Ο γυμνασμένος, ο μπόντι-μπίλντερ, αυτός που έχει σφιχτό σώμα.
Άρχισε το γυμναστήριο έγκαιρα και βγήκε δεμένος στην παραλία.
Ο γυμνασμένος, ο μπόντι-μπίλντερ, αυτός που έχει σφιχτό σώμα.
Άρχισε το γυμναστήριο έγκαιρα και βγήκε δεμένος στην παραλία.
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που ξημεροβραδιάζεται στο γυμναστήριο, για να φτιάξει σώμα.
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο τερματοφύλακας που ξέρει να διώχνει τα γκολ.
Χρειαζόμαστε γάτο στην ομάδα όχι γατάκι!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που παίρνει αναβολικά, για να φτιάξει σώμα τούμπανο.
Άλλος ένας αναβολικάριος πέθανε από ξαφνικίτιδα στα 45 του.
Got a better definition? Add it!
Το γκολ που φέρει το αποτέλεσμά του χωρίς κανένα εφέ να το συνοδεύει. (Δες).
Ένα γκολάκι χρειαζόμαστε για να προκριθούμε.
Got a better definition? Add it!
Παλαιόθεν έκφραση για το υπέροχο γκολ καθιερωμένη κυρίως μετά τη χρήση της σε σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων όπως εκείνα της Αθλητικής. (Δες).
Γκολάρα ο Σαραβάκος!
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ, λέγεται κι έτσι ο επόπτης, ο linesman.
Το οφ-σάιντ δεν το καταλόγισε ο πλαϊνός, που βρισκόταν ακριβώς στην ευθεία.
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ λέγεται κι έτσι ο επόπτης ή linesman.
Το οφ-σάιντ δεν το καταλόγισε ο πλάγιος, που βρισκόταν ακριβώς στην ευθεία.
Got a better definition? Add it!
Ο body-builder, το μπιλντέρι, ο γυμνασμένος, ο χτισμένος.
Να αποφεύγεις τα σκληρά, να μην κολλάς στους μπιλντεράδες να διοργανώνεις ρεσιτάλ για μετανάστες και φυγάδες. (Η θεά, 1999, στίχοι: Ισαάκ Σούσης, τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).
Got a better definition? Add it!
Ο διαθέτων απολλώνια κορμάρα, δηλαδή ο γυμνασμένος, ο σμιλεμένος.
Τι να κλάσεις κι εσύ με τον απολλώνιο για τον οποίο σου λέει να μην ανησυχείς.
Got a better definition? Add it!