Further tags

Το πολύ λεπτό, αέρινο ρούχο, που προσιδιάζει σε καλοκαιρινή ενδυμασία.

Λαρισαϊκή έκφραση που παραπέμπει ίσως ακουστικά στο τσίτσιδος.

- Πού πας παιδούλι μ' Γενάρη μήνα με το τσιτσιπλί; Θα μου αρρωστήσεις...
- Άσε με ρε μάνα με τις υστερίες σου πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα λαρισαίικα σημαίνει: «Συγγνώμη τι είπατε; Μπορείτε να επαναλάβετε;»

- Συγγνώμη κύριε, μήπως ξέρετε που θα μπορούσα να απευθυνθώ για να βρω το πλησιέστερο κέντρο υγείας εδώ στην περιοχή;
- Α;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαίικος διάλογος. Ακούγεται: πλιτς-πλατς. Από ανέκδοτο: είναι στο μπαράκι μια γκόμενα και δίπλα της ένας τύπος. Και οι δυο είναι μόνοι. Για να του πιάσει κουβέντα αυτή, τον ρωτάει:
- Πλήτ'ς (=Πλήττεις);
και αυτός απαντάει:
- Π'λάτ'ς (=Πελάτης).
χα, χα, χα, χα, χα.
Είναι από τα ανόητα ανέκδοτα του στυλ δεκατισάρ', σιμπιζάκι, κλπ.

- Τι έγινε ρε φίλε, πλιτς;
- Πλατς.
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!

... και λοιπά (ε, τα παιδιά έχουν πιει ένα καλό γαράκι και γελάνε μέχρι πρωίας με τη μαλακία αυτή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Λαρισαϊκά, ο Μάρτιος.

Σε φροντιστήριο αγγλικής, στη Λάρισα.
Καθηγητής: - Ο Γενάρς λέγεται January, ο Φλεβάρς February, o Μαρτς ώς έχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδί. Η λέξη είναι τουρκικής προελεύσεως, Küçük, που σημαίνει μικρός. Απαντάται συχνά στη Θεσσαλία ως κούτσκο.

Πού 'ν τα κούτσκα, έρνται ή τα χς χαμένα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική Θεσσαλιώτικη έκφραση, που ειπώθηκε σε τοπικό κανάλι της Λάρισας μεταξύ δύο ποδοσφαιριστών της ΑΕΛ, κατά τη διάρκεια ζωντανής συνέντευξης μετά το τέλος του αγώνα. Το ρήμα τηράω, -ω είναι το αρχαιοελληνικό κοιτάω, ενώ ο μούτος παραπέμπει στο αγγλικό mute, δηλαδή βουβός.

- Η ομάδα πραγματουποίησε μία αξιόλογ' εμφάνισ'...
(ψυθιρίζοντας στον συμπαίκτη που στέκεται δίπλα χάσκοντας)
Τήρα ρε μούτε, μάς παίρνουν τα βίντηα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το παρατσούκλι-σήμα κατατεθέν του Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου****ΙΣΤ', κατά κόσμον Joseph Ratzinger. Προκύπτει από την συγχώνευση του «Πάπας» και της αρχής του «Ράτσινγκερ», που είναι το επίθετό του.

  2. To «παραπάτησε» στα λαρισαίικα. Από μακάβριο ανέκδοτο για τον θάνατο της Νταϊάνα.

Trivia: Ο ορίτζιναλ όρος προέρχεται από το όνομα paparazzo, που έφερε ένας φωτορεπόρτερ στην ταινία του Federico Fellini «Dolce Vita» το 1960. Πρόκειται ίσως για την πρώτη ταινία που ασχολείται τόσο εκτεταμένα με το φαινόμενο των παπαράτσι, κι έτσι ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης καθιέρωσε τον όρο με τον τσαμπουκά του! (Το όνομα το άντλησε από ένα βιβλίο του Γκήσινγκ).

  1. I love PapaRatzi! Προπαγανδιστικά μπλουζάκια για το νέο Πάπα, κυκλοφόρησαν πολύ και στην Γερμανία με την εναλλαγή «Deutschland liebt PapaRatzi!».

  2. (Διάλογος Λαρισαίων πριν μια δεκαετία και κάτι)
    - Και πούς πέθανη η Νταϊάνα;
    - Δην τά μαθης; Παραπάτση! (πώς οι Λαρισαίοι κατάλαβαν το «παπαράτσι»).

I love PapaRatzi! (από Hank, 05/01/09)Οι πρώτοι paparazzi απ\' την ταινία Dolce Vita του Fellini (από Hank, 05/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ πρώτης όψεως λέξη που παραπέμπει σε λαρισινό «αξάν» (προφορά) της λέξης «έτσι».

Θα μπορούσε βέβαια να είναι και παραφθορά της λέξης «έιτζ» προφερόμενη από άτομο που η ακοή του δεν είναι σε άριστη κατάσταση, ή από άτομο που η διάταξη της οδοντοστοιχίας του δεν του επιτρέπει να προφέρει σωστά ορισμένα γράμματα.

  1. Λαρισινός επιστρέφει από την ξενητειά στην πατρίδα του και πατώντας στα πάτρια εδάφη αναφωνεί: Λάρ'σ Λάρ'σ σε είδα και λαχτάρ'σ!!

  2. Η γιαγιά στην εγγονή: τι κάνει παιδάκι μου εκιός ο φίλος σου που είχε εκείνη την αρρώστια... το ετς;

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι, έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό μέσα στο οποίο συντηρείται η φέτα (τυρί) και λέγεται πού αλλού; Στη Λάρ'σα!

- Θεία, τί να την κάνω 5 κιλά φέτα που μου έφερες; Θα μου χαλάσει.
- Βάλ' το στο γάρο κορτσούλι μ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί μου. Μάλλον κρατάει από Λάρισα μεριά. Λέγεται είτε χαριτολογώντας σαν αντικατάσταση της προσφώνησης «πουλί μου» ή «πουλάκι μου», είτε πιο χυδαία σαν αντικατάστατο του γενετήσιου μορίου.

Το λένε πιο συχνά οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, οι κοπέλες σε φίλους / φίλες, αλλά και οι σταρχιδιστές για όλους.

  1. - Έλα πλιμ να φας το αχλαδάκι που σου καθάρισα. - Άσε με ρε γιαγιά, έχω ήδη φάει 2 κοτόπουλα, μισή κατσαρόλα πατάτες, 3 χωριάτικες, 1 τζατζίκι, 4 τυριά, μισό καρπούζι, 2μισυ πεπόνια, μία γαβάθα μανταρίνια και 9 κάστανα.
    - Στην ανάπτυξη είσαι πλιμ. Πώς θα μεγαλώσεις αν δεν τρως;
    - 23 χρονών είμαι ρε γιαγιά.

  2. (σχόλιο κάτω από φωτογραφία στο facebook μίας κολλητής στην άλλη):
    - Α ώστε έτσι πλιμ! Εσύ έκανες τα μπανάκια σου ωραία και καλά, κι εγώ δούλευα στο γραφείο... Σε μισωωωώ!

  3. (σχόλιο από blog)
    - Ρε δεν γαμιέστε όλοι; Ένα έχω να πω εγώ... ΤΟ ΠΛΙΜ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified