H στριπτιζέζ, η στρίπερ που κάνει αισθησιακό χορό στριπτίζ γύρω από σωλήνα σε σωληνάδικο. Συνώνυμα: λικνιτζού, τζου, τρύπερ, παιδί του σωλήνα, σωληνοκόριτσο. Η χρήση του β΄ συστατικού -κορη για να χαρακτηρίσει διαφορετικές εργάτριες του σεξ παρουσιάζει έναν ελαφρό σλανγιωτατισμό και ψιλοπαίζει και αλλού, βλ. λ.χ. και λαδοκόρη, ενώ συνηθέστερο είναι το -κόριτσο, όπως λ.χ. μπουρδελοκόριτσο, στουντιοκόριτσο.

  1. Η καινούρια chief prosecutor της Κριμαίας μου θυμίζει μια σωληνοκόρη στο Ράσπουτιν. (Από Τουίτερ).
  2. Αν ήμουν εγώ στο management θα έκανα το εξής απλό για να μην χρειάζονται ούτε κουρτίνες ούτε καμία άλλη περίσκεπτη ενέργεια που απαιτεί εγκεφαλικό κάψιμο... τι θα έκανα? θα έλεγα σε όλες τις κορίτσες ότι όποια φτάνει μέχρι ρόφημα θα κάνει ένα tatoo με έναν φραπέ ξεχειλισμένο στο αριστερό γαστροκνήμιο και για όποια σωληνοκόρη κάθε μέρα είναι Κυριακή του Πάσχα, μια μπριζόλα well done στο δεξί γαστροκνήμιο έτσι ώστε να μη δείχνει άσχημα και να καταλαβαίνει ο πελάτης τι γίνεται...να ξέρουμε δηλ. ποια πώς και τι για να τραβήξουμε ευρώ από το πορτοφόλι... (Επιχειρηματικές συμβουλές από χύστη σε μπουρδελοσάη για να είναι κάπως πιο εύκολα τα πράγματα και να μη μπερδεύονται οι στριπτιτζόφιλοι).
  3. Η σωληνοκόρη έμπειρη τον κατέχει τον χορό στον στύλο. (Αλλού στο μπου).

Οι κινήσεις μιας σωληνοκόρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πισωκόλλης, πισωκώλης

Βρισιά χυδαία για τον παθητικό ομοφυλόφιλο ή για τον θεωρούμενο υβριστικώς και σεξιστικώς ως τέτοιο. Νταξ, το πισωκώλης το λες και πλεονασμό και κοινό τόπο, όλοι πίσω μας τον έχουμε τον κώλο μας, προφ εδώ εννοείται ότι ο υβριζόμενος τον παίρνει από πίσω, από τον κώλο. Το βρίσκω σπανιότερα και με την ορθογραφία πισωκόλλης, προφ από τη σεξουαλική στάση πισωκολλητό. Ως βρισιά μπορεί να έχει τις διάφορες σεξιστικές σημασίες που έχει η βρισιά πούστης.

  1. «Εσύ θες να πας να δεις το έργο; Τον Χριστό μας από τους πισωκώληδες τους Αλβανούς; Εσύ; Έχει έρθει η οργή του Θεού. Μας χτύπησε η οργή του Θεού για σας, τους προδότες, τον Χριστό μου. Γιατί αν είχαμε την εύνοια του Θεού, κανέναν δε θα είχαμε ανάγκη. Η Ελλάδα είναι πλούσια χώρα, την εύνοια του Θεού δεν έχει. Ζώα, ζώα — ε, ζώα. Σαν τα ζώα, ρε, να πηδιέστε». Είναι περίπου 45 χρονών, μαυροφορεμένος, πλησιάζει απειλητικά μια γυναίκα: «Κι εσύ θες να δεις το αμαρτωλό έργο; Ζώο. Ζώο, μωρή. Ζώο!». (Από τις σκηνές απείρου κάλλους που είχαν εκτυλιχθεί έξω από θέατρο στο Γκάζι όπου χρυσαύγουλα και χριστιανοταλιμπάν διαμαρτύρονταν για βλάσφημη παράσταση χρησιμοποιώντας οι ίδιοι μερικές βρισιές απάδουσες μεν προς χριστιανούς πλην όχι χωρίς σλανγκικό ενδιαφέρον, δες).
  2. Εννοείται χρυση αυγή μεσα στη ΜΥΚ! Τί θα ήταν, πισωκώληδες αριστεροί; (Μακελειό).
  3. Έκαψαν ζωντανό τον Μπρούνο το «καμάκι»! – Ένα από τα μεγαλύτερα greek καμάκια της Ελλάδας. Σχόλιο: κανένας πισωκώλης Πακιστάνος θα τον έφαγε… (Μακελειό).
  4. Έκτακτα μέτρα παίρνει η Βρετανία αποφασίζοντας να σχεδιάσει κλείσιμο των συνόρων για τους Έλληνες, σε περίπτωση που η Ελλάδα βγει από την ευρωζώνη. Σχόλιο: αλλη ορεξη δεν ειχαμε να παμε στους πισωκολληδες στην υγρασια στην μουχλα και να αφησουμε τον ηλιο μας τα νησια μας τα χωρια μας τον φραπε μας. (Ενικός).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λουμπενάς, λουμπενιάρης

Όροι κι αυτοί της λουμπενικής που πλέον ομιλείται φαρσί ενταύθα και τείνει να αποτελέσει ξεχωριστό κεφάλαιο στην ελληνικιά γραμματικιά.
Μετά τον λούμπεν και το λουμπεναριό, να συμπληρώσουμε εδώ και τώρα και τα χθαμαλά λουμπενάς, λουμπενιάρης.

Λουμπενάς είναι το λούμπεν στοιχείο (όπως λέν κι οι Παρασυνταξίες εδώ)· συγκρινόμενος όμως με τον πιο πολιτικό -λέμε τώρα- και ξεπερασμανιακό λουμπενικό τύπο έχει μια πέραν της κανονικής, δόση τρασιάς.

  1. - οκ δίκιο για το αναίτια αλλά έγραψες καμιά 20ριά τουί γαμωσταυρίζοντας μόνο.
    - Άλλα τόσα έπρεπε να γράψω με τον μαλάκα τον λουμπενά. (εδώ)
  2. Χέστε μας ρε απολιτίκ-λουμπενάδες. Πιο πολύ κι από φασίστες θέλω να σας βαράω. (εδώ)

Η κατάληξη -ιάρης στον λουμπενιάρη, προσδίδει έχτρα τρασίλα και όπως θα δείτε παρακάτω, ο λουμπενιάρης παρουσιάζεται ως το αντίθετο της ελίτ.

Στην αυλή του Διοικητηρίου να πάει, στο Παλατάκι και σε άλλα ερείπια της διστακτικης εξουσίας και να τάξει πως θα φτιάξει εκεί, ένα μουσείο πόλης και ένα μουσείο των τοπικών πολιτισμών, από τις ελίτ έως τους λουμπενιάρηδες.
Η πόλη δεν είναι Ντορέ και Λαδάδικα και Σαλαμίνα και Καραϊσίν. Στην Αθήνα, όταν εκλείπει ο Απότσος και το Ζώναρς, εκλείπουν και πάνε γι΄άλλα.
(...) Ο Ασλάνογλου έσβησε σαν καρικατούρα μιάς άσπλαγχνης πόλης και ο Χριστιανόπουλος δεν είναι παραμάγαζο του Καβάφη.
Η Ταυτότητά της αναμένεται. Θα την φτιάξουν οι αγέννητοι και οι αλλαντάλλα.
Επιτέλους.
Πριν τα εμπόρια, φέρτε στην πόλη την πολιτική σκέψη.
από δω

  1. «Μέσα σ'ένα μπουλούκι στο μετρό ένας κύριος είπε δυνατά: η απόσταση ανάμεσα σ'έναν κομμουνιστή κι έναν λουμπενιάρη δεν είναι μεγάλη. Ένας άντρας που στεκόταν δίπλα του πήρε χωρίς βιασύνη ένα μέτρο από την τσέπη του παντελονιού του, μέτρησε την απόσταση ανάμεσα σ'αυτόν και τον ομιλητή και είπε: ογδόντα εκατοστά!»
    (Μπ. Μπρεχτ, 1949, εδώ)
    Βερολινέζοι της εργατικής τάξης κατά τη διάρκεια της Κυριακάτικης εξόδου τους (από την ταινία του Ρόμπερτ Σίοντμακ Menschen am Sonntag, 1929) Πηγή: www.lifo.grΟι φωτογραφίες του Τζέικομπ Ρη καταδεικνύουν τη βρώμα της Νέας Υόρκης του 1880. Οι τραχείς φωτογραφίες βγαλμένες με φλας …. Φαίνονται όμορφες χάρη στη δύναμη των θεμάτων τους, σκληροτράχηλοι άμορφοι κάτοικοι των φτωχογειτονιών της Νέας Υόρκης…» Πηγή: www.lifo.gr
  2. Nταξ, είπαμε, είμαστε λουμπενιάρηδες, αλλά όχι κι έτς #net #ert (εδώ)

Σημείωση: Την Σφυσλανγκασίστη πολλοί εμίσησαν, εγώ νέβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κάπως ειρωνική κομμέ για τα εναλλακτικά κινήματα και τους οπαδoύς τους. Πιο απαξιωτικά γίνεται εναλλακτικίλα.

  1. Τι κι αν αντί Βελλίδειο πάει στο Μπιτ παζάρ ή σταθεί έξω απο το Ιλάν Μερμέρ στην Χορχόρ; Χιππισμοί και εναλλά της συμφοράς. (εδώ)

  2. Προκύπτουν βάσιμες υποψίες ότι βγαίνοντας θα παρανομήσει; ε, και λοιπόν; Οι εναλλάδες και οι αντιεξουσιαστές δεν σημαδεύονται ακόμη στο μέτωπο με πυρωμένο σίδερο. Οι ομάδες γύρω του, τριγυρισμένες απο Τσιριμώκους, δύσκολα θα τον βοηθήσουν. Η βία που υποστηρίζει, στρέφεται εναντίον του ιδίου. Ας όψεται η μανούλα του. (thegreekcloud)

  3. Θα παρακαλεσω τους Djs του Εναλλα Ραδιο όπως καταθέσουν σήμερα μέχρι τις 6 το απόγευμα τα μεροκάματα τους για την άμεση καταβολή των χρημάτων στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Ευχαριστώ πολύ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ από σαπιοσέξουαλ.

Αυτός που γαμάει κυριολεκτικά (Α) ή μεταφορικά (Β) με το μυαλό του.

Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για αυθεντικό σαπιοσέξουαλ.

Στη δεύτερη διακίνουμε δύο υποπεριπτώσεις:

Υποπερίπτωση Β1. Αυτός που το μυαλό του γαμάει, δηλ. σκίζει, πετάει. Αυτή εκφεύγει των στόχων του παρόντος.

Υποπερίπτωση Β2. Αυτός που λόγω αντικειμενικών ή υποκειμενικών δυσκολιών, συνουσιάζεται μόνον "κατά νουν" ιστοριζόμενος, παλαιάς, ενδόξους εποχάς.

Παλιά έβλεπα με τα μάτια και γαμούσα με τον πούτσο. Τώρα βλέπω με τον πούτσο και γαμάω με τα μάτια! Έχω καταντήσει μυαλογάμης.

(Κλασσική έκφραση, παράπονο αλλά και "ψάρεμα" φιλοφρονήσεων του τύπου "τι λες αγάπη μου, εσύ είσαι σούπερ" από άνδρες κάποιας ηλικίας. Υπονοεί τον συνδυασμό πρεσβυωπίας και ελαττωμένης σεξουαλικής δραστηριότητας).

-Τι; Θέλεις κι άλλο; Εσύ δε μού'λεγες πως γαμάς με το μυαλό μόνο;

-Βασικά είμαι μυαλογάμης, επειδή δεν βρίσκω. Άμα βρω όμως ΓΑΜΑΩ!

(Διασκευή από παλιό ανέκδοτο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βαριόμουνα, αναρωτιόμουνα

Λολοπαίγνια με τα ρ. βαριέμαι, αναρωτιέμαι στον παρατατικό και την κατάληξή τους, -μουνα.
Βασικό μοτίβο είναι το:

-Βαριόμουνα
-Ελαφρόπουτσες
-Αρνιόμουνα
-Τραγόπουτσες. καληνυχταμουκαικαλαμου40μπαςκαιησυχασετε

το αντίθετο του βαριόμουνα από δω.
Ο τόνος μπορεί να είναι και στην παραλήγουσα (παράδειγμα 2).

  1. Η όμορφη χοντρή που βαριέται λέγεται βαριόμουνα (εδώ)

  2. Βαριοπούλα και Βαριομούνα (εδώ)

  3. - Το αντίθετο του ασετόν είναι πιασετήν
    - το αντιθετο του αναρωτιομουνα ειναι επιβεβαιωπουτσες?
    - Του ... βαριόμουνα όμως?... Ελαφρόπουτσ@ς. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O ευφυοσεξουαλικός, ο νοοσεξουαλικός: ο αθρώπας δηλαδής που έχει ως υπέρτατο αντικείμενο πόθου την ευφυΐα και ουχί την εμφάνιση.

Ασ' τα σάπια φυτούκλα μου και μίλα μου για τον Derrida -Ουάου, τα έχεις διαβάσει όοολα αυτά τα βιβλία; -Όχι, αυτά είναι που πρέπει να διαβάσω μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Τα υπόλοιπα είναι στο γραφείο μου

- Δηλώνω και εγώ σαπιοσέξουαλ. Νομίζω η πλειοψηφία έτσι είναι. Τελευταία με τραβάνε τα σεξουαλικά ανοιχτόμυαλα κοριτσάκια :P Όχι πως έχουν κάτι λιγότερο οι άλλες, απλά ok, εν είμαστε για σΚέση τέτοιους καιρούς (εδώ)

- Σαπιοσέξουαλ, εκκολαπτόμενη βιολόγος. Ενθουσιάζομαι από τα πάντα, αλλά συνήθως τα βαριέμαι μετά από λίγο. Αν βρίσκεις ένα κομμάτι του εαυτού σου εδώ μέσα, μείνε (εκεί)

Εκ του αγγλικάνικου sapiosexual (< λατ. sapiens και sexus)

Μεταγλωττισμένο στα ελληνικά, το λήμμαν κουβαλάει πολλά κιλά σλανγκίλα και σαπίλα, καθώς παραπέμπει συνειρμικά στον σαβουρογαμόσαυρο.

- Εννοείται πως κι εγώ θεώρησα τον σαπιοσέξουαλ συνώνυμο του σαβουρογάμη...(εδώ)

Κατά λολαδερή δε σύμπτωση, οι δυο έννοιες συγκλίνουν απόλυτα (αλλά όχι πάντα), καθώς οι μπαζοφονιάδες συχνά αυτοαποκαλούνται προσχηματικά "εγκεφαλικοί τύποι" προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν την καζούρα από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Συνεπώς ο όρος αποτελεί και λολοπαίγνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κτηνοβάτης, ο γιδογάμης ή γιδοσπρώχτης. Η φάση είναι ότι επειδή, ως γνωστόν, έρχονται απ' τα αγγλικάνικα διάφορες λέξεις δηθενιές που δηλώνουν και καλά σεξουαλικούς προσανατολισμούς ή στυλ ή υφάκια, όπως λ.χ. μετροσέξουαλ, ρετροσέξουαλ, λαμπερσέξουαλ και δεν συμμαζεύεται, οι Ελληνάρες παρωδούν αυτήν την τάση φτιάχνοντας ψευδείς σχηματισμούς εις -σεξουαλ, που ενδέχεται όμως να λένε αλήθειες, (αντί για τους αγγλικάνικους ευφημισμούς), όπως όταν κάποιος είναι λ.χ. πουστοσέξουαλ, μπεκροσέξουαλ, ωμοσέξουαλ, καφροσέξουαλ κ.ο.κ. Εν προκειμένω μια ακραία μορφή καφροσέξουαλ είναι ο τύπος στην ελληνική ύπαιθρο που, είτε επειδή δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο σε -σέξουαλ, είτε από μεράκι και οικειότητα με τα ζωντανά του, καταλήγει γιδοσέξουαλ, ήτοι κτηνοβατεί. Ό,τι μπορεί κανείς.

  1. Αυτό όμως που βασανίζει τον καθένα δεν είναι ο χομοσέξουαλ, ο μετροσέξουαλ ή ο γιδοσέξουαλ. Τον καθένα τον ενοχλεί που θα περάσει τα καλύτερα του χρόνια στο σοκ της παράλυσης που άφησε "η επόμενη μέρα", η μέρα δηλαδή που του κάρφωσαν τρεις πρόκες στον κώλο, οι μνημονιακοί του εταίροι!!! (Εδώ).
  2. -Δεν είναι πούστης λέει, είναι μετροσέξουαλ! Είχανε και στο χωριό του μετροσέξουαλ;
    -Στο χωριό του μάλλον γιδοσέξουαλ είχανε. (Από Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτομή της κρητικής γαστριμαργικής φιλοξενίας. Η φράση σημαίνει προφ "θα φάμε αυτά που βρίσκονται πρόχειρα" (αυτή η προχειρότης θα μας φάει), "θα βολευτούμε εκ των ενόντων". Τα οποία ενόντα, τουλάχιστον στην Κρήτη είναι πολυάριθμα όντα. Και με πολλές γνωριμίες. Μιλιούνια, στίφη, ορδές λέμε. Αλλιώς δεν εξηγείται που θυμάμαι από τα παιδικάτα μου κάτι ντάλα καλοκαιρινά συγγενικά τσιμπούσια στα ενδότερα του νομού Χανίων με κάτι βρισκούμενα πιλάφια και σαλάτες και πατάτες και όρνιθες και ψητά κουνέλια και τυριά και τηγανίτες ΓΙΑ ΠΡΩΙΝΟ ρε πστ.

Κι είναι και παρεξηγιάρηδες οι σύντεκνοι πανάθεμά τους. Άμα δεν πρηζόσουνα σα βόιδι σε κάθε τέτοιο (διαδοχικό) τραπέζωμα, το έφεραν βαρέως και προσβληνόσαντε, ότι και καλά προτίμησες τους προηγούμενους κι αυτούς τους έχεις στο κλάσιμο...

Ασσίστ: Ο Βάνιας που μου άνοιξε την όρεξη.

...στου Ολύμπου την αυλή, στους μουσαφιραίους φιλεύουμε τα βρισκούμενα και Θεσσαλία

Τραγουδώντας "ήρθε ο καιρός να φύγουμε..." επιβιβαζόμαστε στα αυτοκίνητα για το γυρισμό, αφήνοντας πίσω μας ένα κομμάτι της ψυχής μας προσφορά στην αυθεντική φιλοξενία του αγίου, που μας φίλεψε το βρισκούμενο... και Ρούμελη

Έχουμε συνηθίσει στις συναντήσεις εργασίας να βρίσκονται στο τραπέζι της συζήτησης καφεδάκια, πορτοκαλάδες και βουτήματα. Όταν, όμως, η συνάντηση εργασίας γίνεται στο Δήμο Μυλοποτάμου, αυτομάτως τα βρισκούμενα... αναβαθμίζονται! και Κρήτη

Φαγητό-επινόηση μάλλον και τούτο , για να χρησιμοποιηθούν τα βρισκούμενα, η παραγωγή του κηπάκου που διατηρούσε κάθε οικογένεια στο παρελθόν. ξεκοιλιαζόμαστε

Φτιάξαμε ένα μενού με βάσεις στην διατροφή των παλιών, "λίγο απ' όλα" και τα "βρισκούμενα". με συνέπεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρωσική λέξη λατινικής ρίζας που ανάμεσα σε άλλες (προπαγάνδα, ιντελιγκέντσια, αγκιτάτσια, προβοκάτσια) πέρασε στην ελληνική πολιτική σλανγκ, ιδιαίτερα στην κουκουσλάνγκ. Κοοπτάτσια ή κοπτάτσια υπάρχει όταν ένα αρχηγικό στέλεχος κατ' εξαίρεση δεν εκλέχθηκε από τα μέλη στη θέση αυτή, αλλά διορίστηκε απ' ευθείας από ανώτερο όργανο.

1) Ο Ζαχαριάδης έφτασε στην Ελλάδα το 1931 και έγινε ΓΓ με κοοπτάτσια της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
2) Υπό συνθήκες παρανομίας τα όργανα δεν μπορούσαν να εκλεγούν και έμπαιναν με κοοπτάτσια μόνο.
3) Πότε διαλέξαμε εμείς τον βασιλιά; Με κοοπτάτσια δεν τον φέρανε;

Ορισμένες φορές η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά και εκτός πολιτικής σλανγκ για να δηλώσει τον φυτευτό, κάποιον, δηλαδή, που τίθεται σε θέση ευθύνης χωρίς να έχει επιλεχθεί από τους υφισταμένους του.

1) - Άσε το αφεντικό μας έβαλε έναν καινούργιο προϊστάμενο πολύ μαλάκα και μας έχει πρήξει...
- Ποιος είναι αυτός;
- Δεν τον ξέραμε, τώρα ήρθε, με κοοπτάτσια.
2) - Και γιατί παρακαλώ να οδηγήσεις εσύ; Μας ρώτησες;
- Όχι δεν σας ρώτησα, θα οδηγήσω με κοοπτάτσια του μπαμπά μου που έχει το αυτοκίνητο. Γκέγκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified