίκα, η προικισμένη από τη φύση, η γυναίκα που έχει «πλούσια τα ελέη». Παραπέμπει στο ξενικό (αργκό) boob -εξ'ου και boob-ou (βλέπε επίσης και μπουμπόνια ελληνιστί).

- Κοίτα μια μπουμπού!!
- Πω!!!! Κάβλωσα!!!

(από greeklover, 12/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει κομμένη την ουρά. Από τα κόβω + ευφωνικό ν + ουρά. Το λέμε για ζώα. Χαριτωμένη λέξη για μια επώδυνη εμπειρία.

  2. Προς μεγάλη μου έκπληξη βρήκα κάτι που αγνοούσα: ότι λέγεται και για ανθρώπους και σημαίνει ευφυής, εφευρετικός, βλ. εδώ και εδώ. Μάλιστα η έννοια αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη (βλ. παραδείγματα 2.α., 2.β., 2.γ.). Παρόλ' αυτά την έβαλα δεύτερη γιατί θεωρώ ότι είναι συνέπεια της πρώτης και γιατί εκπλήσσομαι που τα λεξικά δεν αναφέρουν την πρώτη καν.

Δεκτή οποιαδήποτε διόρθωση αν πέφτω έξω.

1.α. O πορτοκαλάκης κοψονούρης μαζί με τον αδελφούλη του! Τελικά η κομμένη άκρη της ουρίτσας έπεσε και είναι σαν να μην του συνέβει ποτέ!

1.β. Κι όχι μόνο δεν μετανοούν, για να μη ταπεινοφρονήσουν, αλλά προσπαθούν να παρασύρουν και άλλους ν’ ακολουθήσουν την αμαρτωλή γνώμη τους, μόνο επειδή έχουν κομμένη την ουρά τους, και δεν θα ησυχάσουν ποτέ, αν δεν μας πείσουν να την κόψουμε κι εμείς. Ο κάθε κοψονούρης δεν ησυχάζει, αν δεν έχη συνενόχους, και όσο γίνεται περισσοτέρους.

========

2.α. Αυτός ο υποψήφιος βο(υ)λευτής υποτιμά τη νοημοσύνη των γυναικών… Από τώρα καταλαβαίνεις γιατί θέλει να βγει…για τη μάσα και μόνο…. Ποιος είναι τελικά αυτός ο δήθεν κοψονούρης;
εδώ

2.β. Το οίκημα κτίστηκε πρόσφατα και όμως δεν βρέθηκε κάποιος κοψονούρης να τους πει ότι από του χρόνου όλο το πρόγραμμα θα εκπέμπεται ψηφιακά και θα πρέπει να υπήρχε η σχετική πρόνοια πριν την ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων.
εδώ

2.γ. ...το έλυσαν με έναν τρόπο που δε θα το σκεφτόταν κανένας άλλος όσο έξυπνος και κοψονούρης και να ήταν.
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκέντρωση πολλών άσχημων γυναικών (μπάζων) στο ίδιο σημείο. Είναι το ακριβώς αντίθετο του μουνοθύελλα.

- Πήγα χθες στο opening του Boutique στην Αθήνα.
- Και; Είχε καλά κομμάτια;
- Γάμα τα φίλε. Μπαζοθύελλα τρελή. Ούτε 1 στις 10 δεν άξιζε.

(από HardcoreGR, 19/09/11)(από HardcoreGR, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροκαμωμένη (και κατά συνέπεια μανιτζέβελη στο σεξ) γκόμενα.

Η αδερφή της είναι νταρντάνα με τα όλα της, αυτή πώς βγήκε έτσι μινιμαλιά, κοντή και αδύνατη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «δανεισμός» τριχών από την μία πλευρά της κεφαλής προς την απέναντι, προς κάλυψη καράφλας.

Το πλαγιοδάνειο συνήθως είναι εμφανές αν παρατηρήσεις καλά, αλλά εκεί που ξεφτιλίζεται τελείως ο χρήστης τους είναι στην περίπτωση που φυσήξει αέρας.

- Μαλάκα πέθανα στα γέλια στο ταξί χθες!
- Γιατί ρε τι έγινε;
- Καθόμουν στο πίσω κάθισμα και στην εθνική ο ταξιτζής άνοιξε το παράθυρο και ανέμιζε το πλαγιοδάνειο!

Περίπτωση εξευτελισμού, όπως λέει ο ορισμός. (από Khan, 15/09/11)Νίκος Κωνσταντινίδης (από Khan, 05/01/15)

Βλ. επίσης: καραφλάζ, φλοκάτη, πατέντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Faux γαλλιά που σημαίνει διανοουμενίστικος.

Κτγμ η γαλλιά οφείλεται αφενός στο ότι το διανοουμενίστικος είναι δύσχρηστο ως υπερβολικά μακρόσυρτο και αφεδύο στο ότι έχουμε συνδέσει την γαλλική κουλτούρα με φαινόμενα υπερκουλτουρίασης, επίτηδες δυσνόητων κειμένων κ.τ.ό. σε αντίθετα με την αγγλοσαξονική τάση να δίνονται όλα ως μασημένη τροφή με εύκολα παραδείγματα που να ευτελίζουν σαδιστικά την όποια βαθύτητα σκέψης κτλ.

Η έκφραση λέγεται τόσο για κείμενα ή καλλιτεχνικά έργα όσο και για στυλ εμφάνισης. Πολλοί αποκτούν το διανοουμενέ υφάκι σε όψιμη ηλικία στην λογική του αυτά μας τα 'πανε πολλοί, μας τα 'πε κι ένας Γάλλος, αν δεν διανοουμενίστηκες μικρός, θα διανοουμενιστείς μεγάλος.

  1. Το βιβλίο της Κρίστεβα μπορεί να θεωρηθεί δύσκολο, διανοουμενέ, χιλιοψαγμένο, αλλά ο αναγνώστης με λίγη επιμονή και καλή διάθεση δεν χάνει το νήμα.

  2. Έχει αλλάξει στυλάκι και, τώρα, με τα κοκάλινα γυαλιά προσπαθεί να προωθήσει ένα πιο διανοουμενέ λουκ.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραβώ το πουκάμισο ή το T-shirt που φοριέται μέσα στο παντελόνι ώστε να κρεμάσει λιγάκι και να μοιάζει με μπουφάν παλαιάς κοπής (βλ. εϊτίλα).

Κοινή έκφραση σε παλαιότερες εποχές που τα εν λόγω ρούχα φοριόταν μέσα στο τζιν (ει δυνατόν σωλήνας) ή στο υφασμάτινο παντελόνι με τις πιέτες.

- Πώς σου φαίνομαι; Σένιος, ε;
- Βρε, μπουφάνιασε το πουκάμισο! Σου κάνει μια κοιλιά να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από αστεϊσμό 2 ταχυτήτων που αυτονομήθηκε και πλέον λειτουργεί ως χαρακτηρισμός του συνηθισμένου καλουπιού της Ελλεεινίδας, δείγμα της οποίας μπορείτε να βρείτε οπουδήποτε σερβίρονται μοχίτα.

Η ορίτζιναλ στιχομυθία ξεδιπλώνεται κάπως έτσι:

[I]- Πω ρε φίλε, τι παστάκι είναι αυτό απέναντι;
- Δε λέω, καλούλα είναι αλλά μου φαίνεται πως είναι σαν το ΙΕΚ.
- Τί ΙΕΚ ρε τρόμπα;
- Ξινή.[/I]

Αφού η στιχομυθία έχει ξεδιπλωθεί και λιάζεται είναι τουλάστιχον ακατόρθωτο να την ξαναδιπλώσεις και να την ξαναξεδιπλώσεις στο ίδιο άτομο οπότε η ατάκα «του ΙΕΚ», ακολουθώντας τον δαρβίνειο μονόδρομο, εξελίσσεται μοναχή της. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ανοργασμική, μονίμως με περίοδο γκόμενα που τίποτε σε όλον τον κόσμο τούτο δεν είναι αρκετό γι' αυτήν. Την ξινή.

Η στιχομυθία έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για τον εξυπνάκια του τουίτερ (134 χαρακτήρες, αν φύγουν οι παύλες χωράει και το @όνομαέλληνα/ελληνίδαςσόουμπιζάκια).

Σε μπαρ:

- Ρε, νομίζω αυτή με κοιτάει! Χώνομαι, μαλάκα, χώνομαι! Μισό λεπτό αργότερα
- Τη μαλακισμένη. Του ΙΕΚ ήταν... Αλλά εκείνη δίπλα της; Εκείνη σίγουρα ψήνεται! Μισό λεπτό αργότερα
- Άλλη ψωνάρα του ΙΕΚ από 'κει... Για δες εκείνο το μελαχρινό; Χοσέ; Μισό λεπτό αργότερα
- Τι διάολο ρε μαλάκα, εκδρομή από το ΙΕΚ ήρθαν όλες;

Σε νήμα στο φόρουμ του κοσμοπόλιταν:

02:36:12 η χρήστρια CryCtalitCa έγραψε:
Δεν μπορώ να καταλάβω που πήγαν οι άντρες. Πως έρχεσαι άνθρωπέ μου να μου μιλήσεις χωρίς να φαίνεται αν το εσώρουχό σου είναι Calvin; Γι' αυτό υπάρχουν τα χαμηλοκάβαλα παντελόνια ρε βλάχοι LMFAO!

02:36:42 η χρήστρια elenAAyapaWAle3h έγραψε:
- Ούτε κι εγώ καλή μου δεν ξέρω που κρύφτηκαν. Εμένα ήρθε να μου μιλήσει ένας τυπάκος που μόλις είχε φάει άκυρο από μια διπλανή μου. Αν δεν είσαι καλός γι' αυτήν θα είσαι για μένα;

02:37:12 η χρήστρια cOfOuLiNi K c OpOiOn ArEcw έγραψε: - Αχ, που θα πάει κορίτσια, θα τους βρούμε! Εμένα μου την έπεσε ένας που σε όλο το μαγαζί ήξερε μόνο το φίλο του και 2 άλλες κοπέλες! Που πας ρε καημένε χωρίς γνωριμίες, χωρίς ένα στάτους;

Του ΙΕΚ με την καυλή έννοια (από Khan, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα πανέμορφη, ρομαντικά απρόσιτη, και αιθέρια έως εύθραυστη, που αν το καμάκι είχε πίστες, αυτή θα ήταν άνετα η τελική μάνα. Λέγεται συνήθως με ένα τσικ ειρωνείας.

Ο όρος οφείλεται ίσως στην Κατερίνα Γώγου, η οποία τον χρησιμοποίησε σ' έναν στίχο στο «Ιδιώνυμο» (1980), και είναι η παλιότερη καταγραφή του που κατάφερα να βρω. Σε κάθε περίπτωση, χάρη σ' αυτόν το στίχο είναι που έχει διαδοθεί όσο έχει διαδοθεί, αν και με μάλλον απλοποιημένη και πιο συγκεκριμένη σημασία σε σχέση με τη χρήση του στο ποίημα.

Σύγκρινε: θεά / θεογκόμενα, λίλιαν, μπιμπελό, πλάσμα

  1. Η μοναξιά...
    δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
    της συννεφένιας γκόμενας.
    Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
    κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
    και στα παγωμένα μουσεία.
    Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλιών «καλών» καιρών
    και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
    μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
    Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
    βοϊδίσιο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
    κι ασορτί εσώρουχα.

(Κατερίνα Γώγου, «Ιδιώνυμο» 24, διατηρημένη ορθογραφία)

  1. Η Θάλεια πήρε τα απάνω της, όπως πάντα σαν ελατήριο και λάμποντας μεταμορφώθηκε από 60άρα γκρίζα ενός γλυκού μουντού φθινοπώρου στην συννεφένια γκόμενα, ξανθιά, που ήταν πάντοτε, φωνάζοντας: «Ο». (από ιστολόι)

  2. — Λες, δηλαδή, ότι οι ρόλοι των δύο φύλων πρέπει να είναι διακριτοί.
    — Nαι, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει τον άντρα ν' ανακαλύψει τις «θηλυκές» του πλευρές –την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την κατανόηση, ας πούμε–, ούτε και τη γυναίκα ν' αναπτύξει χαρίσματα που θεωρούνται αρσενικά, όπως ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα. O «πολλά βαρύς» άντρας και η «συννεφένια γκόμενα» δεν πολυφοριούνται πια ως μοντέλα. Nομίζω ότι και τα δύο φύλα είναι αρκετά ώριμα γι' αυτή την υπέρβαση. (από συνέντευξη του Μαρκουλάκη εκεί)

  3. γουστάρω να σε βλέπω να σε γονατίζει έτσι η ζωή που πας να απαρνηθείς σαν την πρώτη συννεφένια γκόμενα με καυτό σορτσάκι :-) (από ιστολόι)

  4. Στα φοιτητικά χρόνια, συνέχισα σταδιακά να παχαίνω. Γύρω στα 20 χρόνια μου είχα φτάσει τα 125 κιλά ενώ κάπνιζα δυο πακέτα τσιγάρα την ημέρα και έπινα πάρα πολύ αλκοόλ όπως κάθε φοιτητής στη Θεσσαλονίκη που σέβεται τον εαυτό του! Τα προβλήματα είχαν ξεκινήσει. Π.χ. όλη η παρέα γελούσε μαζί μου γιατί πάντα τους τραβολογούσα σε απόμερες παραλίες το καλοκαίρι. [...] Όμως και πάλι σε γενικές γραμμές, περνούσα μια χαρά. Προφανώς είχα καταλάβει πως δεν με κοιτάνε οι συννεφένιες γκόμενες της σχολής ή ότι δεν μπορώ να κάνω «καμάκι» μέσα σε ένα μπαράκι με μεγάλες πιθανότητες, όμως και δεν είχα μεγάλο πρόβλημα γιατί τύχαινε πάντοτε να έχω μεγάλες και σταθερές σχέσεις. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified