Further tags

Η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά (marqué(e) που σημαίνει σηματοδοτημένο, κατηγοριοποιημένο, ταμπελαρισμένο). Στην ανωτάτη ελληνική μαστορική σλανγκ μαρκέ σημαίνει «για τον συγκεκριμένο τύπο». Ο χαρακτηρισμός μαρκέ πάει συνήθως σε εργαλεία και ανταλλακτικά. Κάποιες φορές (λανθασμένα κττμγ) υπονοεί και το «κατά παραγγελία» (custom made).

Όπως λέει και ο σύντροφος Μαρξ, σκοπός κάθε εταιρείας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, και ύστερα όλα τα άλλα. Οπότε οι μεγάλες εταιρείες θέλοντας να βγάλουν και από την μύγα ξίγκι, πατεντάρουν μηχανισμούς και εξαρτήματα των τελικών βιομηχανικών ή καταναλωτικών προϊόντων τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν αυτά τα μηχανήματα χαλάνε, ή όταν χρειάζονται συντήρηση, να αναγκάζουν τον ιδιοκτήτη να απευθύνεται στην ίδια εταιρεία (ή στο συμβεβλημένο συνεργείο, που ο μηχανικός του ακολουθεί συγκεκριμένα σεμινάρια και ο ιδιοκτήτης του πληρώνει νταβατζιλίκι στην μαμά εταιρεία). Άρα κονομάνε και από εκεί. Βεβαίως οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι το κάνουν αυτό για την ασφάλεια του τελικού χρήστη, ώστε να μην ανοίγονται τα μηχανήματα από άσχετους και άλλα τέτοια φίδια...

Ένα παράδειγμα για να γινόμαστε πιο κατανοητοί: Τα μεγάλα επαγγελματικά εργαλεία της γερμανικής BOSCH (κομπρεσέρ π.χ.), για να τα λύσεις, έχουν γύρω στις δέκα ασφάλειες, που συγκρατούν τα εξαρτήματα μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές είναι επίτηδες καλυμμένες ή περιπλεγμένες, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατον για κάποιον να τις απασφαλίσει (με τα κανονικά εργαλεία). Η BOSCH βέβαια παράγει και πουλάει (ακριβά) στα συμβεβλημένα συνεργεία, ένα εργαλείο (μαρκέ), ακριβώς για την αφαίρεση αυτών των ασφαλειών.

-Μάστορα, ψάχνω ένα εργαλείο για αυτό εδώ το παξιμάδι.
-Για δώσ' το εδώ. (βάζει γυαλάκι πρεσβυωπίας) Μπα δεν το 'χουμε. Είναι μαρκέ. Νομίζω ότι έχω δει ξανά τέτοια τετράγωνα μπουλόνια. Πρέπει να είναι από εξωλέμβια.
-Δίκιο έχεις, αλλά που θα βρω;
-Θα πάρεις τηλέφωνο στην εταιρεία από όπου την πήρες, και ή θα σου το πουλήσουν, ή θα σε στείλουν σε κάποιο συνεργείο εξειδικευμένο. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι αφότου τα βγάλεις, να έρθεις εδώ και αν δεν είναι μαρκέ και τα μπουλόνια, να σου δώσω κάποια συνηθισμένα, να μην παιδευτείς την επόμενη φορά.
-Μερσί αφεντικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό session player. Ο σεσιονάς (ενίοτε γράφεται και ως σεσσιονάς) είναι ο εξωτερικός μουσικός, ο εκτός συγκροτήματος μουσικός, ή γενικά ο επαγγελματίας ανεξάρτητος –κατά κύριο λόγο οργανοπαίκτης–, ο οποίος πληρώνεται για να συμμετάσχει στην διαδικασία ηχογράφησης ενός δίσκου. Ως session λογίζεται το χρονικό διάστημα ηχογράφησης των μερών ενός οργάνου (το οποίο συνήθως είναι προκαθορισμένο, ασχέτως με το αν πολλές φορές κρατάει περισσότερο από τον αρχικά σχεδιασμένο χρόνο). Σημειωτέον δε, πως ο σεσιονάς πληρώνεται –συνήθως– με την ώρα.

Τέλος, η εργασία του σεσιονά πολλές φορές δεν αφορά μόνο τις ηχογραφήσεις σε στούντιο, αλλά και τις ζωντανές εμφανίσεις, καθώς και τις πρόβες. Ενίοτε δε, οι σεσιονάδες μπορούν να εξελιχθούν σε μόνιμα μέλη, με ενεργό ρόλο στην πορεία μιας μπάντας.

  1. Ωραίοι οι τύποι! Μάλλον κανένας σεσιονάς θα είναι ο ντράμερ τους και τον έχουν στα ψιλά γράμματα. (Από εδώ)

  2. Σήμερα θέλω να σας μιλήσω για την «φυλή» των μουσικών. Δεν ανήκουν όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την μουσική σ’ αυτήν την φυλή. Ανήκουν οι επαγγελματίες, ή «σεσιονάδες», που η δουλειά τους είναι η μουσική. Αυτή η μυστηριώδης, γοητευτική φυλή ανθρώπων, που κοιμούνται τα πρωινά (εκτός από τους καθηγητές μουσικής, ίσως, αν και υπάρχουν και κάποιοι που τα καταφέρνουν συγχρόνως και στην μέρα και στην νύχτα, οπότε ανήκουν σίγουρα) και ξυπνούν το μεσημέρι, αράζουν και το βράδυ βγαίνουν, σαν να ήταν πρωί, και πηγαίνουν είτε σε πρόβα, είτε σε sound-check, είτε σε συναυλία, είτε σε κανένα μαγαζί για «σκάψιμο». (Από εκεί)

(από electron, 06/02/10)The Kinks - Session Man (ακριβώς αυτό) (από allivegp, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός ταξί.

Προέρχεται από το ταξί+ κατάληξη -ίστας, δηλωτική κατοχής τέχνης, όπως π.χ. μπασίστας, κιθαρίστας, κιμπορντίστας, μανικιουρίστας κ.λπ.

Ωστόσο, το λήμμα παρουσιάζει παρήχηση με τη φράση «τα ξύνω» => ξύσ 'τα μας => τα ξύσ' τα μας => ταξίστας.

Συνώνυμα: τάξμαν, ταρίφας.

- Πού πά΄ρε ταξίστα; Δεν βλέπεις ότι βγαίνω από δεξιά;
- Πάω στη μανούλα σου, ν΄ακούσουμε Μητσιά.

ταξιιιιιιιιιιι! (από MXΣ, 02/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνήθης ορισμός αφορά την τσάπα, ίσως το πιο απλό εργαλείο σκαλίσματος η οποία όμως απογυμνώνει το χωράφι από κάθε λογής παράσιτο, αγριόχορτο κ.ο.κ.

Κατά το Καρδαμυλίτικο ιδίωμα άποψη, περιγράφει επίσης κάποιον ή κάτι το «γυμνό». Συνώνυμο με το «λαμνί», επίσης Καρδαμυλίτικης προελεύσεως.

- Γιάδε κατηβαίνω που λες στο Γιόσωνα και τους βλέπω να κολυμπούνε λαμνί..
- Λαμνί; τί είν αυτό;
- Εεε, δικέλλι βρε γιε μου..
- Αααα, λαμνί θα πει δικέλλι δηλαδή;
- Εαμέ.
- Kαι τι είπαμε ότι θα πει δικέλλι;
- Ε, άμε στο διάλο... άμ' εν ήξέρεις και το δικέλλι... πα' στο διάλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα samples (σαμπλς) που χρησιμοποιούνται στο χιπ-χοπ (και τα υπο-είδη του, π.χ. η low bap) και στην ηλεκτρονική μουσική (και τα υπο-είδη της).

Πω ρε φίλε, αυτή η ντραμεντμπεϊσιά είναι τίγκα στο γαμάτο σαμπλίδι!!!

Βλέπε και σάμπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίνω κάποιον στεγνά, τουτέστιν τον καταδίδω στην ψύχρα και με συνοπτικές διαδικασίας. Το στεγνά δεν υπονοεί ντε και καλά «χωρίς αντάλλαγμα», κάθε άλλο.

Σημείο των ρουφιάνικων καιρών που διανύουμε.

- Όποιος ρουφιανέψει έναν φοροφυγά θα έχει φοροαπαλλαγή 3.000 ευρώ. Το κράτος μας κάνει και επίσημα ρουφιάνους και μάλιστα θα μας τιμήσει αν δώσουμε στεγνά κάποιον.
(εδώ)

- Ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε στεγνά τον Κορνήλιο Καστοριάδη και άλλους συντρόφους του στον Μανιαδάκη.
(Αστικός μύθος ή πραγματικότητα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια αθηναϊκή αργκό (19ος αιώνας, γενιά του ’30) που σήμαινε παιδιά της πιάτσας, τσίφτες, αλάνια, αγυιόπαιδες (εξ ου η μπαμπαδίστικη παραφθορά «αγιόπαιδο») κλπ.

Πιθανόν αρβανίτικης καταγωγής (λόγω κατάληξης;) δεν χρησιμοποιείται πλέον, αλλά παρατίθεται–καταχωρίζεται χάριν καταγραφής.

Η έκφραση σώζεται κυρίως στους:

Ι. Κονδυλάκη, «Οι Άθλιοι των Αθηνών», Αθήνα, εκδ. Ιωάννη Τσορώνη, 1914,
Πάνο Δ. Ταγκόπουλο, «Η ζωή που πέρασε… : Ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1928.

Ήρθες εδώ χάμου να μας κάνης τον κάργα! Καστανάδες μας πέρασες; Εμείς ρε, είμαστε παιδιά της μπάτσικας και κάτι σαν και σένανε τους μασάμε!

Σ.Σ.: Κάργας= μάγκας, νταής, Καστανάς= Κώτσος, βλάχος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αποτελεί επαγγελματική αργκό (κατά τον Χότζειο διαδρομιστή) και αναφέρεται στη δράση λεχριτών που παρεμβάλλονται στο δίπολο ιατρός (συνταγή) - φαρμακοποιός (φάρμακο).

Καθώς - σύμφωνα με πρόσφατη οικονομική βραστανάλυση - η εικονική οικονομία του Ελ κράτους, που εκφράζεται μέσα από τις εξωπραγματικές λιανικές τιμές των φαρμάκων (Εξελόν 300 ευρώ, Φορστέο 540, Έφκρεας 130, Συμπικόρτ 67, Γκάβλους 67, Πλαβίξ 63, τό ΄να, τ' άλλο, τί να λέμε τώρα), θα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πραγματική οικονομία που αντικατοπτρίζεται στην υψηλή ανεργία, τις εξευτελιστικές συντάξεις και τη χαμηλή αγοραστική ικανότητα εργαζομένων και συνταξιούχων, θα δούμε να ανθεί όλο και περισσότερο το επάγγελμα του ανιχνευτή/διαμεσολαβητή/κυνηγού/(αγγλ. scouter = ανιχνευτής) φουσκωμένων ιατρικών συνταγών.

Ο εν λόγω επιτηδευματίας την πέφτει τάχα μου δήθεν αδιάφορα ή ντεμέκ για δική του δουλειά σε ιατρεία, Νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας και γενικά οπουδήποτε παράγονται συνταγές και προσφέρεται να εκτελέσει αφιλοκερδώς αυτός τη συνταγή στο φαρμακείο και κατόπιν να παραδώσει ο ίδιος door-to-door τα φάρμακα στις ανήμπορες κυρα-περμαθούλες ή γιαγιούλες γενικότερα.

Το τυράκι της υπόθεσης, είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των φαρμακείων για τις φουσκωμένες, αξίας εκατοντάδων ή χιλιάδων ευρώ, ιατρικές συνταγές. Δεδομένου ότι κάθε φάρμακο αφήνει στον φαρμακοποιό καθαρό κέρδος 23.5% της Λ.Τ., είναι πρόδηλο πως κανείς φαρμακοποιός δεν θα άφηνε μια συνταγή να χαθεί από αυτόν και να πάει σε ανταγωνιστή του. Όπως επίσης, και ότι θα έκανε τα πάντα για να διατηρεί μια win-win σχέση με τον σκάουτερ μας, που θα τον επιδαψιλεύει με πλουσιοπάροχες συνταγές.

Ανάλογα με τη δικτύωση που είναι σε θέση να αναπτύξει στον τοπικό πληθυσμό ή μέσα στο χώρο των μονάδων υγείας, ένας scouter συνταγών μπορεί να προσποριστεί χαλαρά/άκοπα/σβηστά αρκετές δεκάδες ως εκατοντάδες ευρώ ημερησίως. Το έδαφος για την ανάπτυξη του επιτηδεύματος είναι πρόσφορο, αφού οι υπηρεσίες που προσφέρει:

  • διευκολύνουν - χωρίς να επιβαρύνουν - τον ασφαλισμένο
  • ενδιαφέρουν πλήθος φαρμακοποιών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή (και όχι μόνο), και που είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα για να προσελκύσουν την εύνοια και την προτίμηση του

    Επίσης, δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί ενιαίος επαγγελματικός κώδικας υποχρεώσεων ή δεοντολογίας για τους επιτηδευματίες του είδους, κάτι που αφήνει ελεύθερο (και ανεξέλεγκτο) το πεδίο δράσης.

Τελικά, η αγορά δίνει μόνη της διεξόδους στα προβλήματά της, αρκεί κανείς να έχει πνεύμα ανοιχτό.

- Άσε, σε λέω, με τόσο πληθωρισμό που αντιμετωπίζει ο ιατρικός κλάδος, τουφεκάμε τον πελάτη με το μακαρόνι. Παίζει να είδα σήμερα ασθενείς μετρημένους στα δάχτυλα των δυο χεριών, χωρίς τους αντίχειρες. Πιο πολλοί ήταν οι σκάουτερ συνταγών που την είχαν στήσει στην είσοδο της πολυκατοικίας.
- Α, καλά, αυτοί είναι σταθερή αξία. Σε λίγο θα τους δούμε να παίζουν και κατς μεταξύ τους για το ποιός θα καβατζωθεί τις συνταγές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντήλερ φούντας. Πρέπει, όμως, να κάνει τζίρο.

Κατά το έμπορος πολυτίμων λίθων. Ειρωνικό.

- Άτσα... και τζιτζί αγροτικό ο Νούλης... τι δουλειά, είπες, κάνει;
- Ξέρωγω... έμπορος...
- ... πολυτίμων χόρτων, ε;

(από Vrastaman, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυμνασμένος τύπος που κάνει διατροφή και είναι στεγνός.

Ετυμολογικά προκύπτει από το μήλο του Αδάμ γνωστό και ως καρύδι, το οποίο παρόλο ότι είναι μεγαλύτερο στους άντρες και συνεπώς φαίνεται εντονότερα, συνήθως δεν είναι διακριτό παρά μόνο στους λεπτούς. Χρησιμοποιείται εξίσου και το υποκοριστικό καρυδάκι για να χαρακτηρίσει εκείνον που θεωρεί τον εαυτό του γυμνασμένο και συμπεριφέρεται επιδεικτικά μεν, εσφαλμένως δε, στο ασθενές φύλο.

Συνώνυμο με: στεγνός, σφίχτης.

  1. - Κοίτα το καρύδι πως κοιτιέται στον καθρέφτη!
    - Φέτες είναι ο πούστης!
    (Συζήτηση σε γυμναστήριο)

  2. - Ρε γελοίε, φοράς αμάνικο; Καρυδάκι!

Παραπλανητική πατέντα. (από Galadriel, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified