Further tags

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χορευτική φιγούρα που θυμίζει τον τρόπο που χόρευαν οι αρκούδες των γύφτων στα πανηγύρια. Ένα βαρύ χοροπηδητό, χωρίς ίχνος ρυθμού και χάρης. Συνήθως αυτό που χορεύεται δεν έχει σχέση με αυτό που ακούγεται.

Συναντάται κυρίως στις πίστες των μπουζουκλερί, μετά τις 3 τα χαράματα και αφού οι θαμώνες έχουν καταναλώσει ικανοποιητικές ποσότητες Θήβας Ρήγκαλ για να χάσουν κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και να μη νιώθουν στάλα ντροπή.

(Ο άβγαλτος μπουζουξής στον πληκτρά):

- Ρε συ, εμείς βαράμε βαριά ζεμπεκιά κι αυτοί χορεύουν τσιφτετέλι;
- Εμ βέβαια, 3 η ώρα αρχίζουνε οι αρκουδιές.
- Πού κατάντησα ο καλλιτέχνης...

(από slangprof, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι γεγονός πως η λήξη ενός ποδοσφαιρικού ματς, δίνεται με το σχετικό σφύριγμα του διαιτητή του ματς.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ματς παρομοιάζεται με το εργασιακό ωράριο και η λήξη του με τη λήξη του εργασιακού ωραρίου. Διαιτητής δεν είναι άλλος από το ρολόι που θα σημάνει την αναμενόμενη ώρα λήξης της εργασίας.

Ο όρος εκφράζει την αναμονή των εργαζομένων για την πολυπόθητη αναμενόμενη ώρα λήξης του ωραρίου τους, ώρα που θα τερματιστεί η κούραση για την πληθώρα των ιδιωτικών υπαλλήλων και η δράση των σπαζαρχίδικων αφεντικών τους πάνω τους, παρά τη γραψαρχιδίνη που παίρνουν ορισμένοι εξ αυτών. Αυτή η ώρα δε, θα σημάνει τον τερματισμό της πλήξης που αισθάνεται η μάζα του δημοσίου τομέα απ' τον παρατεινόμενο σταρχιδισμό.

Συναφείς φράσεις: Σε πόση ώρα το σφυρίζει; Το σφύριξε;

Σημείωση:
Ο όρος δεν έχει τόσο νόημα στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να εκτιμηθεί η ώρα λήξης ωραρίου (λόγω ανάγκης διεκπεραιώσεως ανειλημμένων ημερήσιων υποχρεώσεων). Αυτό μπορεί να συμβεί σε ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων, σε προϊστάμενους - διευθυντές εταιρειών του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα καθώς και σε ειδικό προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με συγκεκριμένες ημερήσιες υποχρεώσεις.

Σε δημόσια υπηρεσία, λίγο πριν τη λήξη του ωραρίου, οι τσουγκράνες και οι κασμάδες έχουν πάρει φωτιά απ' το υπερβολικό ξύσιμο. Άλλοι ασχολούνται με τη δημιουργία λημμάτων στο slang (αλλά πού... έμπνευση;), άλλοι κοιτούν τα mail με τσόντες που μόλις παρέλαβαν, άλλοι σερφάρουν (αλλά το δίκτυο αργό), κάποιες υπάλληλοι κουβεντιάζουν για επείγουσα χοντοθεραπεία, κλπ. Η πλήξη και η βαριεμάρα στο ζενίθ. Τα γαμημένα λεπτά δεν περνάνε.

Κάποιος πελάτης πλησιάζει έναν υπάλληλο με τον οποίο έχει συχνές συναλλαγές και που η όψη του δείχνει, πως βαριέται τη ζωή του. Με το θάρρος που έχει απέναντι του, του λέει:

- Τι έγινε ρε Νώντα; Γιατί είσαι έτσι;
- Άστα. Περιμένω να το σφυρίξει, να σηκωθούμε να φύγουμε, αλλά η γαμημένη η ώρα δε λέει να περάσει με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν το φάσμα παρεχόμενης ποιότητας γνώσης στην Αγγλία είναι τεράστιο.Υπάρχουν πολύ δυνατά πανεπιστήμια,αλλά και άλλα που είναι για τα μπάζα.

Ο όρος προέρχεται από τη λέξη Πούτσος και την κατάληξη -στερ, κατάληξη που θυμίζει αγγλική πόλη (π.χ: Manchester, Lancaster, Doncaster κλπ). Επομένως ο όρος αναφέρεται σε ftp αγγλικό πανεπιστήμιο. Σε πανεπιστήμιο του πούτσου δηλαδή. Μιλάμε δηλαδή για ένα Αγγλικό Πανεπιστήμιο του Μίκι Μάους, που δίνει αμφιλεγόμενου κύρους πτυχία. Οι δε απόφοιτοι του θεωρώντας τους άλλους βλήτα προσπαθούν λέγοντας τη φράση
τελείωσα αγγλικό πανεπιστήμιο να δώσουν την εντύπωση πως έχουν high class μόρφωση, πως είναι γκουρού και μεγάλοι μαγίστροι.

Το κακό όμως είναι πως κάποια στιγμή ψάχνοντας για καριέρα επιπέδου, θα πέσουν σίγουρα σε εργοδότες που γνωρίζουν την κατάσταση και εκεί δε θα μπορούν να υποστηρίξουν το μύθο τους.

- Θυμάσαι που ο Γιάννης μας έλεγε πως έχει κάνει καραμπινάτες σπουδές στην Αγγλία; Θυμάσαι το ύφος του;
- Πως δε θυμάμαι; Ξεχνιέται αυτό;Καμάρωνε σα γύφτικο σκερπάνι, είχε ένα ύφος ν καρδιναλίων και νόμιζε πως είχε πιάσει τον Πάπα απ΄τα αρχίδια.
- Άστα. Μούφα η δουλειά. Απ' ότι μου 'πε ένας φίλος μου που τυγχάνει συνάδελφος του, είναι καραάσχετος
- Καλά... Αγγλικό Πανεπιστήμιο τελείωσε. Πώς γίνεται να είναι άσχετος;
- Το θέμα όμως δεν είναι αν τέλειωσε Αγγλικό πανεπιστήμιο, αλλά ποιό. Αυτός απ' ότι έμαθα δεν τέλειωσε κανένα σοβαρό. Το Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ τέλειωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταριφικός (ταξιτζίδικος) ως επί το πλείστον ορισμός και όχι μόνο, για τους μη πολυσύχναστους στενούς δρόμους που επιλέγουν οι γνώστες οδηγοί ώστε να αποφεύγουν το μποτιλιάρισμα των κεντρικών οδών.

Ο όρος πηγάζει από την κοπάνα με την έννοια του σκασιαρχείου, στο στυλ του την κάνω, αποφεύγω, την κίνηση στην προκειμένη!

- Ρε Μήτσο πως ήρθες σφαιράτος με τόση κίνηση;
- Άμα δεν έπαιρνα τις κοπάνες αύριο θα έφτανα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος εκρηκτικού που κάνει μεγάλο θόρυβο όταν σκάει. Συνήθως το ρίχνουν το Πάσχα, ή όταν θέλει κάποιος να πανηγυρίσει, π.χ. για ένα γκολ.

- Ρε συ, Μπάτσοι! Κρύψε γρήγορα τις γουρούνες μην τις δουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαμηλού επιπέδου και ανειδίκευτη εργασία, συνήθως επειδή ο εργαζόμενος δεν έχει τα προσόντα για κάτι παραπάνω. Βλέπε και χαμαλοδουλειές.

- Τι λέει η νέα σου δουλειά;
- Άσε, επειδή είμαι ο νεότερος εκεί, μου έχουν βάλει να κάνω πολύ χαμαλίκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν ο DJ (ντι-τζέι), ή ολογράφως ο disc jockey (ντίσκ τζόκεϊ), σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, είναι αυτός που επιλέγει και βάζει δίσκους σε ντισκοτέκ, σε μουσικές εκπομπές κλπ.

Αντιστοίχως ο TJ (τι-τζέι), ή ολογράφως ο telephone jockey (τέλεφον τζόκεϊ) είναι αυτός που επιλέγει να απαντήσει εναλλακτικά σε εισερχόμενες κλήσεις, είτε στην ίδια συσκευή, είτε σε διαφορετικές συσκευές, είτε στην κονσόλα τηλεφωνικού κέντρου κλπ επί σχετικά μακρό χρονικό διάστημα.

Οι συσκευές μπορεί να είναι είτε κινητές, είτε σταθερές (ενσύρματες ή ασύρματες), είτε συσκευές VoIP κλπ.

- Άσε, χθες γιόρταζα και τις απογευματινές ώρες με πήραν μαζεμένα δεκάδες άτομα. Κι ανάμεσα τους άτομα που είχα να τα ακούσω από πέρσι τέτοια μέρα. Από Βέροια, από Χάλκη, απ' όλη τη χώρα. Κι ήμουνα συνέχεια σε ένα ατέλειωτο πήγαινε έλα κι έλα. Από το κινητό στο σταθερό... και τούμπαλιν. Και το μυαλο σέικερ. Να παίρνει σε dt άσχετα data από παντού. Στο τέλος της φάσης, δεν είχα μυαλό. Ρώσικη σαλάτα είχα.
- Εμ... τα 'χουν αυτά οι τι τζέι φίλε. Και πως συνήλθες μετά ρε εσύ;
- Με κρασοκατάνυξη μέχρι τελικής πτώσεως. Το...γιατρικό!!! Τώρα είμαι χάι κι όπου με πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που προέρχεται από την ορολογία των ψαράδων. Λέμε ότι βράχωσε η πετονιά όταν το αγκίστρι σφηνώσει πάνω σε μια στενή εσοχή ενός βράχου, ή όταν σφηνώσει σε ένα όστρακο που βρίσκεται κολλημένο στο βράχο κλπ. Αν ο βράχος βρίσκεται στα ρηχά, η απαγκίστρωση είναι σχετικά εύκολη υπόθεση για κάποιον σχετικό. Αν όμως είμαστε σε βάρκα τότε δεν είναι και τόσο εφικτό να επιχειρηθεί βουτιά γι' αυτό το θέμα. Εκεί χρειάζεται μαεστρία (στο μέτρο του δυνατού) ώστε να επιχειρηθεί ξεσκάλωμα του αγκιστριού και να μη σπάσει η πετονιά.

Λέμε για ένα ψάρι που κυνηγάμε να το χτυπήσουμε με το ψαροντούφεκο, πως βράχωσε, όταν το ψάρι παγιδευτεί στο στόμιο θαλάσσιας σπηλιάς, ανήμπορο να πάει μπρος πίσω. Αν δεν μπορέσει τελικά να κάνει το σωστό ελιγμό και να μπει στη σπηλιά, ή να ξεφύγει εκτός σπηλιάς αντιμετωπίζοντας τους κινδύνους στην ανοικτή θάλασσα (από άλλα ψάρια, ψαροντουφεκάδες κλπ), ταλαιπωρείται και ματώνει από το συνεχόμενο μπρος πίσω.

Οι λέξεις-κλειδιά για το συγκεκριμένο ορισμό είναι: σφήνωμα, ανοχή, εγκλωβισμός, προσπάθεια για βελτίωση των υπαρχουσών συνθηκών ή προσπάθεια για ριζική αλλαγή των συνθηκών.

Παρόμοια, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση λέμε τη λέξη βράχωσα, εννοούμε πως έχουμε εγκλωβιστεί σε μια κατάσταση. Από τη μια πλευρά θέλουμε να ελευθερωθούμε και να αντιμετωπίσουμε το ρίσκο της αλλαγής, ενώ απ' την άλλη σκεπτόμαστε τα όποια καλά έχουμε, τα οποία εκ των πραγμάτων θα στερηθούμε ή θεωρούμε πως έχουμε κάποια υποχρέωση απέναντι τους.

Κάποιες βασικές περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε κάποιος να αισθανθεί έτσι και να αναφέρει το συγκεκριμένο όρο είναι:

α) Εγκλωβισμός κάποιου σε ένα γάμο,που δεν τον ικανοποιεί πια. Αισθάνεται να πνίγεται από το σύντροφο του, τη σχέση του με τα πεθερικά του κλπ. Εχει τρεις δύσκολες επιλογές: Ή να μείνει βραχωμένος, ή να προσπαθήσει να λάβει τις σωστές πρωτοβουλίες (ελιγμοί από την παρούσα επίπονη φάση) ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες (κάτι που δεν είναι μόνο στο χέρι του), ή να φύγει αναλογιζόμενος πάντα τις συνέπειες (σύζυγος, παιδιά, μια νέα σχέση, που ίσως εξελιχθεί χειρότερη συναρτήσει του χρόνου).

β) Εγκλωβισμός κάποιου σε μια εταιρεία που οι εργασιακές συνθήκες ή η σχέση του με τους συναδέλφους του και τους ανωτέρους του είναι προβληματική. Πάλι υπάρχουν τρεις επιλογές: Ή μένει βραχωμένος ανεχόμενος την κατάσταση, ή προσπαθεί να δει τι μπορεί να κάνει στην κατεύθυνση βελτίωσης των συνθηκών (πάλι δεν εξαρτάται μόνο από το χέρι του), ή να ψάξει για μια νέα εταιρεία, αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες (νέες άγνωστες εργασιακές απαιτήσεις, απαξίωση παλιάς τεχνογνωσίας, προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, χάσιμο αξιόλογων συναναστροφών από το προηγούμενο περιβάλλον, νέα εργασιακά κυκλώματα, πιθανή απόλυση κλπ).

Αν στις δυο αναφερόμενες περιπτώσεις ακολουθήσει την πρώτη επιλογή, τότε μένει βραχωμένος και επομένως θα πρέπει να ανεχθεί μια συνεχόμενη ταλαιπωρία, η οποία θα αυξάνεται συναρτήσει του χρόνου, εκτός και αν υπάρξουν νέες παράμετροι που μπορεί να συμβάλουν στη βελτίωση των συνθηκών (πχ: παραίτηση κάποιου διευθυντή με τον οποίον δεν τα πηγαίναμε καλά και αντικατάσταση του από κάποιον με τον οποίον έχουμε καλή επικοινωνία). Ωστόσο το τι θετικό θα μπορούσε να συμβεί, δεν μπαίνει σα θέμα όταν κάποιος προσπαθεί να δει συναρτήσει των τρεχουσών συνθηκών σχετικά με το τι θα κάνει.

  1. -Τι κάνεις;
    -Άστα φίλε... Έχω προβλήματα στο γάμο μου.
    -Τι προβλήματα ρε φίλε; -Την αγαπώ τη Ρούλα, τα αγαπώ τα παιδιά μου αλλά από την άλλη δεν μπορώ να ανεχθώ τη μέγαιρα την πεθερά μου, που επηρεάζει τη γυναίκα μου όσο δεν πάει. Άστα... βράχωσα.

  2. -Περνάω απαίσια στην εταιρεία. Τσακώνομαι συνέχεια με τον προϊστάμενο.
    -Ε, ψάξε να βρεις κάτι άλλο και φύγε.
    -Εύκολο να το λές. Έχω πολύ καλό μισθό και έχω άριστες σχέσεις με τους συναδέλφους. Το ξέρω το περιβάλλον. Το να πάω σε μια νέα δουλεία, θα κληθώ να αντιμετωπίσω ένα αβέβαιο μέλλον.
    -Τι θα κάνεις λοιπόν;
    -Φοβάμαι πως βράχωσα.

(από GATZMAN, 10/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παλιά αυτή λατινική κατάληξη χρησιμοποιείται ευρύτατα ως αργκό εκδοχή του επιθήματος -ός, για να σχηματίσει όνομα από την ειδικότητα κάποιου (φοιτητική, επαγγελματική, στρατιωτική και λοιπά), όταν αυτή καταλήγει σε -ική ή -ικό. Για παράδειγμα, πληροφορικάριος, νομικάριος, λογικάριος, ζαμπονοκοπτικάριος.

Η εκτεταμένη χρήση της κατάληξης οφείλεται μάλλον στο ότι ο ομιλητής νιώθει την ανάγκη να διαφοροποιήσει το παράγωγο ουσιαστικό –λογικός, αυτός που ασχολείται με τη Λογική– από το αντίστοιχο παράγωγο επίθετο –λογικός (άνθρωπος), αυτός που είναι σώφρονας, συνετός.

Φθηνοί «πληροφορικάριοι»: Μπορεί όσοι εργάζονται στον τομέα της πληροφορικής στην Ελλάδα να έχουν υψηλά ποσοστά μεταπτυχιακών σπουδών όπως και στις Νορβηγία και Γερμανία (22%, 42% και 68,5% αντίστοιχα), όμως αυτό δεν σημαίνει ότι και οι ετήσιες αμοιβές τους βρίσκονται σε ανάλογα επίπεδα. Στη χώρα μας ένας υπάλληλος στο τμήμα πληροφορικής παίρνει το χρόνο κατά μέσον όρο 7.277 ευρώ ή αλλιώς 5,6 φορές λιγότερα από το γερμανό συνάδελφό του [...].

από την Ελευθεροτυπία

Σόρι που επαναμπαχαλεύω το τόπικ, αλλά δεν αντέχω, θα το πω... Οι νομικάριοι λένε παραέξω ότι οι νομικάριες δεν βλέπονται... Έχουν κοιταχτεί ποτέ οι ίδιοι στον καθρέφτη;!; Αίσχος!! Μήπως είναι τυχαίο ότι όλες οι νομικάριες πάνε «εκδρομές» στο Πολυτεχνείο, στην ΑΣΟΕΕ κλπ;

από φόρουμ

— Συγνώμη που πετάγομαι (δεν θα πω σαν τι :Ρ) στην μέση της κουβεντούλας σας, αλλά νομίζω ότι το τελικό συμπέρασμά της βασίζεται στο αρχικό ΑΝ του συλλογισμού της. Τα δύο είναι εντελώς ασύνδετα. Απλή δήλωση κάνει.
— Πετάγομαι τώρα κι εγώ (σαν λογικάριος :Ρ) και θυμίζω πως ΨΕΥΔΗΣ συνεπαγωγή είναι μία συνεπαγωγή με αληθή υπόθεση και ψευδές συμπέρασμα.

από φόρουμ

Από το 53\' και μετά.. (από Vrastaman, 13/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified