Further tags

Φαγητό, ποτό ή οτιδήποτε αναλώσιμο, νοθευμένο ή σάπιο, γενικώς αυτό που προκαλεί απλά αηδία ή χειρότερα δηλητηρίαση.

Χρησιμοποιείται ευρέως στην Ικαρία.

- Πω πω, έφαγα 1 σάντουιτς το πρωί και ψακώθηκα.
- Και γω είμαι χάλια απο χτες. Ήπια μια τεκίλα και ήταν ψακί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος

Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.

ΣΑΛΟΥΒΑΡΔΟΣ

Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.

Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.

-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!

*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).

Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.

(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.

Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.

Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:

-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!

*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σύκα στη ντοπιολαλιά, και στην (πάλαι ποτέ) αγροτική οικονομία της Κύθνου

Το πόσο σημαντικό είναι κάτι για τη ζωή των ανθρώπων μιας περιοχής φαίνεται από το πόσες διαφορετικές λέξεις υπάρχουν για να το περιγράψουν. (Έχω ακούσει ότι υπάρχουν δεκάδες λέξεις για τον πάγο στη γλώσσα των Ινουίτ ή Εσκιμώων, όπως τους έλεγαν παλιότερα. Μου φαίνεται λογικό χωρίς να μπορώ να το επιβεβαιώσω.)

Η συκιά (ficus carica) καλλιεργείται στην Ελλάδα από τα προϊστορικά χρόνια. Συγκεκριμένα στον προϊστορικό οικισμό Πολιόχνη, στο νησί της Λήμνου, έχουν βρεθεί απανθρακωμένα σύκα. Η καλλιέργεια της συκιάς ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στην νεότερη Ελλάδα, έπαιζε σημαντικό ρόλο στην διατροφή του πληθυσμού και αποτελούσε βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Πριν τον Β' ΠΠ αντιπροσώπευε το 20% της αξίας των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων. (Από εδώ.)

Στην Κύθνο τα σύκα αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διατροφής ανθρώπων και ζώων καθώς και ένα από τα εξαγώγιμα προϊόντα του νησιού (μαζί με το κριθάρι, τα αμνοερίφια, το τυρί, τα σταφύλια και το μέλι) μέχρι και τη δεκαετία του '60.

Τα σύκα τα κατανάλωναν (ή τα εξήγαν) νωπά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ή αποξηραμένα τον υπόλοιπο χρόνο.

Η συκιά είναι δέντρο που ευδοκιμεί στο ξηρό και άνυδρο κλίμα της Κύθνου και δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα για την ανάπτυξη του δέντρου (πολλές είναι και αυτοφυείς). Ιδιαίτερη φροντίδα απαιτείται για να καρπίσει το δέντρο, επειδή η θηλυκή συκιά είναι δέντρο δίοικο, διότι έχει μόνο θηλυκά άνθη τα οποία για να γονιμοποιηθούν απαιτείται μεταφορά γύρης απο τα αρσενικά άνθη της αρρενοσυκιάς.

Ορνός

Για τη γονιμοποίηση της συκιάς πρέπει να τοποθετηθούν σε διάφορα σημεία της συκιάς οι ορνοί, τα εαρινά σύκα της αρσενικής συκιάς. Από τα σύκα αυτά φεύγουν κάποια ειδικά έντομα (Blastophaga grossorum) τα οποία γονιμοποιούν τα άνθη της συκιάς.

Τον ορνό τον βάζουμε πρωί-πρωί γιατί άμα ζεστάνει η μέρα "ξεπουλιάζει", δηλαδή φεύγουνε τα έντομα πού'ναι μέσα και κάνουνε τη γονιμοποίηση του σύκου. (Από αφήγηση του θείου μου του Λευτέρη που μού'δωσε τις σχετικές πληροφορίες). Η τοποθέτηση των ορνών ή όρνιασμα στην ντοπιολαλιά γινόταν στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιούνη και συνήθως είχαν τελειώσει με τ' όρνιασμα (είχαν απορνιαστεί ή 'πορνιαστεί κατά τη ντοπιολαλιά) μέχρι τη γιορτή του Άϊ-Γιάννη στις 24 του μήνα. Γι' αυτό αυτή η γιορτή, που αλλού τη λένε του Κλήδονα, στη Κύθνο τη λένε τ' Αί-Γιάννη του 'Πορνιαστή.

Λίθι

Τα σύκα μόλις πρωτοδέσουνε είναι ίσαμε ένα αμύγδαλο. Αυτά τα λένε λίθια.

Πρηστό

Μόλις μεγαλώσει και γυαλίσει το σύκο, χωρίς όμως νά'ναι έτοιμο να το φάμε, το λέμε πρηστό.

Φουσκομαΐδα

Τα σύκα τα κόβουμε μόλις γίνουνε. Αν τ'αφήσουμε λίγο παραπάνω ανοίγουνε στο πίσω μέρος. Αυτά τα λένε φουσκομαΐδες.

Η λέξη φουσκομαΐδα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για το αιδοίο.

Κουνάλι

Όταν παραγίνουν τα σύκα και αρχίζουν να πέφτουν από τις συκιές λέγονται κουνάλια.

Τα κουνάλια ήταν μια από τις βασικές ζωοτροφές ιδιαίτερα για τους χοίρους.

Τελειώνοντας παραθέτω δυό σχετικά γνωμικά που λέγονται ακόμα από τους παλιούς με σκωπτική διάθεση:

Την ευκή μου και μιά ζίκα και μια συκιά να τρως τα σύκα!

*ζίκα: η κατσίκα

Από μικρός φαινούσουνα πως αγαπάς τα σύκα

θα σου φυτέψω μια συκιά στου κώλου σου τη τρύπα.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλιτζάνα, η κούπα. Από το σλάβικο/ρωσσικό чашка (προφέρεται το ίδιο). Σε χρήση σε πολλά μέρη της Ελλάδας: χωριά του νομού Δράμας, χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, στα Ψαρά, στην Ιθάκη, Πιθανών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Μάλλον δάνειο από τα σλαβομακεδόνικα ή τα βουλγάρικα που πέρασε στα ελληνικά στη βόρεια Ελλάδα. Στα Ψαρά πιθανών ήρθε από τους έποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα που τα εποίκισαν κατά το μεσαίωνα. Μοιάζει επίσης με το ουγγρικό csésze (προφέρετε τσίσε με μακρόσυρτο το δεύτερο "σ") που σημαίνει κύπελο (όχι το αθλητικό).

-Να στον κάνω διπλό στη τσάσκα τον καφέ;

-Όχι, μονό. Στο φλιτζάνι.

Επίσης εδώ και εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Επίτηδες, σκοπίμως. Από το ταυτόσημο (και πολύσημο) τουρκ. mahsus.

Το βρίσκω στη ντοπιολαλιά της Λέσβου, και μάλλον παίζει / έπαιζε και Βόρεια Ελλάδα, αν κρίνουμε από την καταγωγή του συγγραφέα του β' παραδείγματος. Ενστικτωδώς μου κάνει κάτι αποχρώσεις παλιομοδίτικης, κλασικής αστικής αργκό. Σαν το ταραφιντάν που είχα γράψει παλιότερα. Ας πει όποιος ξέρει.

«Βρε…το ʹκανα…επίτηδες… (…)»
«Βρε, τι επίτηδες και μάξους ! Δε σε βλέπαμε που ξεφύσαγες ίδιο παπόρι της στεριάς ;» «Μαξούς» σημαίνει «επίτηδες», όπως λέει κι εδώ.

Από διαδικτυακή συζήτηση.

Σήκωσα το σάκο με το 'να χέρι, τον πέταξα στην προκυμαία κι ύστερα μ' ένα λεβέντικο σάλτο βρέθηκα κι εγώ πάνω στο τσιμέντο. 'Ημουν πιά στη φυλακή! Σήκωσα τα μανίκια μου, έτσι μαξούζ, για να φαίνεται το τατουάζ που είχα στον αριστερό μου βραχίονα κι ύστερα με μιά κίνηση χαμάλη ή μπετατζή ή φορτοεκφορτωτή, ανθρώπου σκληρού δηλαδή και μαθημένου, άρπαξα το σάκο, το φόρτωσα στον ώμο μου και προχώρησα προς την έξοδο του λιμανιού όπου ήταν και η πρώτη σκοπιά.

Γιώργος Κάτος «Τα καλά παιδιά» (εκδ. Καστανιώτης 1992, α' έκδοση 1980).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὰ ἄγρια χὸρτα ὑπῆρξαν ἀπὸ πολὺ παλιὰ βασικὸ στοιχεῖο τῆς διατροφῆς μας, ἰδιαίτερα στὶς δύσκολες ἐποχὲς. Οἱ ὀνομασίες τους εἶναι ἴδιες ἤ παραπλήσιες σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Στὸ λῆμμα αὐτὸ παρουσιάζονται οἱ ὀνομασίες τῶν πιὸ συνηθισμένων ἄγριων χόρτων τῆς Κύθνου ποὺ εἶναι:

ἀτσόχοι,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάροι καὶ πορίχια ἤ τσιμπητά.

Κάθε συνεισφορὰ, συμπλήρωση ἤ διόρθωση εἶναι εὐπρόσδεκτη.

ἀτσόχοι ή ζοχοί

Ἐπιστημονική ὀνομασία Sonchus oleraceus (Σόγχος ὁ λαχανώδης) ἐδῶ

ἀλετρίδα ἤ ἀλεντρίδα

Ἐπιστημονική ὀνομασία Ηymenonema graecum. Τὸ ἀγαπημένο χόρτο καὶ τῶν Συριανῶν ἐδῶ

Γαλατσίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Reichardia picroides ἐδῶ

μουναρίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Hypochoeris achyrophorus ἐδῶ

ἀλιβάρβαροι

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Centaurea raphanina sbsp mixta. ἐδῶ

πορίχια (βροῦβες) ἤ τσιμπητὰ (sinapis nigra)

Βροῦβες, πορίχια, τσιμπητὰ: Ὑπάρχουν ἀρκετὰ χόρτα ποὺ ὀνομάζουμε «βροῦβες» καὶ ποὺ ἀνήκουν στὰ γένη Sinapis (σινάπι), Sisymbrium (σισύμβριo) καὶ Erysimum (ἐρύσιμο). Ὀνομάζονται πορίχια τὸ φθινὸπωρο καὶ τὸ χειμώνα πρὶν "ξεβλαστήσουν" καὶ τσιμπητὰ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κόβονται, σὰν νὰ τσιμπᾶμε τοὺς πολὺ τρυφεροὺς βλαστοὺς, ποὺ βλασταίνουν τὴν ἄνοιξη. ἐδῶ.

Πῆα στὴ νοτινὴ μας κι ἔβγαλα χὸρτα. Εἶχε ἀπ' οὗλα: Ἀτσόχους,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάρους καὶ πορίχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικό μεταλλικό σκεύος σαν μεγάλο γιογιό που κρατούσαν με το χέρι πίσω και κάτω από το κώλο του βοδιού του κατά το αλώνισμα του σταριού στα κυκλαδονήσια ώστε να μην χέσει το βόδι μέσα στο στάρι. Το άκουσα στη Μύκονο. Ειρωνικά έτσι λένε και το γιογιό.

Έχει και άλλες χρήσεις:

Πιτσιρικάς δίνει χειραψία σε πιτσιρικά, και του λέει ο άλλος:

-Πρώτη φορά πιάνω σκατά στα χέρια μου!

- Ε, φαίνεται θα 'σαι καινούριος βουϊδοχέστης.

Got a better definition? Add it!

Published

Τὸ παχνὶ, ἡ ταΐστρα τῶν ζώων στὴ ντοπιολαλιὰ τῆς Κύθνου. Παλιὰ τὶς ἔκαναν χτιστὲς ἀπὸ πέτρα, σὰν γοῦρνες, χρησιμοποιώντας πλάκες ἀπὸ σχιστόλιθο, τὸ χαρακτηριστικὸ πέτρωμα σὲ πολλὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων.

Ἀπὸ μιὰ σύντομη ἔρευνα στὸ γούγλη διαπίστωσα πὼς χρησιμοποιεῖται (σὲ διάφορες παρεμφερεῖς μορφὲς) καὶ ἀλλοῦ:

"μαντζαόρα [1709], μαντζαδούρα [1709], ματζαδούρα, μαντζαντούρα, ματζιαδούρα, μαζιαούρα, μανιαδούρα :αμαντζαδούρα, αματζαδούρα, παχνί". ἐδῶ

Ἐτυμολογία: ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ mangiatoia ἐδῶ

"Ντὲ παλιόπραμα, ντὲ" ἀνεφώνησεν ὁ γέρων αἰπόλος, ταυτοχρόνως καταφέρων ἰσχυροὺς ραβδισμοὺς ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ ὄνου ἐφ' οὗ ἐπέβαινεν.

"Οὕλη τὴ βδομάδα στὴ ματζαδούρα, Σαββάτο βράδυ στὴ πούντα", συνέχισεν, ἐλεεινολογῶν τὸ ζῶον διὰ τὴν συνήθειαν, τὸ ἔνστικτόν του μᾶλλον, "νὰ παίρνει τὰ βουνὰ", ὁσάκις ὁ πολιὸς πρεσβύτης εἶχεν χρείαν αὐτοῦ.

αἰπόλος: βοσκὸς

πούντα: πλαγιὰ, ἀλλὰ καὶ ἀκρωτήριο στὴ ντοπιολαλιὰ τῆς Κύθνου, προερχὀμενη ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ punta: ἄκρο, αἰχμὴ, ἀκρωτήριο.

πολιὸς: ἀσπρομάλλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον πρώτο ορισμό (τον Αγρινιώτικο) σημαίνει κάνω μια δουλειά ταχύτερα, βιάζομαι. Ειδικότερα, στη Χίο, σημαίνει την πίεση που εξασκούμε στο έντερο κατά το χέσιμο για να βγει η πεισματωμένη κουράδα (επιτέλους), το σφίξιμο, το ζόρι(σμα).

Παράγωγο ουσιαστικό (και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο), η ανέγκαση, που περιγράφει την εν γένει διαδικασία όπως και την κατάσταση του ανεγκάσματος.

  1. Μετά την εγχείρηση του χορήγησαν ένα ελαφρύ καθαρτικό για να μήν ανεγκάσει και σπάσουν τα ράμματα.

  2. Μπήκε σαν σίφουνας στις τουαλέτες κι άρχισε να βροντάει τις πόρτες, αλλά ο Μήτσος ήταν πάνω στην ανέγκαση και δεν μπορούσε να αντιδράσει...

  3. «Η παντρειά και το τσουκάλι θεν ανέγκαση μεγάλη» Χιακή παροιμία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κάγκλα ή κάγγλα

Η δίπλα, η πτυχή στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Αγνώστου ετυμολογίας (σ' εμένα τουλάχιστον). Κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη.

Πιθανή συσχέτιση με το

καγκέλι ή καγγέλι:

Καγκέλια σημαίνει δρόμος με πολλές στροφές (από εδώ)

επίσης

Καγγέλι σημαίνει στροφή. (από εδώ)

Και φυσικά ο γνωστός χορός:

τα καγκέλια

Κοντεύει να σκάσει από το πάχος! Όταν κάθεται η κοιλιά του κάνει πέντε κάγκλες.

Βλ. και γάγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified