Ποσυνάζω (ρήμα) και ποσυναμένος (επίθετο).

Τακτοποιώ κάτι, είμαι τακτοποιημένος μετά από κάποια δουλειά, έχω κάνει μπάνιο, ξυριστεί και ντυθεί, και είμαι έτοιμος να πάω στο καφενείο του Νίκου ή της Ιωάννας για ρακές. Χρησιμοποιείτε κατά κόρον σε χωριό της Κρήτης.

- Για σου ωρέ Δημήτρη, ίντα γίνεται;
- Για σου ωρέ Κούνελε, πάω να ποσυνάξω τα εργαλεία, να ποσυναχτώ κι εγώ, και τα λέμε στο καφενείο.
- Σε ποιο από τα δύο, στο ελληνικό ή στο αλλοδαπόν;
- Άντε απόψε στο αλλοδαπό, θα πάμε για κεφαλάκια!
(προηγουμένως είχε ποσυνάξει δυο κατσικάκια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γερό (εξαθλιωτικό λέμε) μεθύσι, συνοδευόμενο από ξεσάλωμα μέχρι τελικής πτώσεως. Ή και το ανάποδο, δεν θυμάμαι, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε.

  2. Εξευτελισμός μισητού προσώπου. Μιλάμε για τον ορισμό της απαξίωσης, όχι μαλακίες.

ΣΕ ΠΟΛΥ ΛΙΓΟ ΟΛΟΙ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΓΕΡΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑΣΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ. !!! ΗΡΘΑ - ΗΠΙΑ - ΧΟΡΕΨΑ - ΠΕΘΑΝΑ !!!

Αποψε καθομαι στο σπιτι για να ξεκουραστω απο το σκουπιδιασμα της συναυλιας και αναρωτιεμαι... Ποτε θα βρεθουμε οι δυο μας μονοι (μπατσοι, γουρουνια, δολοφονοι).

- Καλα βρε σεις, διαβαζα το thread, δεν υπαρχει κανεις που να πινει για την γευση; Ολο συμβουλες για το πως θα την ακουσετε με την μεγαλυτερη αποδοση (χρηματα * ml alc) / σκουπιδιασμα. Να το ξερω στα γενεθλια σας να σας φερω μια κασα ουισκι απ το Lidl.

εντεινεται το σκουπιδιασμα στην αβυζη ψωλογρια

πλεον αρχιζω και συνηθιζω το vibe αυτης της πολης και καταληγω καθε μερα να ειμαι πιτα σε σπιτια , ειτε το δικο μου ειτε των φιλων μου καθως εξοδοι δεν παιζουν και αρχιζει να μου αρεσει πολυ. Απ την αλλη νιωθω λιγακι ασχημα γιατι πολυ απλα εχω κλειστει μεσα και το μονο που κανω ειναι να σκουπιδιαζω να μην γνωριζω καινουριο κοσμο να μην παρταρω και γενικα να μην ειμαι ενεργητικος στην ζωη μου και το θεωρω πολυ λαθος μεσα μου γιατι ειμαι μολις 18 και σιγα σιγα θα πατησω και τα 19 μου.

θελει ευρω χαμηλο ωστε να μην πεσουν οι εξαγωγες της αλλα οχι πολυ χαμηλο για να μην σκουπιδιασουν τα ομολογα που εχει

και βεβαια είναι ευκαιρια,οταν σκουπιδιαζει και την μεταγενεστερη gt3 rs,και την ακριβοτερη κατά πολύ gt 2 rs με τα πλαστικα τζαμια. [...]Σιγα τα ωα και σιγα το σκουπιδιασμα, τα 4Sec γρηγοροτερα στο Ring των 21Km...

Απο την στιγμη που εχεις κλεισει τα 18 και εχεις ολη τη ζωη μπροστα σου,δεν θα επιτρεψεις σε κανεναν να σε "σκουπιδιασει"οπως συνηθιζω να λεω.

Από τη χωματερή του διαδικτύου.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πούστης σε ποιό συνθηματική σύνταξη. Από το κούστης (πούστης στην Κυπριακή αργκώ) και πούστρα.

Ο Παυλάκης, κρυφή Κούστρα (φόρτε του το σουσέλ, αλλά μεταξύ μας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η όπως - όπως επίτευξη ενός σκοπού, κατά κύριο λόγο με τη συμβολή της τύχης ή ακόμη λόγω divine intervention, που λένε και στο χωριό μου .

Με τα ψέματα, μπήκε στη σχολή που ήθελε. Διάβασε κάτι ψιλά μια μέρα πριν τις εξετάσεις και έπεσαν αυτά...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος/τύπισσα που εμφανίζεται κατά διαστήματα και χάνεται και πάλι κατά καιρούς, και όλα συνήθως εντυπωσιακά.

- Ρε μαλάκες, τι έγινε αυτός ο Χάρης; Πριν ένα μήνα παρτάραμε στο Καρναβάλι και τώρα ούτε καν τον βρίσκω στο τηλέφωνο.
- Α, καλά, κι εγώ τον ψάχνω, αλλά θα έρθει κάποια μέρα ψημένος για μπαρότσαρκα. Μιλάμε μεγαλύτερο κομήτη δεν έχω δει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ολοκληρωτικά φαλακρός. Προσαρμόζω τον εξοπλισμό μου ανάλογα με τις συνθήκες.
Εναλλακτικά "σφουγγαρίζω τη πλατεία".

-Είδα τον Παύλο χτες ρε, αγνώριστος, τον θυμάσαι πρώτο έτος με τις αλυσίδες, τα αμάνικα και τη μαλλούμπα;
-Τι έγινε κυριλέ;
-Ράφλας έγινε.
-Τι λες ρε μαλάκα; Μαδάει κι αυτός;
-Ρε χτενίζεται με χαρτομάντηλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ύπουλο κόλπο που χρησιμοποιείται σε αθλοπαιδιές ή πάσης φύσεως συρράξεις με σκοπό την απώλεια ισορροπίας και συνακόλουθη πτώση του αντιπάλου (=να φάει τα μούτρα του ο καργιόλης).

Όπως βλέπουμε στο βιντεάκι του πρώτου παραδείγματος, το σκαμνάκι εκτελείται:

1) συνεργατικά, με τον ένα εμπλεκόμενο να αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο τον στόχο και να τον σπρώχνει προς τα πίσω, ενώ ο συνεργάτης του χώνεται ανακούρκουδα πίσω από τον στόχο. Ο τελευταίος υποχωρεί από τη δύναμη του σπρωξίματος, χάνει την ισορροπία του καθώς τα γόνατά του βρίσκουν στο σώμα του συνεργάτη και πάρτο κάτω ανάσκελα το χαϊβάνι.

2) Κατά μόνας, που είναι και πιό δύσκολο κατά τα φαινόμενα. Ο γράφων δεν έχει προσωπική εμπειρία, αλλά απ' όσο καταλαβαίνει πρέπει να εκτελείται σε φάση καταδίωξης, με τον καταδιωκόμενο να έχει στο σβέρκο του την καυτή (και πιθανώς βρομερή) ανάσα του διώκτη. Απαιτείται απόλυτη ψυχραιμία και τέλειο τάιμινγκ για να πετύχει (χωρίς να φάει καμιά φονική κλωτσιά ή γονατιά στο κρανίο) το ξαφνικό κουβάριασμα του σώματός του μπροστά από τον διώκτη που, με τη φόρα που έχει, σκοντάφτει πάνω στο υποψήφιο θήραμα, απογειώνεται και ολοκληρώνει την προσπάθεια με μια μεγαλοπρεπή χύμα με τα μούτρα στον δρόμο.

Αν και ο γράφων έχει σχετικές αναμνήσεις από τα παιδικάτα του (=τα άλλα τα κωλοπαίδια το κάνανε), δε βρίσκει παρά λίγες γκουγκλιές. Θυμάται όμως πολύ καλά πατρική διήγηση περί ενός οικοδόμου που στις διαδηλώσεις για το Κυπριακό το 1955 έκανε ένα επιτυχημένο σκαμνάκι τύπου 2 σε χωροφύλακα που τον καταδίωκε, με άκρως εντυπωσιακά αποτελέσματα (=επιστρέψτε στην παρένθεση της πρώτης παραγράφου και προσθέστε αμμοχάλικο στο οδόστρωμα, άφθονο αίμα, εκτεταμένες εκδορές, μώλωπες, οιμωγές και γογγυσμούς. Διακοσμήστε κατά βούληση με χριστοκάντηλα και γαμοσταυρίδια).

Α, όλα κι όλα, δολοφονίες ανέχομαι, βιασμούς ανέχομαι αλλά σκαμνάκι, φίλε, δεν ανέχομαι.

Συνεργατικό σκαμνάκι εδώ (από το 8:40)

ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΠΑΙΚΤΗΣ ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΗ [...] ΒΑΖΕΙ ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΙΑ Ή ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΙΑ Ή ΚΑΝΕΙ ΣΚΑΜΝΑΚΙ ΜΠΡΟΣ Ή ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΑΝΤΙΠΑΛΟ [...] ΘΑ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ ΜΕ ΑΜΕΣΟ ΛΑΚΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΘΑ ΔΙΝΕΤΑΙ ΑΜΕΣΟ ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΟ ΛΑΚΤΙΣΜΑ (ΠΕΝΑΛΤΙ).

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.

Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.

Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.

Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)

*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα

Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!

μωρή Εμμανουέλα 25-2-2018

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη από το καυλέας+λέοντας. Φιλοφρόνηση που σκοπό έχει να αναδείξει την ρώμη, το πόσο γαμάτος και γενικά την εκτίμηση στο πρόσωπο αυτού που απευθύνεται. Ανώτερο του καυλέα/καβλέα. Βλέπε και καυλέας, καβλέας.

-Τι κάνει ρε συ ο φίλος σου ο Σάκης; -Ο Σάκης; Μεγάλος καυλέοντας! Κάθε βράδυ κι άλλο μουνί φορτώνει!

Got a better definition? Add it!

Published

Προστακτική β' ενικού του ρήματος τρελαίνομαι. Έχει κυρίως χαρακτήρα παρότρυνσης.

Το Σάββατο έχει πάρτυ το Μαράκι. Θα γίνει χαμός! Τρελάσου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified