Φλάφερ ονομάζεται το άτομο το οποίο είναι επιφορτισμένο με το να κρατάει σε στύση έναν πορνοστάρ ανάμεσα στα γυρίσματα των σκηνών.
Ε! Μάκη! Ο επιβήτορας μιλάει με τον σκηνοθέτη, στείλε την φλάφερ να του «τονώσει το ηθικό».
Φλάφερ ονομάζεται το άτομο το οποίο είναι επιφορτισμένο με το να κρατάει σε στύση έναν πορνοστάρ ανάμεσα στα γυρίσματα των σκηνών.
Ε! Μάκη! Ο επιβήτορας μιλάει με τον σκηνοθέτη, στείλε την φλάφερ να του «τονώσει το ηθικό».
Βλ. και ανάφτρα.
Got a better definition? Add it!
O φαξ σέρβερ (fax server), ο εξυπηρετητής των φαξ δηλαδή, π.χ., αποτελεί την πύλη εισόδου/εξόδου των φαξ που αποστέλλονται και λαμβάνονται μέσω των διαφόρων υπολογιστών, ενός εταιρικού δικτύου και ασχολείται με τη διαχείρισή τους.
Κάνοντας μια μικρή παράφραση, το τοπίο αλλάζει δραματικά. Προκύπτει ο φακ σέρβερ, που, ω της περιπτώσεως, το τελευταίο γράμμα της πρώτης λέξης (κ) με το πρώτο της δεύτερης (σ) κάνουν τον όρο φακ σέρβερ, να προσεγγίζει την εκφορά του όρου, φαξ σέρβερ.
Όταν δε η παύση μεταξύ των δυο λέξεων είναι μικρότερη, η προσέγγιση είναι μεγαλύτερη και η πιθανότητα παραπλάνησης του άλλου είναι μεγαλύτερη. Στην παραπλάνηση βέβαια του άλλου συμβάλλει το γνωστικό υπόβαθρο κάποιου ακροατή για τέτοια θέματα, η αντιληπτική του ικανότητα, τα συμφραζόμενα καθώς και ενδεχόμενα ακούσματα του όρου που αυτός μπορεί να διαθέτει.
Ποιος είναι όμως ο φακ σέρβερ;
Η φράση σχηματίζεται από την αγγλική λέξη fuck (συνουσιάζομαι) κι από την επίσης αγγλική λέξη server (εξυπηρετητής). Μιλάμε λοιπόν για εξυπηρετητή σεξουαλικών περιπτύξεων.
Ως φακ σέρβερ, θεωρούμε κάποιον που συνουσιάζεται με έναν ή παραπάνω παρτενέρς. Λόγω όμως ότι η λέξη σέρβερ παραπέμπει περισσότερο σε δικτυακή χρήση αρκετών τερματικών (λοιπών δικτυακών υπολογιστών), ο όρος κολλάει περισσότερο στην περίπτωση παρτούζας.
Επειδή δε ο όρος σέρβερ παραπέμπει σε εξυπηρέτηση δικτυακών υπολογιστών και γι' αυτό πρέπει να 'ναι ταχύτατος και να διασυνδέεται σε dt με τα τερματικά, ο όρος φάκ σέρβερ δένει καλύτερα με έναν ταχυπηδήκουλα που διαθέτει επαναληπτική καραμπίνα.
Αν τώρα διαβαίνει κι άλλος άνδρας τη γέφυρα του ποταμού γαμάει, ως φακ σέρβερ θεωρείται αυτός που κατά τη γενική ομολογία των συναθλητών, είναι ο... εξυπηρετητής (κριτήρια: αντοχή, τεχνική, κεντρικότητα ρόλου).
Λάουρα: Καλλιόπη σήμερα που κατά την Πετρούλα και την Πούτση έχει πουτσόκρυο, προτείνω να έρθεις απ' το σπίτι για να ζεσταθούμε συλλογικά.
Καλλιόπη: A..
Λάουρα: Έχω φτιάξει που λες στο μαλακοπίτουρα το Μένιο, μια κατσαρόλα θαλασσινό βιάγκρα. Θα είναι φακ σέρβερ με τα όλα του ο Μένιος απόψε. Δε θα πέσει σε φάση nietwork όπως τις προάλλες. Στο εγγυώμαι.
Καλλιόπη: Μα τι σχέση έχουν τα fax με το θαλασσινό βιάγκρα; Ξέρω εγώ να στέλνω fax;
Λάουρα: Μην το κουράζουμε. Έλα για τρίο.
Καλλιόπη: Τρίο Κιτάρα;
Λάουρα: Είσαι ωραία αλλά ξανθιά γαμώ την αγανάκτηση. Κοίτα για αυτό που θα γίνει το βράδυ δε χρειάζεται μυαλό. Μια παρτουζίτσα θα κάνουμε μωρή ηλίθια.
Καλλιόπη: Και το φαξ τι το θέλουμε; Θα κάνουμε καμιά περίεργη στάση που χρειάζεται αυτό το ρημάδι;
Λάουρα: Σκάσε και έλα.
Got a better definition? Add it!
Το προσφιλές strap-on, το ζωνάτο δηλαδή ντίλντο που φέρουν όσες / όσοι επιθυμούν να συνουσιάσουν ενεργητικά αλλά αδυνατούν ελλείψει (λειτουργικού) πέοντος.
Βλ. επίσης: στραπούτσα, στραπονάρι, στραπονιάζω, αστραπόνγιαννος, γαμπρός, κ.ά συμπληρώματα διαστροφής.
1. κουφάλα Μαρκογιαννάκη το γλίτωσες το στραπόνι απ την Κωνσταντοπούλου
2.
Μαρία αν το δεις τράβα να ισιώσεις με κανα στραπόνι την γκεοπαρέα σου... φιλιλα πολλά μωρή μπαλότσα και στον Νικολάκι που έχει περίοδο αυτό τον καιρό !
2.
όταν τελειώσει το μπυρόνι
έλα περσεφόνη
λιώσε με με το στραπόνι
αλλά μάλλον θα με καψουρευτεί σαν χαζόνι
και τελικά θα φάω χυλοπιτόνι
και θα μείνει το στραπόνι
ξεχασμένο πάνω στο κουτί με το πριόνι
να θυμίζει όμορφες στιγμές στο χιόνι
2.
…Κορίτσι μου πολύτιμο
κατακτητή μεγάλε
το πέος σου είναι σκληρό
και δε νομίζω να μπορώ
τέτοια υπέρμετρο δοκό
ξωπίσω μου να βάλω…
(από το ποήμα «Το στραπόνι»)
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που ανέχεται η επιτρέπει συνειδητά και σιωπηρά η γυναίκα του να εκδίδεται για ανταλλάγματα σε στενό κοινωνικό κύκλο, επωφελούμενος και ο ίδιος απ' αυτά.
- Φυσικά και γνωρίζει τι κάνει η γυναίκα του.
- Κατάλαβα, καλός ρουφιάνος είναι.
Βλ. και ρουφιανόσπιτο.
Got a better definition? Add it!
Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.
Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.
Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.
Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.
Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».
Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...
- Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
- Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
- Τι λες τώρα;!!
- Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
- Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...
- Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
- Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.
Got a better definition? Add it!
Κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού «what's your poison» που στην ουσία ρωτά «με τι φτιάχνεσαι;», «με τι την βρίσκεις;», «ποιο το κόλλημά σου;».
Αν κι αναφέρεται κυρίως σε ξίδια, ουσίες και βίτσια, έχει φτάσει να κυκλοφορεί από και καλά αλάνια μπάρμεν, ίσως, γιατρούς και νταβατζήδες με πολλά κονέ, μέχρι το πληκτρολόγιο κάθε βιαστικής ντεμέκ άνετης και περπατημένης νετο-γιαλόμας, όταν βολιδοσκοπεί τα όποια γούστα του εκάστοτε συζητητή.
To γνωστό αναντάμ παπαντάμ απ' τον Titus Lucretius Carus: Ut quod ali cibus est aliis fuat acre venenum πως «ό,τι αποτελεί τροφή για κάποιον, αποτελεί πικρό δηλητήριο για κάποιον άλλον», μοιάζει να ανάγεται από μια υπερανεκτική κοινωνία, σχεδόν χαριτωμένα και τελείως απενοχοποιητικά, σε αήθη κατανάλωση (ο πελάτης έχει πάντα δίκιο) οποιουδήποτε προϊόντος ή υπηρεσίας (όλα εμπορεύματα προς πώληση, για να κινηθεί με το νταλαβέρι η Αγορά).
Υπονοείται προφανέστατα, πως καθένας έχει τουλάχιστον από ένα, που στην τελική τον χαρακτηρίζει μονοδιάστατα, τουλάχιστον σ' όποιον ρωτά.
1.
-Η μόνη απορία πλέον είναι ποιο είναι το δηλητήριο σου πρωί - πρωί. Ουίσκι; Βότκα; Ρούμι; Τσίπουρο; Ποιο;
-Όλα ρε, σε σφηνάκι.
2.
Λοιπόν, ποιο είναι το δηλητήριό σου απόψε; Τι είναι αυτό που σε βοηθά να κρύψεις αυτό που τα μάτια σου προσπαθούν να προδώσουν; Τι είναι αυτό που σου δίνει ενέργεια να χορεύεις όλο το βράδυ, αυτό που σε κάνει να δείχνεις όμορφη, ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα; Τι έχει κάνει όλα τα μάτια να καρφωθούν πάνω σου; Είναι μήπως αυτό που βρίσκεται μέσα στο ποτήρι σου, που έχει γεμίσει κι αδειάσει ήδη τρεις φορές; Είναι η μουσική που έχει πλέον γίνει ένα με τους παλμούς της καρδιά σου, τα φώτα που έχουν κάνει τα πάντα γύρω σου να εξαφανιστούν κι αισθάνεσαι σα να έχεις μεταφερθεί ολομόναχη σ' έναν πύρινο πλανήτη;
(όλα απ' το δίχτυ)
Δες και δηλητήριο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τεχνικός όρος των στριπτητζόφιλων για την στρηπτιτζού/λικνιτζού, που δεν σερβίρει φραπέ μεταξύ των υπηρεσιών της, και για τον λόγο αυτό καθίσταται persona non grata (ανεπιθύμητο πρόσωπο).
Συνώνυμα: ντεκαφεϊνέ, ντικάφ, decaf/ ντεφραπεϊνέ, ντιφραπ, defrap
Αντώνυμα: φραπεδιάρα.
Trivia: Ένα ευαγές ίδρυμα έχει στο μενού του τόσα διαφορετικά είδη φραπέ, όσες και οι φραπεδιάρες στρηπτιτζούδες. Γιατί, κατά βάθος, κάθε φραπέ είναι διαφορετικό, έχει διαφορετικές αναλογίες, ρυθμό, βγάζει διαφορετικό αίσθημα, μπορεί να έχει διαφορετική έκβαση, κατάληξη, απρόοπτα...
Οι ονομασίες των φραπέ σχηματίζονται από το όνομα της στρηπτιτζούς συν την κατάληξη -τσίνο. Έτσι υπάρχουν λ.χ. τα:
Τζεσικοτσίνο, Μαρινοτσίνο, Λιλιαντσίνο, Λαουροτσίνο, Κατριντσίνο, Εμανουελλτσίνο, Σαντροτσίνο κ.ο.κ.
-Η Τζέσικα κάνει φραπεδούμπα;
-Όχι ρε! Είναι η persona non frappa του ευαγούς ιδρύματος, ακόμη να το μάθεις;
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται σε καλλιτεχνικούς κύκλους ως ευφημισμός για κάτι ανάλογο με το casting couch, δηλαδή για ρόλους που παίρνουν ηθοποιοί, τραγουδιάρες /-άρηδες, μοντέλα με το σπαθί τους και με το βυζογραφικό τους. Γενικότερα, για σχέσεις που αναπτύσσουν Ζαχόπουλοι εργοδότες σε καλλιτεχνικούς κύκλους, λ.χ. σκηνοθέτες κ.τ.λ. για να προωθήσουν, άκα ζμπρώξουν την καλλιτεχνική καριέρα των προστατευομένων τους. Το ορίτζιναλ είναι το casting couch των ταινιών πορνό, όπου τυπάδες σε στυλ Pierre Woodman δοκιμάζουν το πληθωρικό ταλέντο των πρωταγωνιστριών τους ιδίοις πούτσασι.
Ασίστ: Πονηρόσκυλο.
- Πού έχουν χαθεί η πρωταγωνίστρια κι ο σκηνοθέτης και τους ψάχνουμε τόση ώρα;
- Της κάνει μια οντισιόν.
Οι κακές γλώσσες λένε ότι η Πάμελα Άντερσον πήρε τον πρώτο της τίτλο Μις με οντισιόν από την κριτική επιτροπή.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Α) Ανορθόγραφο υποκοριστικό του γνωστού «κρόσσι»: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. όπως διαβεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος εδώ.
B) Στα σινάφια των μηχανόβιων, χαϊδευτικό – υποκοριστικό για μηχανάκι για διαδρομές εκτός ασφάλτου (χώμα, λάσπη, ανώμαλος δρόμος, φευ! επαρχιακές οδοί).
Δεν υπάρχει έφηβος, κι όχι μόνο, με το πειραγμένο γονίδιο που να μην το πόθησε κολασμένα, συχνά περισσότερο κι από τη γκόμενα που έβαζε να καθίσει στο παπί του. Κάτι η εκτοξευμένη σε άλλη πίστα εκτίμηση των γύρω με τα ίδια μυαλά, κάτι η εντύπωση μιας επικίνδυνης αλητείας που σε πάει παντού και κυρίως, η σιγουριά που δίνει το μουγκρητό ανάμεσα στα σκέλια, πως το αντριλίκι αυξάνει με τα σκονισμένα χιλιόμετρα, δεν είναι και λίγα σαν ανταπόδοση μιας επένδυσης που κόστισε κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο μίζερες εργατοώρες εδώ κι εκεί.
Προφανώς, από το αγγλικό «motocross»: αγώνες ανώμαλου εδάφους.
Συμπληρωματικό / εναντιωματικό: «στριτάκι».
Γ) Στα σινάφια μπουρδελιάρηδων και δη, όσων τους αρέσουν τα ξινά, νεαρός (συνήθως)… αρτιμελής έως αρτιμελέστατος, που τη βρίσκει με το να δίνει κώλο (αλλά και για το γάμιστρο) ντυμένος από ξέκωλο έως θεόμουνο, αντίστοιχο στοκάρισμα, περούκα και ανάλογα κοσμήματα, φρου φρου κι αρώματα.
Ασφαλώς, οι θηλυπρεπείς με τον αντίστοιχο… αέρα πείθουν περισσότερο ανεβάζοντας (μάλλον) τη… διάθεση.
Προφανώς από το αγγλικό «crossdresser»: παρενδυτικός.
Συνώνυμα: «τραβεστί» (συγκριτικά, σχεδόν κυριλέ), τραβέλι (συγκριτικά, κάπως πιο μπρουτάλ - υποτιμητικό).
Να μην συγχέεται με το τρανς.
Συντομογραφία: «cd».
(Η κριτική για το εδώ βίδεο).
(Όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όσοι στρατιώτες αποστέλλονται σε βέβαιο θάνατο στα χαρακώματα προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος στρατηγικός στόχος. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά κυρίως για στρατευμένες δευτεράντζες (π.χ. πεζικάριους) που θεωρούνται περισσότερο αναλώσιμοι από τις πιο κυριλάτες και καλά εκπαιδευμένες μονάδες (ναυτικό, αεροπορία, κλπ). Σε μορφές ατάκτου πολέμου, συνώνυμο της «ανθρώπινης ασπίδας».
Σλανγκικά και μεταφορικά έχει υιοθετηθεί ένθερμα ως ξύλινη γλώσσα φιλειρηνιστών και αριστεριτζήδων. Ενώ τα φαλλικά συμφραζόμενα κανονιού - σαρκός είναι πρόδηλα, η έκφραση δεν καταγράφεται σε πλαίσια φάσωματος τόσο συχνά όσο θα περίμενε ο αρρωστημένος νους ενός σλάνγκου.
Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση ανήκει στον François-René de Chateaubriand και στρέφεται κατά του Ναπολέοντα (1814): «On en était venu à ce point de mépris pour la vie des hommes et pour la France, d'appeler les conscrits la matière première et la chair à canon», τουτατέστιν, «η περιφρόνηση για τις ανθρώπινες ζωές και για τη Γαλλία φτάνει στο σημείο να αποκαλούν τους στρατευμένους πρώτη ύλη και κρέας για κανόνια».
Αγγλιστί: cannon fodder.
Βλ. και σχετική μαγειρική συνταγή.
(από το ΔΠ: Χάνκοντας)
- Φτώχεια, πόλεμος μεταξύ των Μαφιών, ισλαμιστική τρομοκρατία: το Κρεμλίνο έχει χάσει τον έλεγχο του Βόρειου Καυκάσου. Tην πληρώνουν, όπως πάντα, οι άμαχοι. Ας αρχίσουμε με τις «μαύρες χήρες», που έδωσαν πάλι τίτλο χθες σε όλες τις εφημερίδες του κόσμου. Για τον γάλλο συγγραφέα και φιλόσοφο Μαρέκ Αλτέρ, που γνωρίζει καλά την Τσετσενία, πρόκειται για νέες γυναίκες- οι περισσότερες απ΄ αυτές είναι 15 ώς 19 ετών- που είτε έχουν πουληθεί από τους γονείς τους είτε έχουν πέσει θύματα απαγωγής, όπως συνέβαινε στην Καμπότζη του Πολ Ποτ. Γυναίκες υποταγμένες - άλλωστε η ίδια η λέξη «μουσουλμάνος» σημαίνει υποταγμένος- που γίνονται εύκολα κρέας για τα κανόνια. (εδώ)
- Καταταγείτε: Γίνετε κρέας για τα κανόνια μας. «Ράμπο» με ΝΑΤΟικές προδιαγραφές ψάχνει απεγνωσμένα η κυβέρνηση με διαφημιστική καμπάνια που απευθύνει στους νέους
(εκεί)
- Τα συμφέροντα είναι τεράστια και οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν ξανά τους Ελδυκάριους (ΕΛΔΥΚ-ΤΟΥΡΔΥΚ) ως κρέας στα κανόνια τους. Εξάλλου ποιος ξεχνά τους νεκρούς Κύπριους φαντάρους και αξιωματικούς από την έκρηξη στην Ναυτική Βάση στο Μαρί, που γειτονεύει με το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, εξαιτίας των πολιτικών παιχνιδιών της κυβέρνησης Χριστόφια.
(παραπέρα)
- Είναι φρόνιμη ιδέα η Δίκυκλη Αστυνόμευση, κυριολεκτικώς “Chair a Canons”(Κρέας για τα κανόνια) σε μια πόλη που παρουσιάζει πλέον χαρακτηριστικά τριτοκοσμικού τύπου ανομίας, με δράση συμμοριών βαρέως οπλισμένων και αδίστακτων κακοποιών; (παραδίπλα)
Got a better definition? Add it!