Ο λαθρέμπορος. Ο όρος αναφέρονταν κυρίως σ' αυτούς που έκαναν λαθρεμπόριο δια θαλάσσης. Ο αντίστοιχος όρος για την ξηρά ήταν κατσιρματζής ή κατιρματζής. Η ακμή των κοντραμπατζήδων είναι από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, αν και κάποιοι συνέχισαν και αργότερα σε περιορισμένη κλίμακα. Οι κοντραμπατζήδες είχαν δικό τους "κώδικα τιμής" (π.χ. έκαναν αγαθοεργίες, απέδιδαν δικαιοσύνη υποστηρίζοντας τους αδυνάτους) και είχαν γίνει ένα είδος λαϊκών ηρώων.

Ο κοντραμπατζής-κι αυτός λαθρέμπορος- ο μυτιληνιός κι αϊβαλιώτης, είναι η απόλυτη λεβεντιά, όπως την οραματίζεται ο αγνός μας λαός, παρουσιασμένη από έναν άνθρωπο. Λεβεντιά στο κορμί, λεβεντιά στο ψυχή, λεβεντιά στη καρδιά. Είχε βέβαια σκοπό το κέρδος. Μα μαζί μ' αυτό πιο πολύ τον ξεσήκωνε η ιδέα πως μεταφέροντας απ' το λεύτερο ελληνικό κράτος και πουλώντας κρυφά τα καπνά, το μπαρούτι και τα πολεμικά τουφέκια-τίποτα άλλο- έδειχνε τη σωματική του αξιοσύνη αλλά και την παλικαριά να αψηφά τους ζαπτιέδες και τους κολτζήδες. Από εδώ

Ο Ηλίας Βενέζης στην "Αιολική Γη"τους περιγράφει έτσι:

"Ήταν θεοπάλαβα, χαμένα κορμιά. Μέσα τους έκαιγε ένας δαίμονας, το πάθος για το αίμα και για τον κίνδυνο. ...ποτές κανένας κοντραμπατζής δε φύλαγε το χρυσάφι...Το σκορπούσαν σε γλέντια, το ξόδευαν σε γυναίκες, το μοίραζαν σε φτωχές νοικοκυρές."

Συνώνυμο: κοντραμπαντιέρης

Ετυμολογία (από Μιτζνούρ): κοντραμπάντο < ιταλ. contrabbando < ιταλ. contrabando από contra- αντι- και bando απαγόρευση. bando < υστερολατιν. bannum < φράγκικο ban = απαγόρευση, < υστερογερμανικο *bannan δηλώνω, διατάζω, απαγορεύω < πρωτογερμ. bannen αποκλείω, απαγορεύω, πιθ. πρωτογενής σημασία μιλάω δημόσια, < πρωτο-ιαφεθιτικό μορφημα *bha- μιλάω. Κι εξ αυτού, φημί και φήμη, από εδώ.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το τραγούδι "Κοντραμπατζήδες" του Κώστα Ρούκουνα, αγαπημένο τραγούδι του παππού μου, του καπτα-Μήτσου, που έκανε αυτή τη δουλειά στα νιάτα του.

Κοντραμπατζήδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό και υποκοριστικό του τεκνό (<ρομανί λέξη tikno= μικρό). Πρόκειται δηλαδή για το πιπίνι, για το λολιτάκι, για το μουνίδιον που είναι στα ντουζένια του, για τη νίτσα μουνίτσα.

  1. Τι μου λες;; Δηλαδη είναι πιπινουαρ γκόμενα, τεκνιτσα που κουναει κωλο στο ρυθμο και φοραει μαβιες μποτες, γκετες , τιραντες, σκουφι με φουντα, γαντια με κομμενα δαχτυλα και παντελονι με το σκισιμο πανω στο μπουτι σαν αυτό που το ειδε η μανα μου και το μπαλωσε κι αλλαξε πεντε χρωματα από την τσατιλα της η ξαδελφουλα μου;; (Εδώ).
  2. Μου την έχει καρφώσει με μια τεκνίτσα!! (Ατάκα του Μάνθου από τη σειρά "Κωνσταντίνου και Ελένης", αλιευθείσα από το Φέισμπουκ).

Ο όρος περιλαμβάνεται στα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου (Αθήνα, 1971), όπου λέγεται ότι σημαίνει όχι μόνο τη μικρούλα, αλλά και τον νεαρό κίναιδο.

Ακόμα, την πολύ μικρής ηλικίας gay, τον «πουστράκο», τον λένε «τεκνίτσα». (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες Νιτσών: Αυτές που βγαίνει από το πουτανίτσα και αυτές που βγαίνει από το μουνίτσα.

Στη δεύτερη περίπτωση, ως νίτσα μπορεί να χαρακτηριστεί νεαρό πιπινοειδές και λολιτοειδές μουνίδιον που είναι στις καύλες του απάνω. Ενίοτε σχηματίζεται πλήρες ονοματεπώνυμο Νίτσα Μουνίτσα, με ένα τσαχπινογαργαλιάρικο ζενεσεκουά, άλλοτε αναφερόμαστε σε κάποια σέξι Ελε-Νίτσα ως νίτσα, άλλοτε λολοπαιγνιωδώς χρησιμοποιούμε μια Γενική Κτητική Νίτσα μου Νίτσα μου, you get the idea. Από την άλλη, μια χρησιμοποιούσα το αρκετά απαρχαιωμένο υποκοριστικό Νίτσα μπορεί να είναι και ηλικιωμένη θειόκα, το οποίο δεν μας αποθαρρύνει, αλλά μάλλον μας παροτρύνει να χρησιμοποιήσουμε και στην περίπτωση της θειας το εν λόγω υπονοούμενο.

  1. Οπότε τα αντράκια μάλλον θα πρέπει ν’ αναλάβουν δράση αν θέλουν να συναντάνε γυναίκες έξω κι όχι μέτριες κορασίδες, μυξοπαρθένες που περιμένουν πότε θα παντρευτεί η Νίτσα Μουνίτσα για να κάνει μπάτσελορ και να ξεσπαθώσουν, ήτοι να γίνουν λιώμα απ’ τα σφηνάκια αλλά να γυρίσουν στεγνές ξανά πάλι στα όνειρά τους. (Εδώ).
  2. Αν ο Νίτσε μίλησε για την αιώνια επιστροφή του ιδίου, η Νίτσα μίλησε για την αιώνια επιστροφή του αιδοίου. (Από το Φέισμπουκ).
  3. Η Νίτσα μουνίτσα ρε παιδιά τι λέει; Ξέρει κανείς; Δυνατό κορμί φαίνεται αλλά δεν ξέρω αν είναι μούφα. (Από το μπου).
  4. Τι μουνί είναι αυτό! Πως έγινε έτσι;! Ε την Νίτσα! Νίτσα Μου Μουνίτσα! Θα φας πούτσο μωρή χλαπάτσα και θα είναι όλος δικός σου! (Από το εχθροπαθές Hate Speech Unlimited).

ΝITCA: EΡΩC- ΘΑΝΑΤΟC

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εταιρία που είναι κραυγαλέα απατεωνίστικη.

- Γεια σας! Σήμερα θα σας παρουσιάσουμε μια εκπληκτική υπερπροσφορα!!
ένα πολύτιμό κολιέ από χρυσό, διαμάντια και μπριλάντια!!
Απο 200€ (τιμή εξωτερικού) δώσε 19,99€ και πάρ'το!!
- Τι λέτε ρε ξεφτιλισμενοι;; Απατεωνική ΑΕ!!! Πως δε σας το'χουν κλεισει ακόμη το μπουρδέλο;;!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκατόφατσα, σκατομαλάκας.

Ελληνική απόδοση της αγγλικής λέξης fuckface.

Πάρε ρε εδώ μια πουτσομούρα... Κοίτα εδώ ρε μ'ένα μαλάκα που μπλέξαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι σαν τον Φατσέα απ' τή γνωστή Ελληνική σειρά «Το καφέ της Χαράς», δηλαδή υπόσχεται πράματα που δεν γίνονται, είναι χαρτόμουτρο (ή πίνει) και γενικότερα έχει αλήτικη συμπεριφορά και τρακαδόρικη ενώ στο μυαλό είναι χωριάτης, με σκατόφατσα!

-Δεν υπάρχει ρε το άτομο: χαρτόμουτρο, μπεκρής, αλήτης, τρακαδόρος, χωριάτης στο μυαλό ΚΑΙ με σκατόφατσα!!
- Ναι, ρε φίλε - σκατοφατσέας, όχι αστεία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η διδασκαλία, ή ο δάσκαλος ή δασκάλα, επειδή ζαλίζουν τα τεκνά (<tikno = μικρό, μικροκαμωμένο στη ρομανί).

- Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή;

- Ἄς τα, χρυσή μου, μπουτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή;

- Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα. (Παράδειγμα του τιτανοτεράστιου Αἴαντος αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

..επέρασεν. Όμως δεν ήγγισεν. Άρα απεβίωσε ο γείτων.

Ήτοι καμία σχέση, ούτε καν. Το περνάν από κοντά, απέχει παρασάγγας, οπότε δεν υφίσταται ουδεμία εγγύτητα, ουδεμία πιθανότητα και τέλος ουδεμία ελπίδα να επιτευχθεί ο εκάστοτε στόχος. Κλασική Χιώτικη λαϊκή έκφραση κι ως εκτουτού πάντοτε επίκαιρη, υπερπληθής ειρωνείας. Έρχεται ως απάντηση- αντίβαρο σε παρόλες, φανφαρονισμούς, λεονταρισμούς και έτερες βαρύγδουπες υπερβολές.

Περί της ειρωνικής διάστασης του εν λόγω βλ. σχ. συνώνυμα "εκεί που έχεσεν η Λέχου βγήκε η Τζούλη Βίκου", αλλά και τα γνωμικά που παραπέμπουν στο χέσιμο του κόσμου ολάκερου από ένα και μόνο έντομο που άρτι απέκτησε πρωκτόν. Δε 'α σηκωθούν τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάgλ', ναούμ.

Έτερο περιφραστικό συνώνυμο "ο γάμος του καραγκιόζη".

Αντώνυμο το "κανεύ(γ)ω",[πιθανότατα εκ της κάνης- σημαδεύ(γ)ω και επιτυγχάνω τον στόχο μου] και μπόνους το πελοποννησιακό "κοτρώνω" (πιθανότατα εκ της κοτρόνας, καθότι οι πελοποννήσιοι είναι αρχαιότατοι μαχηταί, από την εποχή του λίθου, λέμε τώρα) δια τους ομιλούντας αμφοτέρους τις διαλέκτοι.

Πλάτων: Τι θα γίνει με κείνα τα λεφτά;
Γιώργος: Λυπούμαι για λογαριασμό σου.. εντροπή πλέον να με ταλαιπωρείς με προπέρσινα ζητήματα..ακόμα εκείνα τα χρήματα σκέφτεσαι; Δε σου ανήγγειλα εμπροθέσμως κι εγκύρως ότι διέγραψα μονομερώς το χρέος μου; Πάνε αυτά, ω Πλάτων, ξέχασέ τα! Αν παρ' ελπίδα έχεις τίποτα νωπό να διαπραγματευτούμε, είμαι όλος αυτιά.
Πλάτων: Από κοντά επέρασες Γιωργάκη... Δεν είναι ώρα για διαπραγματεύσεις αλλά για αποφάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γραμματική κορεκτίλα που πεοτείνουν ακτιβιστ@ς τση ΛΟΑΤ κοινότητας προκειμένου να αμβλυνθεί ο ανδροκεντρισμός στον γραπτό λόγο.

Αντιγράφουμε από το σάη "Καμένα Σουτιέν":

- Η χρήση του συμβόλου ‘@’ γίνεται στις γλώσσες που έχουν έμφυλες εκφράσεις (Ελληνικά, Ισπανικά κ.ο.κ.). Προκειμένου να χρησιμοποιούμε γλώσσα χωρίς αποκλεισμούς ή αυθαίρετα συμπεράσματα, πολλές φορές το σύμβολο ‘@’ αντικαθιστά το σημείο εκείνο της λέξης που δίνει την έμφυλη χροιά. Για παράδειγμα η πρόταση: Όλοι οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες είναι έξυπνοι / –ες και έχουν φακίδες θα γίνει: Όλ@ οι τραγουδιστ@ς είναι έξυπν@ και έχουν φακίδες (εδώ)

Έτερο παράδειγμα από το σάη "Αποδομητικά Μουνιά & Αποδομημένα Αρχίδια":

- Εμείς, αδερφές, πλακομούνες, queer, φεμινιστ@ς, ανώμαλ@ είμαστε εδώ όχι για να εξομοιωθούμε με τους str8 όπως προστάζει η φιλελεύθερη μυθολογία της ισότητας, αλλά για να γιορτάσουμε τη διαφορετικότητά μας, ότι δεν είμαστε σαν κι αυτ@ς (εκεί)

Συνειρμική μόνο σχέση με τα παπάρια (@@). Καμιά σχέση με παπάκια (@).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σελφίς, σελφίδα

Είδος σύγχρονης νεράιδας με μορφολογικά χαρακτηριστικά πάπιας που γυρνοβολάει με όχι και τόσο αέρινο βηματισμό στα δάση και στις πόλεις με ένα σμαρτόφωνο ανά χείρας, ανεβάζοντας σέλφικες ποζεριές, σουργελιές και ντακφεϊσιές στα φατσομπούκια, στα ινσταγκράμια και στα σναπτσάτια εις άγραν likeιστικής αυτοεπιβεβαίωσης.

- Η ιδανική σελφίδα έχει δείκτη Ναρκισσισμού Ν ≥ 50, όπου Ν = σελφιές ανά ώρα.
(Πυγή: "Ἡ Τεράστια Κοινωνικὴ Σημασία τῶν Σελφίδων ἐν τῷ Συγχρόνῳ Βίῳ" εκδόσεις "Παγκόσμιος Μιναρόταυρος", τόμος ΙΙΙ, σ. 975)

Άθλιο λολοπαίγνιο < σέλφι & συλφίς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified