Αλλιώς και φάδερ οφ, χρησιμοποιούταν στο Γαλάτσι πιο πολύ, και σημαίνει ο ξενέρωτος, ο βλάκας, ο χάλιας σε ντύσιμο, ή καθυστερημένος κλπ!!
Αλλιώς και φάδερ οφ, χρησιμοποιούταν στο Γαλάτσι πιο πολύ, και σημαίνει ο ξενέρωτος, ο βλάκας, ο χάλιας σε ντύσιμο, ή καθυστερημένος κλπ!!
Δες και μαδερίλα.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για χαρακτηρισμό κυρίως άσχημης μυρωδιάς η οποία προέρχεται από το περιβάλλον. Κάποιες φορές από τις φυσικές μυρωδιές του ανθρώπου ιδρώτας, κακοσμία, αέρια αλλά και μυρωδιές που προέρχονται από το περιβάλλον και ξαφνικά τις μυρίζεις.
(Μια παρέα βρίσκεται στην παραλία και μια έντονη και άσχημη μυρωδιά από την θάλασσα,φτάνει στα ευαίσθητα ρουθούνια τους)
- Πω ρε μπουρντίλα σήμερα η θάλασσα!
(Βρίσκονται δύο φίλοι σε ένα λεωφορείο και μπαίνει και ένας βρωμερός κύριος που το νιώθεις,μυρίζει από χιλιόμετρο)
- Άρπα μια πρωινή μπουρντίλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ουρδίλα είναι τα προσπερματικά υγρά, κάπου εκεί λίγο πριν αφήσεις τους απογόνους, ανάλογα με την περίσταση, στο στόμα της, στην πλάτη της, στο τρίχωμα του σκύλου σου ή οπουδήποτε σού κάνει κέφι.
Είναι προφανές ότι η ουρδίλα με τα χύσια αποτελούν ενιαία πράξη (κατά τα διδάγματα του ποινικού δικαίου), μη δυνάμενων να αποτελέσουν ξεχωριστή οντότητα.
Μεταφορικά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο το πρόωρο όσο και το πρώιμο.
1)- Τί έγινε ψηλέμου, γιατί σε βλέπω τόσο αγχωμένο σήμερα;
- Τί να σε λέω κολλητέ μου, πήδηξα το Τζενάκι χθες στεγνά μόνο με σάλιο και νομίζω ότι μου έφυγε λίγη ουρδίλα μέσα...
2) Πού πάω ο πούστης αξημέρωτα με την ουρδίλα για δουλειά... Πιο καλυτερότερα θα ήταν να με ταΐζει η μαμά μέχρι τα πενήντα μου και βλέπουμε...
Got a better definition? Add it!
Η μυρωδιά των παπαριών.
Δεν έχει απαραίτητα σχέση με το βαθμό καθαριότητάς τους αλλά έχει άμεση σχέση με το πόσο καιρό έχει να εκσπερματώσει ο κάτοχός τους. Εξού και η μεγάλη συνάφεια που έχει με τη βαρβατίλα.
- Ρε μαλάκες, δε γαμάτε που δε γαμάτε, δεν ανοίγετε κανά παράθυρο να φύγ' η παπαρίλα;
- Πολύ μυγιάγγιχτος μας το παίζεις ρε Φιρφιρίκο. Από άδεια γυρνάς ή μου φαίνεται;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι η αίσθηση του καινούριου, του αχρησιμοποίητου που αναδίδει - κατ' εξοχή - ένα καινούριο αυτοκίνητο, αλλά και άλλες γκατζετιές όπως π.χ. κινητά, λαπ-τοπ κ.τ.ο., όταν τα παίρνουμε τσίλικα, του κουτιού, και τα χρησιμοποιούμε για πρώτη φορά.
Ειδικά στον πολύπαθο (εσχάτως) κλάδο της εμπορίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, η καινουργίλα που προκύπτει από ένα πολύ καλό πλύσιμο μέσα-έξω, είναι το ιερό γκρέιλ του μερακλή, πλην μπατίρη, επίδοξου αγοραστή, που συχνά κάνει την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ του ενός ή του άλλου σέκοντ χαντ τουτού.
Επιτομή στην υπόθεση της νεκραναστημένης καινουργίλας του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, προσφέρει ο βιολογικός καθαρισμός του σαλονιού, κατά την οποία απομακρύνονται με ακραία σχολαστικότητα και με τη βοήθεια ειδικών σκουπών και χημικών διαλυμάτων όλα τα μακρο- ή μικροσκοπικά ξένα σώματα, σκουπιδάκια, πτώματα από το μπουθ, καπότες (που χρησιμοποιήθηκαν κάποτες από τον παλιό ιδιοκτήτη) και οσμηρά σωματίδια, γυαλίζεται το ταμπλώ, και εν γένει γίνεται ό,τι χρειάζεται ώστε να επιτευχθεί η τελεία κάθαρσις (sic) του αυτ-του, που απαράλλαχτα ακολουθείται και από αλοιφή που τονώνει και αναζωογονεί το ταλαιπωρημένο χρώμα της λαμαρίνας.
- Το πέρασα, που λες, βιολογικό καθαρισμό και αλοιφή σε ένα πλυντήριο και έγινε τζιτζιλόνι: μέχρι που μυρίζει και καινουργίλα!
Got a better definition? Add it!
Μια -ίλα κάπως πιο αφηρημένη, αλλά που βρωμάει εξίσου με τα λήμματα εις -ιλα της Ιρονίκ. Πρόκειται για την πολιτική ορθότητα. Βρωμάει, λοιπόν, εξίσου όσο και το ορθόν μιας πολιτικιάς που δεν έκανε γκαζόζα. Δεν είναι τυχαία η έκφραση πολιτική ορθό-τητα, καθώς οι φανατικοί οπαδοί της είναι συχνά πρωκτικάντζες και σπασαρχίδες. Ως κορεκτίλα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε λ.χ. τα υπερβολικά αυτός ή αυτή (he or she) τα οποία βαραίνουν την ροή ενός κειμένου. Είναι και πασέ συν τοις άλλοις, τώρα η μόδα είναι να μπαίνει τυχαία είτε το αυτός είτε το αυτή, αλλά με προσπάθεια του συγγραφέως να είναι καλοπροαίρετος. Ή την υπερβολική μέριμνα κάποιου να μην πει κάτι απαξιωτικό για τους γκέουλες. Όπως, όμως, ξέρουμε, ο δρόμος για το κράξιμο είναι στρωμένος από κορεκτίλες.
(Εντέλει η πολιτική ορθό-τητα μάλλον δεν του πάει του Ρωμιού, καθώς θεωρείται ως μια πρωκτικαντζοσύνη πιο σύμφυτη στο πνεύμα της Εσπερίας παρά στο δικό μας. Σύγκρινε λ.χ. και το θέμα του ορθού πολέμου, που αναπτύχθηκε στην Δύση, αλλά όχι στην Ανατολή, ανθρωπιστικοί πόλεμοι σήμερα. Ή το θέμα των Δικαστηρίων για Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας κ.τ.ό. Εξ ου και ο ολοκληρωτισμός είναι κυρίως δυτικό φαινόμενο, σε αντιδιαστολή προς τον αυταρχισμό, που είναι ανατολικό).
Ως κορεκτίλας, πάντως, δεν χαρακτηρίζεται μόνο ο οπαδός του politically correct. Μπορεί να είναι ο τηρητής οποιασδήποτε ορθό-τητας, λ.χ. των ζαμπουνιών, του σαβουάρ-βίβρ, και γενικότερα όποιος είναι υπερβολικά by the book, προβλέψιμος, συντηρητίκλας και με έλλειψη ευλυγισίας και δυνατότητας να εκπλήσσει.
Στο Δ.Π. υπό Ιρονίκ.
- σωματικά, ίσως (και μάλλον) ναι, μπορεί και να τους χρωστάμε κάτι ψιλά. Κατά τ' άλλα όμως θεωρώ ότι ως επί το πλείστον ανήκουν στη κατηγορία των συντηρητικών, καθότι κορεκτίλες, ένθερμοι υποστηρικτές του γάμου, κλπκλπ. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Η ευγενής οσμή που αναδύεται όταν τρίψεις τον δείκτη ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα δάκτυλα των ποδιών ή στον αφαλό ή πίσω από τα αυτιά.
Μωρό μου, πάλι παπούτσια δίχως κάλτσες φόραγες; Τα πόδια σου ζέχνουν βουτυρίλα.
Got a better definition? Add it!
Η μυρωδιά που αναδίδει ένας γλάρος σε περίπτωση που υπάρχουν μέσα του σπόροι χασισόδεντρου (π.χ. μπαμπάνα).
Συνοδεύεται από ένα ελαφρύ παφ-παφ (βλέπε «μου την σπάει που τα σποράκια κάνουν παφ-παφ») και έντονη μυρωδιά μπριζόλας, ήτοι μπριτζολίλα!
Έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην αντρική γονιμότητα και προκαλούν πονοκέφαλο.
Ρε μαλάκα Μήτσο, σίγουρα ξεσπόριασες; Barbecue το κάναμε πάλι! Κάθε τζούρα και μπριτζολίλα! (Από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Η ακαταμάχητη επιθυμία για οποιοδήποτε έδεσμα, συνήθως τζανκίλα. Ο όρος μαντσίλα περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία έχει περιέλθει ένας άνθρωπος όπου το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα ικανοποιήσει την επιθυμία του να καταναλώσει οποιοδήποτε γλυκό ή αλμυρό, εργοστασιακό ή σπιτικό. Ανήκει στην σλανγκ των χασικλήδων και περιγράφει το γουργούρισμα της κοιλιακής χώρας μετά από κατανάλωση επεξεργασμένης ή/και όχι κάνναβης. Οι χασικλήδες και οι παρέες τους το χρησιμοποιούν καταχρηστικά και απουσία κάνναβης.
Είναι μεταφορά από την αγγλική σλανγκ: munchies (βλ. εδώ στο urbandictionary )
Σημείωση: Η σπιτική μαντσίλα είναι ελληνικό μόνον φαινόμενο, αφού μόνο στης Ελληνίδας μάνας τον φούρνο βρίσκεις πάντοτε κάτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.
- Πο πο μαλάκα, έχω κάτι μαντσίλες... έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε;
- Μπα το γαλακτομπούρεκο το έσκισα όλο χτες.
- Ε πάμε μέχρι το περίπτερο.
- Άραξε λίγο και πάμε σε κανα 10'.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η φάση όπου κάποιος «δεν νιώθει», δηλαδή δεν παίρνει από λόγια ή κάνει / λέει μαλακίες.
- Ρε τι είναι αυτό που κρέμεται απ΄το αμάξι της γκόμενας;
- Ωχ! Ρε το ζώον έφυγε και ξήλωσε μαζί της την μάνικα απ' το βενζινάδικο!
- Ανιωθίλα τελείως!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified