Ο τέντζερης (<τουρκικό tencere), όταν δεν βρίσκει το καπάκι, αποτελεί μια χαριτωμενιά της ταβλο-σλανγκ που επιτελεί παρόμοια λειτουργία με τον χατζηπετρή, υποκαθιστώντας το «τέσσερις». Δηλαδή όταν κάποιος πετυχαίνει διπλή ζαριά, λέει «μία (πρώτο πούλι), δύο (δεύτερο), τρεις (τρίτο)» και μετά «τέντζερης» αντί για τέσσερις, σαν να ήταν από την μαρτυριάρικη μεγαλόνησο. Πάντως όσο και να το κάνεις, ο τέντζερης είναι λιγότερο θριαμβευτικός από τον χατζηπετρή.

Άλλο συνώνυμο: μία- δύο- τρεις- να τις φας και να πρηστείς.

Πάσα: Ντίνος

Μία (κλαπ) δύο (κλαπ) τρεις (κλαπ) τέντζερης (κλαπ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική ονομασία του ομαδικού ανδρικού αυνανισμού, καθώς η κίνηση του χεριού προσομοιάζει σε εκείνη του κουνήματος των ζαριών πριν τη ρίψη, ενώ φυσικά χρειάζεται άνω του ενός ατόμου για να παιχτεί σωστό, ζουμερό μπαρμπούτι. Πλεονεκτεί στο ότι δεν κινδυνεύει ο παίκτης να χάσει την περιουσία του, αλλά το πολύ πολύ 100 θερμίδες και 5ml σπέρματος.

- Τι κάνει ο γιόκας σου ο Γιαννάκης ρε; Μπήκε στο Γυμνάσιο;
- Τι να κάνει μωρέ... Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί εξασκείται στο τρομπόνι. Τον έχει κάνει λάστιχο... Προχθές που λείπαμε στο εξοχικό και γυρίσαμε, τον έπιασα με την παρέα του να παίζουνε μπαρμπούτι. Εἰχε γεμίσει χύσια το τηλεκοντρόλ. Εν τω μεταξύ έχει κι έναν ανώμαλο φίλο που του αρέσει να ξεριζώνει τις πουτσότριχες... Και βρήκα 5-6 στο βούτυρο. Βλέπεις δεν είχαμε ενυδατική... Μα γάμησέ τα σου λέω να τρίζει το σκυλί!

(από bmwgkouklidis, 24/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση, που δηλώνει προσποιητή άγνοια του λέγοντος, σε ερώτηση που η απάντησή της συνεπάγεται κίνδυνο ή που θίγονται τα συμφέροντά του (βλ. κάνω την κορόιδα / πέφτω να κάνω τη μπάμια τη γιαχνιστή).

Σύμφωνα με την καταγραφή των στρατιωτικών ψυχιάτρων Α. Δαβαρούκα – Γ. Σουρέτη («Τοξικομανία» 1981), προέρχεται από το αργκοτικό συνώνυμο του ναργιλέ «Θανάσης» ή «Θανάσης με το τρύπιο κεφάλι» ή «μάπας» κλπ.

Είναι γνωστό, ότι οι αυτοσχέδιοι ναργιλέδες στη φυλακή και στον τεκέ γίνονταν από ψωμί ή πατάτα κ.α. λόγω ελλείψεως υλικών, αλλά κυρίως ώστε να κρύβεται ή να αχρηστεύεται ταχύτατα το πειστήριον της χασισοποσίας και να αποφεύγεται η σύλληψη, οπότε σε έφοδο της αστυνομίας, που έψαχνε μπας κι είν’ εδώ-μπας κι είν’ εκεί (βλ. και εκδοχή μπασκίνας του poniroskylou), οι μάγκες ερωτώμενοι απαντούσαν δήθεν αθώα: Ποιος Θανάσης;

Εσφαλμένως συγχέεται με ομώνυμη ταινία του Θανάση Βέγγου (ο οποίος επανέλαβε λόγω ονόματος την ατάκα και σε πολλές άλλες), όπου ο ήρωας, κατόπιν μαζεμένων κατραπακιών, απαρνήθηκε τον παλιό φιλόστοργο εαυτό του και προσπάθησε να φανεί ανάλγητος και χοντρόπετσος, ώστε να μην τον εκμεταλλεύονται -κι απαντούσε «Ποιος Θανάσης;» όταν έκανε έκκληση στο φιλότιμό του τυχόν επίδοξος δωρεολήπτης.

Στο τάβλι έχει ειδική σημασία, διότι όταν ο αντίπαλος απειλήσει απρόσφορα να πλήξει κάποιο πούλι του παίκτη και ο τελευταίος ανατρέψει την εις βάρος του κατάσταση και περάσει δυναμικά στην αντεπίθεση (π.χ. φέρει εξάρες), τότε αρχίζει να λέει «Ποιος Θανάσης;» όσες φορές τον βρει εκτεθειμένο, ταυτόχρονα κοπανώντας ανηλεώς τα πούλια του αντιπάλου του, εν είδει τιμωρίας (π.χ. «ποιο χέρι ήτανε;» που βαράγανε μια φορά οι μαμάδες)…

  1. - Λοιπόν, πού θα πάμε το καλοκαίρι;
    - Θα πάμε Κρήτη, να τη γυρίσουμε όλη!
    - Μα καλά, η Κρήτη είναι μεγάλη, πώς θα τη γυρίσουμε χωρίς αυτοκίνητο;
    - Θα μου πάρει φέτος αυτοκίνητο ο μπαμπάς μου!
    - (Μπαμπάς): Ποιος Θανάσης;

  2. (Εξετάσεις):
    - Δε μου λες εσύ εκεί πίσω, για φέρε την κόλλα σου να τη δω…
    - Ποιος Θανάσης;

Μερικές φορές η άγνοια δεν είναι προσποιητή!... (από Khan, 28/08/09)

Βλ. και ποιος ήταν; / ποιος ήρθε;, τι έκανε, λέει;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται στο τάβλι όπως στο παράδειγμα και πριν ριφθούν οι κύβοι, όταν κάποιος θέλει να του κάτσει ένα ζάρι από τα δύο σε συγκεκριμένο αριθμό, δηλώνοντας ότι το άλλο το γράφει ζμπούτσατ.

- Έξι και σκατά ρε πούστη, να σου πιάσω παραμαμά.
- Έλα ρίχ' τα, τα ζάλισες.
- Ασσόδυο...

(από allivegp, 14/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τάβλι υφίσταται μια εθιμοτυπία. Δεν είναι ούτε μπριτζ ούτε σκάκι, να παίζεται στα μουγκά.
Δεν είναι γνωστό αν ο Θεός παίζει ζάρια, αλλά είναι σίγουρο ότι ο Μακιαβέλι θα ήταν τρανός ταβλομάχος.

Η εν λόγω, είναι μια από τις πολλές ειρωνικές και ψευδο-αφελείς εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται όταν η ενδεικνυόμενη κίνηση είναι ηλίου φαεινότερη και η νίκη βέβαιη. Ο έχων το πάνω χέρι χαζο-διερωτάται, πώς να παίξει την οφθαλμοφανώς ευνοϊκή ζαριά, πράγμα που κρύβει σαδισμό, αφού καλείται (δήθεν) ο γαμούμενος αντίπαλος να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον θα πουτσισθή...

Η έκφραση μπορεί να λεχθεί αφού ο παίκτης φέρει την ευνοϊκή ζαριά (π.χ. εξάρες), αλλά και (υποθετικά) πριν ακόμα ρίξει, δηλαδή μόλις τελειώσει το παίξιμό του ο αντίπαλος, που έχει αφήσει ανοικτούς λογαριασμούς στο ενδεχόμενο να φέρει στην συνέχεια ο παίκτης μια συγκεκριμένη ζαριά, με την οποίαν π.χ. θα πλακώσει πούλι του αντιπάλου, θα κάνει εξάπορτο κλπ. Έτσι, λέει ο παίχτης π.χ.: (Αν φέρω) «τα πεντάρια μου, πώς θα τα παίξω;» Πολλές φορές, ο εκνευρισμένος αντίπαλος θα αναγκασθεί να πει: «Βρέ, παίξε εκεί τώρα»...

Σημειωτέον η επικαλούμενη ευνοϊκή ζαριά (π.χ. ντόρτια, έξι-πέντε κλπ αναλόγως), πάντοτε συνοδεύεται από την κτητική αντωνυμία «μου», δηλαδή δικαιωματικά μου ανήκει-αξίζει να φέρω αυτό το συγκεκριμένο ζάρι, γεγονός το οποίον παραπέμπει αφ’ ενός στην δεισιδαιμονία των τζογαδόρων πριν να κάτσει η ζαριά, αφ’ ετέρου αφού κάτσει, επιρρωνύει το ταβλαδόρικο, αυτο-εξιλεωτικό της κωλοφαρδίας θέσφατο: «Ο καλός ο παίκτης έχει και καλό ζάρι-δεν συμβαίνει όμως απαραίτητα και το αντίστροφο».

Αν δεν έρθει η καλή ζαριά, τότε ο αντίπαλος λέει: «Έχει και τέτοια μέσα!» και τραβάει (κρυφά) μια βαθιά αναπνοή...

Στη συνέχεια, ο παίκτης σε περίπτωση που κάθεται η ευνοϊκή (γι’ αυτόν) ζαριά, συνήθως καμώνεται ότι παραπονιέται, π.χ. λέει «πάλι;», «όχι ρε γαμώτο!» κλπ και χτυπά τον αντίπαλο δήθεν δύσθυμος, για να μην διαπράξει ύβρι τρόπον τινά, ενώ ταυτόχρονα σπάει τ’ αρχίδια του αντιπάλου κωλυσιεργώντας, αφού τον γαμεί και τον φουμάρει κι από πάνω.

Αντίθετα, αν ο αντίπαλος αφού τελειώσει το παίξιμό του, μένει εκτεθειμένος σε ενδεχόμενη ψωλιά, είτε ένεκα αβλεψίας, είτε γιατί δε γίνεται αλλιώς (φορσέ), τότε ο παίκτης του δείχνει το έκθετο πούλι και ταυτόχρονα λέει πριν τραβήξει: «Τούτο;» ή «Τούτο νυφούλαμ’;» ή «Τούτο μαρ’ νύφ’;» (Ρούμελη), δηλαδή δήθεν διερωτάται με συμπόνοια τί θ’ απογίνει το έρημο το πούλι σε περίπτωση που το τσακώσει, φέρνοντας ένα συγκεκριμένο συνδυασμό.

Αν όμως ο αντίπαλος έχει στην πραγματικότητα πενταετές πλάνο υπ’ όψη του και αποκοιμίζει τον παίκτη, περί δήθεν μαλακισμένης κινήσεώς του, τότε απαντά απαθώς: «Εγώ θα το παίξω κι αυτό» ή «για πάρτη μου», (το τελευταίο λέγεται και στο μπαρμπούτι).

Παρά ταύτα, όσο στο τάβλι το βάθρο του νικητή θα έχει θέση μόνο για έναν, τόσο η αφελώς εύστοχη ερώτηση του Νάντο (αδελφού της Μαφάλντα) «τότε ο άλλος γιατί παίζει;» θα παραμένει επίκαιρη...

(Πλακωτό):
- Έτσι παίζεις; Μου αφήνεις το πεντάρι ανοιχτό;
- Για δούλευε ζάρι, να βλέπω!
- Και τα εξάρια μου, πώς θα τα παίξω;
- Καλά, φέρ' τα πρώτα και μετά βλέπουμε...
- Εξάρια! Πελάααααατες μουουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Ο χαλασμένος
2) Ο εξαιρετικά άσχημος
3) Η κοκάλα, από κατάχρηση ουσιών.

- Καλά ρε μαλάκω, από όλους στον καφένε, αυτόνε βρήκες να ρωτήσεις, για το πώς θα πάμε στο χωριό της βάβως σου;;;;
- Ναι καλέ μου, γιατί τι είχε;
- Αυτός, Φούλη μου, ήταν σαν να τον βάρεσε η Παναγία με το τάβλι!!

...αφού τσαντίστηκε που όλο έφερνε ασσόδυα... (από Khan, 26/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.

Γιαννιώτικο ιδίωμα.

«Για να δω!! εγώ μπορώ να φέρω εξωπέντε... και να του πλακώσω τη μάνα, να το χάσει διπλό!!» φώναξε ο Δημητρός και χτύπησε δυνατά τα χαρπατσούκουλα μέσα στο τάβλι... τα οποία εκσφενδονίστηκαν στο χώρο του καφενέ.
«Σιγάααα ρε φίλος, να σου φέρουμε καμιά σκάφη... να τα ρίχνεις μέσα, χα χα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέταρτο παιχνίδι του ταβλίου που γνωρίζουν λίγοι και παίζουν ακόμη λιγότεροι. Έχει χαρακτηριστεί τυχερό παιχνίδι από τους αυτοθεωρούμενους επιστήμονες που απεχθάνονται την κωλοφαρδία. Βέβαια εκεί που η κωλοφαρδία ενσωματώνεται στη λογική, αρχίζει το γκιούλ. Εδώ βέβαια μπορεί να αρχίσει θεολογική, φυχολογική και παραψυχολογική συζήτηση, γιατί αφενός υπάρχει η ψυχολογική κωλοφαρδία (φέρνω ότι θέλω) αλλά και η τοποθέτηση του εγώ απέναντι στα θεία (αν θεωρήσουμε ότι η κωλοφαρδία είναι θεόπνευστη).

Παίζεται με τους γενικότερους όρους που διέπουν το «φεύγα» με τις εξής διαφορές:
Ο παίκτης μπορεί να τοποθετήσει αμέσως πούλια στην περιοχή του χωρίς να χρειάζεται να κατέβει στην περιοχή του αντιπάλου. Μετά και τη δεύτερη ζαριά, η οποία παίζεται φευγοειδώς (δηλαδή στην τρίτη ζαριά), «παίζονται» οι διπλές, δηλαδή όποιος φέρει μια διπλή (x,x) παίζει και όλες τις επόμενες διπλές {(x+1,x+1) έως (6,6)} με αύξουσα πάντα σειρά. Συνεπώς η μεγαλύτερη ζαριά είναι οι άσσοι (1,1). Ο κάθε παίκτης ουδεμία υποχρέωση έχει να αφήσει διαδρόμους στον αντίπαλο. Μπορεί να τον κλείσει παντού. Αν κάποιος παίκτης φέρει ζαριά που δεν έχει να παίξει (εξ ολοκλήρου ή τμήμα αυτής) αφού κάνει τις κινήσεις που μπορεί, τις υπόλοιπες τις παίζει ο αντίπαλος.

Εκ του ονόματος φαίνεται να έχει τούρκικη προέλευση, ωστόσο, ακολουθώντας την πάγια άποψη μου ότι οι Τούρκοι ήταν παντελώς ανίκανοι να αναπτύξουν εκ θεμελίων δικό τους πολιτισμό, αλλά ικανότατοι στην οικειοποίηση άλλων, βρήκα ότι είναι αραβικής προέλευσης (Μουλτεζίμ = > φεύγα και γκιούλ).εδώ

Πέρα από το τάβλι η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει την τύπου ντόμινο ακολουθία καταστάσεων.

Ούτε γκιούλ να έπαιζα ρε φίλε, με πήρε η κάτω βόλτα και δε μπορώ να σηκώσω κεφάλι. Από σφαλιάρα σε σφαλιάρα.

Γκιουλ Καντίμ, πρώην Λούβαρη, πρώην Φιξ (από johnblack, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Οι μικρές νιφάδες χιονιού. Κατά τον πασαδόρο Γκάτσμαν η έκφραση χρησιμοποιείται στις περιοχές Νάουσας και Έδεσσας.

  2. Ο βλάκας. Την ίδια σημασία έχει και το κουρκούτι.

  3. Τα απλωμένα και γι' αυτό επισφαλή πούλια σε παίγνια του ταβλιού.

  4. Στην πανεπιστημιακή ιδιόλεκτο, είναι οι φωτοτυπίες, δελτία και βιβλία που απλώνει ο φοιτητής, όταν γράφει εργασία.

  5. Η έκφραση τον απλώνει τον τραχανά είναι ένα από τα πολλά συνώνυμα του την τρίζει την όπισθεν.

  1. - Χιονίζει σ΄ εσάς; - Ε, λίγο τραχανά τον ρίχνει...
    - Σ' εμάς ρίχνει παπάδες! Μιλάμε για ΤΟ τσόκρυο!

  2. Όταν ένας Έλληνας τραχανάς αντί να αυνανίζεται δημιουργεί video στο YouTube έρχεται ένας άλλος βαλκάνιος τραχανάς και του απαντάει με τη δική του μαλακία. (Οι τραχανάδες των Βαλκανίων).

  3. Με τον τραχανά που έχεις απλωμένο, θα σε πλακώσει.

  4. Δεν σε καλώ σπίτι γιατί έχω απλώσει τραχανά για το ΠουΤσουΝτού.

  5. ΘΕΟΣ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΟΤΙ ΤΟΝ ΑΠΛΩΝΕΙ ΤΟΝ ΤΡΑΧΑΝΑ ;;;;;;; ΩΧ ΔΕΝ ΧΟΡΤΕΝΩ ΝΑ ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ!!!!! (Εδώ).

(από daisy_mantroskylos, 10/03/11)(από daisy_mantroskylos, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χαρκτηρίζει ανθρώπους με ψυχολογία looser, γκαντέμηδες, άτυχους και άσχετους σε σοβαρά αθλήματα όπως το τάβλι.

- Πάλι άσσο δύο έριξα ....
- Τι κατσίκι είσαι βρε αδελφάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified