Selected tags

Further tags

Γαλλιά (beau mec), που σημαίνει ωραίος τύπος, γόης. Πλην επειδή είναι λίγο πασέ και μπαμπαδισμός, λέγεται περισσότερο ειρωνικά για κάποιον που προσπαθεί να το παίξει γόης, ενώ δεν του βγαίνει απόλυτα. Λ.χ. κάποιον προκεχωρημένης ηλικίας που το παίζει πάλι τζόβενο, επειδή χώρισε πρόσφατα, κάποιον χοντρό που μόλις έχασε κάμποσα κιλά και ξαναμπαίνει στο παιχνίδι, έναν λαϊκό τύπο που θα προσπαθήσει να το παίξει ψαγμένος κ.τ.ό. Δείτε πάντως και μια προσέγγιση εδώ, μου θυμίζει τον Βαν Κουφ.

Ο άντρας beau mec δεν είναι αυτό που λέμε «αντικειμενικά ωραίος άντρας». Δεν είναι αυτός που, μπαίνοντας σε ένα μαγαζί, θα στραφούν όλα τα γυναικεία κεφάλια προς το μέρος του. Έχει τα μειονεκτήματά του. Αλλά έχει αυτό το κατιτίς που τον ξεχωρίζει από τους άλλους. Έχει τον τρόπο του (αυτός και το ντραμπούι). Δεν είναι λεφτάς. Δεν έχει μουράτο αμάξι. Συνήθως έχει ένα παλιό (σχετικά) και μες στη βρώμα και τη δυσωδία (είναι το μόνο πράγμα δικό του που δεν το φροντίζει). Δεν έχει το τελευταίας τεχνολογίας κινητό με τη φωτογραφική μηχανή. Το ντύσιμό του δεν είναι επιτηδευμένο, είναι απλό, χωρίς να ξοδεύει πολλά λεφτά. Ξέρει τι του πάει και τι πρέπει να φορέσει κάθε στιγμή. Δεν έχει πρόβλημα να εμφανιστεί με βερμούδα και χαβανέζικο, αν έτσι θέλει. [...]

Όταν πλησιάζει γυναίκα, δεν το παίζει «κάπως». Κατ’αρχήν, δεν περιμένει να τον πλησιάσουν αυτές. Δεν είναι ότι είναι παλιομοδίτης, ότι πιστεύει στο τσιτάτο «άντρας-κυνηγός, γυναίκα-θήραμα», απλά δεν κολλάει σε τέτοιες λεπτομέρειες. Αν του την πέσει κάποια, τόσο το καλύτερο. Σε γενικές γραμμές, άμα δει κάποια που του αρέσει και θεωρεί αξιόλογη περίπτωση, την πλησιάζει. Δεν είναι από τους τύπους που θα ξεκινήσει για την κοπέλα λες και πάει στη μάχη, με ατάκες του στυλ «κοιτάχτε ρε μαλάκες τώρα πώς θα πέσει το γκομενάκι» ή «άμα δεν μου πάρει πίπα σε 15 λεπτά να μη με λένε Κώστα» και αντίστοιχο ύφος. Ευγενικά και με χαμηλούς τόνους. Δεν το θεωρεί σαν δεδομένο το ότι θα του κάτσει, δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλλά δεν πάει και με διάθεση ηττοπάθειας ότι θα φάει χυλόπιτα. Με χιούμορ και ειλικρίνεια πιάνει συζήτηση. Μέσα στα πρώτα 5-10 λεπτά ξέρει αν θα πρέπει να την κάνει ή αν μπορεί να συνεχίσει. Και αν έχει νόημα να συνεχίσει. [...]

Γι’αυτό, αγαπητέ αναγνώστη, δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ beau mec. Γιατί εσύ πάντα θα προσπαθείς πολύ. Και, ως γνωστόν, αυτός που προσπαθεί πολύ είναι αυτός που δεν έχει ικανότητες. Κι όσο νωρίτερα το παραδεχτείς, τόσο καλύτερα για σένα. Θα πάψεις να παιδεύεσαι και να παιδεύεις και τους άλλους γύρω σου.

ΜΠΟ - ΜΕΚ ΞΥΡΙΖΕΣΑΙ ΜΑΛΑΚΑ ΜΑΛΑΚΑ ΜΑΛΑΚΑ (από PUNKELISD, 06/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά (και διεκπεραιωτικά, μπας και διαβάζει κανείς διαφορετικής κουλτούρας):

(Σαν επίθετο –ος –α -ο): Ό,τι τοποθετείται επάνω στον τάφο/ό,τι γίνεται στον τάφο κατά την ταφή/η εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται τη Μεγάλη Παρασκευή (αλλά και τμήμα της).

(Σαν ουσιαστικό): Το άμφιο με την εικόνα της κήδευσης του Χριστού/το ειδικό κουβούκλιο που κάργα ανθοστολισμένο φέρει αυτό το άμφιο κατά τη Μεγάλη Παρασκευή και περιφέρεται αργά στους δρόμους των κατά τόπους εκκλησιαστικών ενοριών ακολουθούμενο από λιβανίζοντες ιερείς, νεαρές παρθένες που ψάλλουν και από πλήθος πιστών με αναμμένα κεράκια στα χέρια (αλλά και η ίδια η περιφορά).

Παίζουν σαν παρομοιώσεις:

1. Η έκφραση Πιο αργός κι από Επιτάφιο κι οι σχετικές τονίζουν το υπερβολικά αργό της κίνησης, δράσης κάποιου. βλ. σχ. του Khan, βλ. σχ. του electron, κι εδώ.

Συνώνυμα: πιο αργά από την καθυστέρηση, πιο αργός κι από ριπλέι βλ. σχ. του allivegp, πιο αργός κι απ' τον θάνατο.

2. Οι εκφράσεις Στολισμένη/Ντυμένη σαν Επιτάφιος τονίζουν το υπερβολικό (που αγγίζει το κιτς) της εμφάνισης (συνήθως) κάποιας βλ. πχ του Hodjas.

Σχετικά τα: Ντύθηκε ρεβεγιόν/Χόλυγουντ/ υπερπαραγωγή.

3. Οι εκφράσεις Μυρίζει Επιτάφιο» κι οι σχετικές (και σαν σφόλια) τονίζουν το υπερβολικά έντονο και βαρύ του αρώματος που φορά κάποιος.

Συνώνυμα: Μυρίζει/βρωμά θυμίαμα/λιβάνι/ πατσουλί.

4. Λέγεται απαξιωτικά για κτίρια, κατασκευές, οχήματα και ο,τιδήποτε μπορεί να στολιστεί/διακοσμηθεί και ειδικότερα να φωτιστεί, σημαίνοντας ότι ο διακοσμητής το παράχεσε.

Συνώνυμα: Το ‘κανε λατέρνα/χριστουγεννιάτικο δέντρο».

Πιο σλανγκικά σημαίνει:

5. Αυτόν που με τις αυθαίρετες ενέργειές του βάζει οριστικό τέλος (ταφόπλακα – επιτάφιο λίθο) στις ελπίδες κάποιου άλλου να πετύχει κάτι.

6. Κίναιδος συνοδευόμενος από ωραία και καλοντυμένα τεκνά, (sic απ’ τa Πετροπούλεια «Καλιαρντά»)

7. Κουστωδία του καθηγητή ή διευθυντή κλινικής με τους επιμελητές, βοηθούς και λοιπούς κομπάρσους που βγαίνουν μπουλουκοειδώς για ιατρική επίσκεψη, έτσι που να υποβάλλεται η εντύπωση φανταχτερής, μεγαλόπρεπης και υψηλής επιστήμης (sic από το Ν. Παπαγιάννη στa Πετροπούλεια «Καλιαρντά» αναφερόμενο σε ιατρικά σινάφια, σχολιάζοντας την ομοιότητα με το 6.).

Δεν αποκλείω καθόλου το να χρησιμοποιείται και σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις.

8. Οποιαδήποτε συγκέντρωση ατόμων σε πορεία (κυρίως διεκδικητική - συνδικαλιστική) που της λείπει ο αυθορμητισμός, ο αυτοσχέδιος παλμός κι η συνεπακόλουθη ζωντάνια. Με ειλικρινή κι άπειρη τρυφερότητα (έχοντας πλήρη συνείδηση, δέος και –γιατί όχι;- φόβο του τι επέρχεται σε όλους μας) σχολιάζονται έτσι οι πορείες συνταξιούχων.

Σε λοιπές περιπτώσεις αποτελεί απαξιωτικότατο χαρακτηρισμό και μομφή.

  1. (σημασία 1) «…ρε μάγκες, μπαίνω στο ίντερνετ αυτήν την στιγμή με το κινητό μου σαν μόντεμ, και το πρόγραμμα 1 ευρώ τη μέρα... βολεύει (οικονομικά τουλάχιστον) το προγραμματάκι…., γιατί πραγματικά είναι απεριόριστο, όμως, οι ταχύτητες ρε παιδιά... πολύ επιτάφιος...»

  2. (σημασία 1, επίσης) «…Τώρα πάντως, για να τα λέμε όλα, και αυτός Ζ… δεν έχει το Θεό του. Η ομάδα - απόντος του Γ… - παίζει χωρίς άκρα και αυτός θέλει λέει να του πάρουν βαρύ φορ και «δεκάρι». Να γίνει δηλαδή η ομάδα από αργή, επιτάφιος…»

  3. (σημασία 3) «…Θα προτιμήσω κάτι σε άοσμο BALM λόγω ευαίσθητης επιδερμίδας, αλλά και λόγω του ότι δεν θέλω η κολόνια μου να μπερδεύεται με το άρωμα του after shave και μετά να μυρίζω σαν επιτάφιος…»

  4. (σημασία 4) «…Έχει γεμίσει ledάκια παντού, και από κάτω από το αμάξωμα αυτές τις φωτεινές ράβδους μπλε και φουξ. Δεν σας λέω τίποτα. Επιτάφιος σκέτος. Ο περίγελος της πόλης...»

  5. (σημασία 5) «..Επιτάφιος ήταν ο χαρακτηρισμός που έδωσε στον Π… Κ… Ελλαδίτης καθηγητής διαιτησίας για την εμφάνιση που έκανε πρόσφατα διαιτητεύοντας παιχνίδι του ΠΑΟΚ στην Τούμπα…»

  6. (σημασία 5, επίσης) «…Όμως αυτή τη φορά ο Π… Κ… έγινε στην κυριολεξία ο Επιτάφιος της Σαλαμίνας, θάβοντας κάθε προσπάθεια της Βαρωσιώτικης ομάδας για διάκριση στη φετινή χρονιά…» (όλα απ' το δίχτυ)

  7. (για τις σημασίες 6 & 7) Βλ. μήδια (ό,τι πιο κοντινό βρήκα στο δίχτυ)

  8. (σημασία 8) «…Σε τι ωφελεί λοιπόν αυτός ο επιτάφιος; (αναφέρεται σε άριστα περιφρουρούμενη πορεία) Να θυμόμαστε πως ίσως κάποια μέρα έρθει η ανάσταση; Να τιμούμε το σώμα των εργατών που κρεμάστηκε με τα καρφιά του μνημονίου; Να κουβαλάμε για λίγο στο σταυρό όλοι μαζί όπως κάνουν σε κάποιες χώρες στη θρησκευτική ιεροτελεστία της σταύρωσης για να εκστασιαζόμαστε (μη πω καμιά άλλη λέξη) ένα τέταρτο και μετά πάλι τα κεφάλια μέσα;…» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου είναι μαζεμένη μια μεγάλη ομάδα από μπάζα, δηλαδή από άσχημες γυναίκες. Καθόλου περίεργο, αφού δοθέντος του ενός μπάζου, που έχει τον ανθρωποδιώκτη, δεν θα την πλησιάζουν άντρες, ενώ όμορφες γυναίκες μόνο για να ανεβαίνει η αυτοεχτίμησή τους, οπότε με την τελευταία εξαίρεση είναι αναμενόμενο να ελκύσει στην παρέα της και άλλα μπάζα, που θα αρθρωθούν σε μπαζοσχηματισμούς καταλαμβάνοντες αρκετό χώρο σε μπαράκια κ.ο.κ. Κάτι παρόμοιο με τον αντρικό αρχιδόκαμπο κ.τ.ό.

Η οικοδομή, ωστόσο, αποτελεί καλή ευκαιρία για τον μπαζοφονιά, που έχει κάνει νόημα ζωής το αν δεν μπαζώσεις δεν χτίζεις και μπορεί σε αυτήν να αποτελέσει τον μπαζοβοσκό της. Από λογοτεχνικές αναφορές, να πούμε προς τιμήν του ότι ο Peter Handke έκανε πρόσφατα ένα ριμέικ του Δον Ζουάν, όπου ως Δον Ζουάν παρουσιάζεται ένας άντρας που ανακαλύπτει την ομορφιά σε μικρές λεπτομέρειες γυναικών που δεν είχε ποτέ κανείς προηγουμένως προσέξει, και ξυπνά μέσα τους ακόμη πιο άγριο πόθο.

Όποιος, λοιπόν, δεν γαμάει ας μην παραπονιέται, υπάρχει κι η οικοδομή!

Πάσα: Jeanoir.

  1. - Άκυρη η πρόσκληση γιατρέ μου, μην ξεσηκώνεσαι. Το άντρο με τις πιπινέζες αποδείχτηκε οικοδομή με πιπινόμπαζα. Πάμε για άλλα...

  2. κι εσύ θα αναγκαστείς να την αντικρίσεις πρωί και ξενέρωτος, τότε πια δεν θα έχεις αυταπάτες: ήταν άλλο ένα μπάζο, ήταν άλλη μια νύχτα στην οικοδομή. (Εδώ).

  3. την μαζικότητα του φαινομένου πεντάμορφη και τέρας την βλέπω παντού... και ελπίζω να φταίει για αυτό μου το συμπέρασμα το μη αντιπροσωπευτικό δείγμα...γιατί όπως βλέπω η επόμενη γενιά (με βάση τα ζευγάρια που θα την δημιουργήσουν) θα είναι κατα κυριότητα μπάζα και η Ελλάδα θα γίνει μια απέραντι οικοδομή (γιατί έχουμε γεμίσει και μέτρια γκομενάκια βρε αδερφέ στους δρόμους...ας φωνάξει κάποιος τον μπόγια να μαζέψει τις άσχημες τουλάχιστον)! (Εδώ).

μπαζοκόφτης, απαραίτητο αξεσουάρ του μπάζου, (από allivegp, 04/01/11)To περιοδικό Harper\'s Baza-ar (το πιάσαμε το υποννοούμενο, έτσι;) με τη Γενιφέρη Αναγνωστοπούλου. (από allivegp, 04/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Σημαίνει:

  • Αυτόν που κάνει θόρυβο, αρβάλα αλλά και αυτόν που ανακατεύει, αναστατώνει, ψαχουλεύει (από το χαρχαλεύω),
  • τον άχαρο, τον ατσούμπαλο, τον αμπντάλη, τον άγαρμπο, τον χοντροκομμένο στις κινήσεις του. Πολύ κοντά στα αρβάλας, «χαχόλος», «χαχόλικος» (από το «χαρχάλι»).
  • τον αργόστροφο, το βλάκα, τον αδαή, τον άχρηστο, το μαλάκα που την έχει δει κάπως.
  1. «Ο πιτσιρίκος» (1933)
    Στίχοι, Μουσική: Γιάννης Δραγάτσης, Ογδοντάκης Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Ρούκουνας, Σαμιωτάκι

Βρε πιτσιρίκο φύλαξε, στο παραθύρι κοίταξε
(για να φουμάρουμε κι εμείς
μέσα στο σπίτι της Φανής (και μαμής).) χ2

Μα δεν ανθίζεσαι λοιπόν;
Ο Νώντας βρίσκεται απών
να κανονίσει το λουλά
για να φουμάρουν τα παιδιά.

Να και ο Νώντας έφτασε
το ναργελέ μας έφτιαξε,
(βρε σεις παιδιά φουμάρετε
το κέφι σας να κάνετε.) χ2

Ο πιτσιρίκος τα 'χασε,
το ναργελέ τον έσπασε.
Εγώ δεν δίνω ένα λεπτό
κι ας πα' να γίνει φονικό.

Γιατί να σπάσεις το λουλά
βρε πιτσιρίκο χαρχαλά;
Μέσα στα ούλα θα χωθώ
και μες στο αίμα θα βαφώ.

Ο πιτσιρίκος είμ' εγώ
θαρρείς πως θα σε φοβηθώ;
Σαν θέλεις αίμα για να πιείς
έβγα για να μ΄εκδικηθείς.

  1. «…Να δω εγώ, τώρα μ’ αυτόν τον χαρχάλα που έμπλεξε, θα της κάνει τέτοιες σκέψεις, αυτός. Θα έχει επίπεδο; Θα της μιλάει ευγενικά όπως της μιλούσα εγώ με τη βαθειά ζεστή φωνή μου, ….Τι έχει αυτός ο μπούλης να της προσφέρει, εξόν που δεν είναι φαντάρος κι έχει μια σάλα ο πατριός του και πουλάνε στο Μπραχάμι κλεμμένα μηχανάκια;…»

  2. «…Ο Κάσσανδρος το έπαιζε ότι είχε βηχαλάκι κι έτσι δεν ακολούθησε τον Αλέκο στις εκστρατείες. Έτσι όταν σκοτώθηκε ο τελευταίος, ο Κάσσανδρος πήγε να πάρει την εξουσία του βασιλείου της Μακεδονίας, αλλά η Ολυμπιάδα, η μαμάκα του Αλέξανδρου δεν ήθελε να τη δώσει σ’ αυτόν τον χαρχάλα κι έτσι ο πρώτος την έκανε σαν πατημένο κουτάκι της coca- cola…»

  3. «…ο Χ…ου είναι ο ορισμός της κενότητας, ο απατεωνίσκος ράφτης ήρθε να πουλήσει αντεργκράουντ και πρωτοπορία στο κοινό του «πώς το λένε το σόου με τους τραγουδιστάδες»... έζησε μερικά χρόνια στο μεγάλο μήλο και ξυσ'τ'αρχίδια σ’ με τον χαρχάλα…»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Ουσιαστικά είναι συνώνυμο με το χαρχάλα.

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα χρησιμοποιείται (πολύ συχνότερα απ’ ότι το χαρχάλα) μειωτικά και σαν βρισιά (συχνότατα πακέτο με το «μωρή»)και σημαίνει:

  • την άσχημη γεροντοκόρη, αυτή με τα πλαδαρά μάγουλα, την πουτάνα,
  • (κυρίως) την κουτσομπόλα, αυτήν που ανακατώνεται και φέρνει αναστάτωση όπου χώνεται, την κότα (ως προς τη χαζομάρα, την πουτανιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), την άχρηστη που το παίζει κάποια.

    2. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα και όχι μόνο) σημαίνει ό,τι ακριβώς τα χάρχαλο, χάρβαλο και (κατά μια έννοια) το χαρχάλα, αλλά χρησιμοποιείται σαφώς λιγότερο με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας ή/και υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

  1. «..Αχ ρε Β.. τι άδικος είναι ο κόσμος! Εκείνη η χαρχάλω του Α.., του έφερε γούρι και ξαναβγήκε Πρωθυπουργός, ενώ εσύ με την πανέμορφη Μαρία μόνο δυσκολίες έχεις!...»

  2. «…Κώλο έχει ωραίο αλλά βυζιά μικρά. Κρίμα. Με άριστα το 10, ένα 7.6 με τίποτα, είναι λίγο, και 8 είναι πάρα πολύ και ξεφεύγει. 7 με τάσεις ανόδου, αν σφίξει λίγο το σώμα γιατί είναι λίγο χαρχάλω. Γεμάτο 7-άρι λοιπόν….»

  3. «…Η Τζένι ΜακΚάρθι δεν είναι, πάντως, και του κατηχητικού. Έχει κι αυτή τα άπλυτά της στο ενεργητικό της. Το 2006 η γνωστή Αμερικανίδα πορνοστάρ Τζίνα Τζέιμσον (τι να μας πει μωρέ η χαρχάλω; Ξέρει τι κάνουνε με τις σαμπάνιες αυτή;) είπε σε μια συνέντευξή της ότι έχει διαβάσει δυο φορές το βίο της Σαπφούς της Λεσβίας με την Τζένι. Η 38χρονη Αμερικανίδα, πάντως, δεν αρνήθηκε τα πάντα. Είπε μεν ότι δεν κάνανε σεξ με την Τζίνα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι είχαν ψιλοφτιάξει ιμάμ μπαϊλντί παρέα….»

  4. «…Το Πάσχα είχα στείλει την κόρη μου στον πατέρα της να περάσει εκεί μαζί με την τωρινή του σύζυγο και τα παιδιά της Λέμε καμιά φορά ότι αν κάνεις κάτι κακό σου γυρνάει πίσω. Εγώ βλέπω το αντίθετο. Αυτοί περνάνε μια χαρά. Αυτή βολεύτηκε βρήκε ένα κωθώνι να δουλεύει όλη μέρα γι’ αυτή, τα παιδιά και την μάνα της, ενώ αυτή κάθεται όλη μέρα και κοπροσκυλάει στο σπίτι και είναι όλα μέλι γάλα. Σαν πασάς η χαρχάλω.»

  5. «…-Αν το θέλετε σε ψιλά, δηλαδή λίρες νομίσματα, βεβαίως να σας το κάνουμε. Χαρτονομίσματα όμως δεν μπορούμε να σας δώσουμε!;!;!; -Τι λες μωρή χαρχάλω που δεν μπορείς να μου το κάνεις όταν εχεις ένα ταμείο γεμάτο χαρτονομίσματα; Σου είναι δύσκολο να κανεις τις πράξεις;..»

  6. «…Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσικλέτα μια ΜΖ150 του 1972. Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσικλέτα. Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσικλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zundapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σασμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, «εκτελούνται μεταφοραί», που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ' αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.

1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.

Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).

Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.

2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.

Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.

3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.

Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.

4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.

Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.

5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.

Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:

6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,

7. η χαρχάλα,

8. η χαρχάλω,

9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.

Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».

Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.

Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).

Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.

  1. «…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»

  2. «…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»

  3. «-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
    -ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»

  4. «…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»

  5. «…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»

  6. «…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»

  7. «…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»

  8. «…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»

  9. «…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»

  10. «Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»

  11. « Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»

  12. « Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»

  13. «…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
    (όλα απ’ το δίχτυ)

  14. - Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
    - Θα χαρχαλεύονται ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισαγόμενος γυναικότυπος που έχει σλαβώσει την Ρωμιοσύνη.

Τα βασικά: Είναι ξανθή και δίμετρη με ατέλειωτα πόδια (βλ. και ξανθόν γένος). Αυτή είναι η φαντασίωση. Τώρα νταξ αν είναι μελαχρινή ή κοκκινομάλλα αλλά σλαβοφέρνει μπορεί οριακά να χαρακτηριστεί έτσι.

Δευτερεύοντα: Άλλα υποτιθέμενα σλαβικά χαρακτηριστικά, λ.χ. πολύ λείο φυσικώς άτριχο δέρμα, μήλα κ.ο.κ.

(Ορισμός του ουκρανάιζερ δίνεται επίσης εδώ: «Δίμετρη εργαλειόμπαρα με λευκόχρυσες ανταύγειες, γαλαζοπράσινη οθόνη, μπορδόροδα καυλομπουτόν, σε γούνινο περιτύλιγμα και μούνινο περιεχόμενο»).

Η κατάληξη παραπέμπει σε πολεμικά όπλα ή εργαλεία. Στον γούγλη κυριαρχούν δύο συμφραζόμενα:

  • Το ουκρανάιζερ υπάρχει κάπου σε μια τέλεια παραδεισιακή ουτοπία, ανάλογη με τα ουρί των μουσουλμάνων.
  • Σε εποχές κρίσης, συναντάται ως απάντηση στο ερώτημα τις πταίει για το πού πήγαν τα λεφτά που (υποτίθεται ότι) τα φάγαμε όλοι μαζί στις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Τέλος, να σημειώσουμε ότι το ουκρανάιζερ δεν συχνάζει μόνο σε ουκρανιζερί, μην είμαστε και ρατσιστές...

1.α. Σε εναν τετοιο κοσμο οι αντρες θα ειχανε ολοι μεταναστευσει σε εναν πλανητη τιγκα στα ξανθα διμετρα ουκραναιζερ! (Εδώ)

β. Άλλοι - πολύ λίγοι - ονειρεύονται τον κήπο της Εδέμ γεμάτο δίμετρες ξανθές κουκλάρες (γνωστές και ως «ουκρανάιζερ») έτοιμες για όλα, αλλά κυρίως για threesome. (Δες).

  1. α. ΕΣΥ αγρότη που πήρες τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και τα έκανες ουίσκια και Μερσεντές και Ουκρανάιζερ! (Δες).

β. Πιο καλά φτωχοί και χρεωμένοι και με τα Ουκρανάιζερ παραμάσχαλα… (Η κρίση και το σεξ. Οδηγός επιβίωσης)

  1. Και το ομώνυμο άσμα:

Όταν θα βγώ στη σύνταξη
και πάρω το εφάπαξ
θα αγοράσω μετοχές
σε Μέταλιστ και Άγιαξ

Θα φέρω Ουκρανάιζερ
από τη Σουηδία
Κάιζερ κι Energizer
σε ήπαρ και καρδία

Όταν χαλάσει η μύτη μου
θα ‘χω χρυσό ρουθούνι
θα έρχονται οι φίλοι μου
να κάνουν το μαϊμούνι

Κι όταν τελειώσουν τα €υρά
θα πάρω ένα Samara
και σαν τα κρύα τα νερά
κοπέλα απ’ το Sandanski.
(Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοδίστρα ονομάζουμε επίσης και τις γυναίκες που σπουδάζουν στις σχολές υγείας και πρόνοιας, γνωστές και ως Σχολές Επαγγελμάτων Υγείας & Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Π.). Αυτό το παρατσούκλι βγήκε από την άσπρη στολή τους (σκέψου νοσηλεύτριες στα νοσοκομεία) που φορούσαν παλιά οι μοδίστρες, αλλά και από το γεγονός του ότι κρατάνε βελόνες και τρυπάνε τον καημένο το κοσμάκη για πρακτικούς λόγους, γιατί και αυτές πρέπει κάπου να μάθουν και ο πιο εύκολος στόχος είναι τα λιγούρια των άλλων σχολών, π.χ μηχανολογία που κατακλύζεται από άντρες και κάποιος θα βρεθεί να τρυπηθεί με πολύ ευχαρίστηση με τραγικές συνέπειες γι' αυτό το άτομο, καθώς μετά του πονάει απίστευτα το χέρι, γιατί η χασάπισσα δεν βρήκε με την 1η φορά φλέβα, αλλά με την 101η. Οι ποδιές είναι υποχρεωτικές σε αρκετά μαθήματα. Ο χαρακτηρισμός αυτός λέγεται αρκετές φορές με πειρακτικό σκοπό, άλλες φορές θα περαστεί στο ντούκου, άλλες θα παρθεί ως βρισιά -ανάλογα το άτομο!

- Ωπ! για δες, έρχεται το Χριστινάκι με την ποδιά της. Μάλλον τώρα θα τελείωσε το μάθημα, σκέτη κάβλα είναι!
- Ωχ ναι... καλώς την μοδίστρα μας!
- Άντε γαμήσου ρε μαλάκα!

(από Khan, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως από κορίτσια τα οποία περιγράφουν ένα πολύ ωραίο αγόρι / άντρα. Διότι συνήθως τους αρέσει ένας μεγαλύτερος.

- Κοίτα, κοίτα τον θεό!!!!
- Μαναρομάναρο λέμε το κουκλί!!

βλ. μανάρι και μανουρομάναρο ή μανουλομάνουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified