Καλιαρντή λέξη από το πάνω-κάτω, σημαίνει άσκοπα.
Προφ εκ του αγγλικού after (βλ. και άφτερ), είναι το -άδικο μέρος, όπου πας μετά, δηλαδή επακριβώς στις αργάμιση, ή μετά από κάτι, δηλαδή αφτερότερα. Αντίστοιχη αγγλική έκφραση είναι το afterhours club αλλά στα ελληνικά το αφτεράδικο μπορεί να σημάνει κάπως διαφορετικά πράγματα.
Μπορεί να είναι ένα μπαράκι ή κλαμπάκι που το ξενυχτάει όλη τη νύχτα, όσο πάει.
Ή κάποιο μέρος που πας μετά το ξενύχτι και το ξεσάλωμα, για να στανιάρεις από την κραιπάλη, και να φας κάτι όπως πατσά, ή κάτι βρώμικο, που θα σε συνεφέρει από το μεθύσι, κάνοντας τα διάφορα κόλπα που γνωρίζουν οι χανγκάιβερ. Ως προς αυτή τη δεύτερη σημασία βλέπε τα κάτωθι παραδείγματα:
1.Ακόμα κι αν σιχαίνεσαι τον πατσά, το Αυτόφωρο της Αλεξάνδρας είναι εκείνο το «πήγε κιόλας 6...κοντεύει να ξημερώσει, πιάσε μία πατσές και ποδαράκια» ξημέρωμα που μαζί με την παρέα σου σας έχει βρει να μετράτε αστείες στιγμές από το περασμένο βράδυ, τη χυλόπιτα που σας έδωσε μια αγέλη κοριτσιών και πολλά άλλα. (Εδώ).
2.Το πιο ιστορικό αφτεράδικο της πόλης. [...] “Εκείνες τις εποχές η νύχτα ζούσε μεγάλες στιγμές. Έβγαιναν παρέες 15-20 άτομα, πήγαιναν μπουζούκια, ξόδευαν λεφτά και μετά ερχόντουσαν εδώ και ξόδευαν άλλα τόσα. Τσακώνονταν ποιος θα κεράσει τον άλλον. Παλιά εδώ είχαμε ουρές. Έπαιρνε ο άλλος την σούπα και την έτρωγε στο αμάξι έξω γιατί δεν είχε τραπέζι. Κάποια περίοδο είχα και πορτιέρη γιατί τσακώνονταν ποιος θα μπει. Ήταν και λίγο μεθυσμένοι από πριν και καταλαβαίνεις. Αίμα κι άμμος ήταν τότε. Όλη η Αθήνα, ένα τεράστιο πάρτι”. (Αναπόληση εϊτίλας εδώ).
3.έτσι από το να μαζεύεται και ο ίδιος σε άλλα στέκια, έφτιαξε αυτός το καλύτερο αφτεράδικο σουβλάκι και μαζεύει όλους τους φίλους του ιδιοκτήτες από νυχτερινά μαγαζιά και τους εργαζόμενους τους. (Εδώ)
Γενικά πάντως το αφτεράδικο, βγάζει κάποια παράκμα με την καλή έννοια και μια έλλειψη κανόνων, που παρόλο που είναι παρακμιακό ή μάλλον επειδή είναι παρακμιακό σου δίνει μια σιγουριά, ξέρεις ότι θα το βρεις εκεί, δεν θα σε προδώσει. Ξέρεις ότι όταν θα έχεις φτάσει στο πάτωμα της μέθης, θα υπάρχει κάτι ακόμη χειρότερο, το βρώμικο άφτερ, ή ξέρεις ότι άμα θα έχεις βαρεθεί από την γκλαμουριά των κλαμπακίων, θα υπάρχει κάτι πιο αναπαυτικά ντέκα για σβήσιμο. Πώς να το κάνουμε εκ των πραγμάτωνε η κατάστα άφτερ παραπέμπει σε ποστίλα και σε τελειωμενάδικες συνθήκες, ή άλλοτε σε έναν συνδυασμό παράκμας και χαλαρουίτας, μιας δηλαδή απελευθερωτικά χαλαρωτικής και απενοχοποιημένης παρακμής.
Και για να θυμούνται οι παλιοί/ μαθαίνουν οι νεώτεροι ορισμένα από τα διαμαντάκια του σάιτ, παραθέτω πώς περιγράφει τα λίγο πιο ψαγμένα αφτεράδικα από το κλασικό πατσατζίδικο ή βρώμικο, ο Κνάσος:
Το άφτερ που παίζει συνήθως μέταλ αλλά όταν θα πάτε εσείς θα έχει αφιέρωμα disco, η πολλά υποσχόμενη μπουζουκλερί δ' και βγάλε διαλογής με καλλιτέχνες που ή τώρα αρχίζουν να πατάνε στο πεντάγραμμο ή είναι τελειωμένοι, το μπουγατσατζίδικο με τον τύπο με το λιγδωμένο μαλλί, η ολ-τάιμ κλάσικ καντίνα με την γεννήτρια να αγκομαχάει για να ακουστεί λίγο παραπάνω από το τρανζίστορ που παίζει το τελευταίο καψουροχίτ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί πως το σβήσιμο είναι απαραίτητα το τελευταίο μαγαζί που επισκέπτεστε πριν το ονομάσετε μια μέρα. Αν δεν είναι το τέλος δεν είναι σβήσιμο, αν δεν είναι σβήσιμο δεν είναι το τέλος. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.
Και μερικά παραδείγματα από το Διαδίκτυο (εδώ για μπαράκια αφτεράδικα):
Τα καλύτερα after-άδικα της πόλης. Στέκι ξενύχτηδων και σουρεάλ σκηνικών από το 1989. Το πιο κλασικό after της πόλης δικαιωματικά, ο Batman έχει κοιμίσει και μεθύσει όλους όσους υπήρξαν για μια, δύο ή και παραπάνω νύχτες της ζωής τους, εργένηδες, χωρισμένοι, μποέμ, νυχτόβιοι και ερωτευμένοι. Στέκι που γνωρίζουν πολλοί αλλά που πηγαίνουν λίγοι, αφού η απουσία ταμπέλας χρήζει να το επισκεφτείς με παραδοσιακούς μύστες του. [...] Ό,τι γίνεται στο Batman, μένει στο Batman είναι το σύνθημα που συνοδεύει το εν λόγω after σε πολλές παρέες. [...] Χρυσές και κόκκινες αποχρώσεις, κομμένα χέρια αλά Adams family, θέσεις διαχωρισμένες με δίχτυα και ένας κορμός στη μέση του μπαρ. Το Μπρίκι αποτελεί κλασική επιλογή ξενύχτηδων και ερωτικών παρορμήσεων. [...] Με μουσική "όλα τα έχει ο μπαξές", με φτηνά ποτά και με διακόσμηση "ντύθηκα πρόχειρα και έβγαλα το κραγιόν μου", στον Άνθρωπο θα γνωρίσετε αταίριαστους θαμώνες, διαθέσιμους για όλα! [...] Χρώματα παντού, περίεργα παιδικά φωτιστικά, ζωγραφισμένες τοιχογραφίες, αυλή, δύο stages και μια μπάρα για το τέλος είναι όλα όσα χρειάζονται οι πιο friendly νυχτόβιοι τύποι για να κλείσουν ευχάριστα το βράδυ τους και είναι όλα όσα παρέχει το Νηπιαγωγείο. [...] Κλίμα φιλόξενο, φωτισμός "καθωσπρέπει" με ευγενικούς θαμώνες και ιδιοκτήτες, το Barelhouse, στο όλο και πιο αναπτυσσόμενο μπαρόβιο Κουκάκι, αποτελεί ιδανική επιλογή για όλα τα "σκυλιά της νύχτας". (Η Αθήνα ξενυχτάει).
Δεδομένου, όμως, ότι ορισμένα αφτεράδικα είναι τόοοοσο άφτερ ώστε όχι μόνο μας πιάνει το ξημέρωμα αλλά και το μεσημέρι, υπάρχει και μια ντεκαφεϊνέ χρήση του αφτεράδικου, που είναι να πέφτεις για ύπνο νωρίς και να πηγαίνεις στο αφτεράδικο νωρίς το πρωί έως μεσημέρι (ελεεινά χιπστέρια!). Είναι κάτι σαν αυτό που λέμε πιο χίπστερ γίνεσαι μέϊνστριμ.
Ένα μεγαλύτερο ποσοστό των θαμώνων του Skull είναι άνθρωποι που δουλεύουν τη νύχτα και όταν σχολάνε ξεδίνουν από την πίεση της βάρδιάς τους εκεί, ενώ οι περισσότεροι πελάτες του μαγαζιού που συνηθίζουν να το επισκέπτονται Κυριακή πρωί είναι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί κανονικά και ξυπνούν για να πάνε για χορό. «Είναι πολύ σύνηθες να βλέπεις αγουροξυπνημένο κόσμο, που δεν δουλεύει την Κυριακή, να έχει μόλις πιει καφέ και να έρχεται σ' εμάς". (Από τη Γλάιφο).
Ευτυχώς στη χιπυστερική εποχή μας παραμένουν και κάποιοι υπερήρωες να φυλάνε την πόλη στις κρίσιμες άφτερ στιγμές, προκαλώντας και ακραίες αφτεράδικες καταστάσεις.
"Batman" [...γιατί...] και, τέλος, δεν έκλεινα ποτέ, ούτε όταν έβγαζε νόμους ο Παπαθεμελής ούτε τίποτα. Εμείς μένουμε ανοιχτοί για να φυλάμε την πόλη. [...] «Ο Τάκης και η Φιλία γνωρίστηκαν στο μαγαζί. Ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Τη νύχτα του γάμου τους, αφού χαιρέτησαν τους συγγενείς στην εκκλησία, ήρθαν σκαστοί στο μαγαζί. Έδωσαν σε όλους μπομπονιέρες και κέρασαν ποτά. Τους έπαιρναν τηλέφωνο από το τραπέζι: “Πού είστε;” Ο Τάκης τους έλεγε: “Εμείς στο “Batman” γνωριστήκαμε, θα πιούμε πρώτα το ποτό μας εδώ και μετά θα ’ρθούμε”». (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει δουλεύω, ασχολούμαι, τραβιέμαι
Άλλη μια λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου με "δυτική" προέλευση αυτή τη φορά. Πιθανή προέλευση από το γαλλικό "travailler". Ψάχνοντας εδώ βρήκα και τα εξής : το παλαιό γαλλικό traveillier (“υποφέρω”), το "κοινό" (vulgar) λατινικό tripaliare, από το tripalium. Επίσης το ομόρριζα: καταλανικό treballar, πορτογαλικό trabalhar και ισπανικό trabajar.
Οι δυτικές επιρροές στη ντοπιολαλιά της Κύθνου είναι κυρίως ιταλικές (βενετσιάνικες), πράγμα που φαίνεται να μην ισχύει για τη συγκεκριμένη λέξη, τουλάχιστον από τη μικρή έρευνα που έκανα στο διαδίκτυο. Αν υπάρχουν πρόσθετες πληροφορίες (λέγε με Χαν) ευπρόσδεκτες όπως πάντα.
-Τι έγινες ρε βλάμη* και σε χάσαμε τόσες μέρες; Πού τραβαγιάρεις; -Άστα, χτίζω κάτι βουλιάχτρες** στη Κατωμεριά κι έχω μπλέξει άσκημα. Δε ξεμπερδεύω ούτε σε δέκα μέρες!
*βλάμης: φίλος, λέξη με αρβανίτικη προέλευση.
Οι λέξεις με αρβανίτικη προέλευση είναι σχετικά περιορισμένες, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου, όπου, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπήρξε μαζική εγκατάσταση "αρβανίτικων" πληθυσμών. Στη νησιωτική χώρα, εκτός των νησιών του Αργοσαρωνικού και την Εύβοια, αρβανίτες υπάρχουν στην Άνδρο, όπου διεκπεραιώθηκαν από τα απέναντι Καβοντορίτικα χωριά. Φυσικά, οποιαδήποτε σχετική πληροφορία είναι ευπρόσδεκτη.
**βουλιάχτρα: γκρεμισμένος τοίχος από ξερολιθιά, εξ αιτίας κάποιας δυνατής νεροποντής.
Όπως στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου η καλλιέργειες, γινόταν σε αναβαθμίδες ("σκάλες" στην Κύθνο, "τράφους" στη Νάξο, "πεζούλες" σε διάφορα άλλα μέρη), δηλαδή ατέλειωτα χιλιόμετρα τοίχων από ξερολιαθιά, στις πλαγιές των λόφων, που συγκρατούσαν το λιγοστό χώμα. Η συντήρηση αυτών των τοίχων ήταν απαραίτητη προκειμένου να "υπάρχουν" τα χωράφια. Διαφορετικά το χώμα έφευγε και έμεναν σκέτα βράχια.
Got a better definition? Add it!
Το ουσιαστικό του ρήματος ρεφάρω. Συναντάται με δύο έννοιες:
Η επενάκτηση των χαμένων (π.χ. σε τυχερά παιχνίδια).
Είμαι στην ψιλορέφα. Δέν παίζω άλλο, να μη χάσω και τα σώβρακα.
Οικονομικά ανταλλάγματα, μίζα, λάδωμα.
Από το τραγούδι κάτω στα λεμονάδικα του Βαγγέλη Παπάζογλου.
"Κυρ αστυνόμε μη βαράς γιατί κι εσύ το ξέρεις
πως η δουλειά μας είν' αυτή και ρέφα μη γυρεύεις."
Επίσης υπάρχει και στα "Παιδιά της Πιάτσας" του Τσιφόρου η έκφραση
"θά'χετε ρέφες"
με την προαναφερόμενη έννοια. (Δυστυχώς έχω δώσει το βιβλίο "δανεικό κι αγύριστο" και δεν μπορώ να δώσω άλλες λεπτομέρειες. Αν τό'χει κάποιος, ας βοηθήσει).
Με βάση την δεύτερη έννοια μπορούμε να κατευθυνθούμε και σε άλλη ετυμολογία, από το τουρκικό refah που σημαίνει ευημερία, αφθονία, ευκολία εδώ. (Το θεωρώ πιθανότερο η "ρέφα" του πρόσφυγα Βαγγέλη Παπάζογλου να προέρχεται από το τουρκικό refah, που είναι και εννοιολογικά εγγύτερο στο συγγεκριμένο στίχο, από το ιταλικό rifare).
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει φαντασιώνομαι, αναπολώ στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αναφέρεται σε φαντασιώσεις ερωτικού περιεχομένου, αλλά και σε αναπολήσεις, όχι κατ' ανάγκην ερωτικές.
Δεν έχει καμιά σχέση με τα ομόρριζα ιστορίζω που σημαίνει εικονογραφώ εδώ και εξιστορώ / ανιστορώ. που σημαίνει αφηγούμαι εδώ.
Περιγραφή ξαδέλφου μου, που "έπαιρνε μάτι", πίσω από τις γρίλιες, την απέναντι γειτονοπούλα, που "διάβαζε" με ανοιχτό παράθυρο. Κάπου στα τέλη τις δεκαετίας του '60.
"Εκεί που διάβαζε, που λες, τήνε βλέπω που βάνει το χέρι μπροστά, κάτω από το τραπέζι και αρχίζει να κουνιέται σιγά-σιγά. Ποιος ξέρεις τι ψωλές ιστορίζεται; σκέφτηκα κι εγώ κι έγινα ... άσ' τα."
Κι ένα παράδειγμα με την έννοια του "αναπολώ"
Είναι κι όλας τόσα χρόνια πεθαμένος; Τον ιστορίζομαι, σα νά'τανε χτές, που καθουμάστε παρέα στη πεζούλα και πίναμε ούζα!
Got a better definition? Add it!
Αρνητικός χαρακτηρισμός που συνδυάζει τους χαρακτηρισμούς ξινή και καριόλα. Ξινιόλα είναι η γυναίκα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της παράλληλα ξινίλα και δηθενιά με συμπεριφορά καριόλας. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι πιο ύπουλος από την καριόλα, αφού δρα πιο κεκαλυμμένα. Εξωτερικά αναγνωρίζεται από την έφεση στο να ξινίζει την μούρη.
1) Νομίζω η Μάρα παίρνει άνετα το βραβείο της ξινιόλας... Μαλάκα το παίζει φίλη μας και μας σκάβει το λάκκο...
2) - Μα γιατί δεν τη συμπαθείς τη Γεωργία;;
- Έλα ρε είναι ξινιόλα η τύπισσα. Όλη τη μέρα μας μίλησε μόνο και μόνο για να μας πει πόσο ανώτερη είναι από εμάς...
Σχετικά: ξινός, ξινομούνα, ξινίχλας, ξινομουνίαση, ξινόπουστα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το προφυλακτικό, μειωτικά, με την έννοια ότι είναι και αυτό ένα πλαστικό, που αφαιρεί από τον ρομαντισμό της ερωτικής πράξης.
Got a better definition? Add it!
Κάτι σαν μουνοθύελλα, όπου οι γυναίκες είναι βυζαρούδες και με κάποιον τρόπο επιδεικνύουν το στήθος τους είτε με ντεκολτέ, είτε με τόπλες, είτε ακτιβιστικά
όπως η ακτιβιστική οργάνωση Femen
είτε σε φάση αισθητικοποίηση του κιτς (βλ. πρώτο παράδειγμα).
Σε κάθε περίπτωση ο ερχομός πολλών και μεγάλων βυζιών γίνεται δεκτός από τους θεατές ως ένα επιθετικό μετεωρολογικό φαινόμουνο.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηριστική έκφραση των εφημερίδων μέχρι τη δεκαετία του '60 για να περιγράψουν πράξεις (ομαδικής κυρίως) βίας, όπως σφαγές, βιασμούς, ξυλοδαρμούς κλπ. (συνήθως από στρατιωτικές ή παραστρατιωτικές δυνάμεις).
Η λέξη ωμότητες είχε επιλεγεί, κατά τη γνώμη μου, προκειμένου ν'αποδοθεί ο εμφανιζόμενος στις διεθνείς ανταποκρίσεις όρος "atrocities", που σήμερα αποδίδεται με τον όρο "θηριωδίες". Χαρακτηριστική επίσης είναι και η χρήση του ρήματος προβαίνω, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σε παλιότερες εποχές σε εκφράσεις όπως "προέβησαν εις συλλήψεις", "προέβησαν εις πράξεις αντεκδικήσεως" κλπ.
"Αι στρατιωτικαί δυνάμεις των αντιμαχομένων παρατάξεων προέβησαν εις ωμότητας, κατά του αμάχου πληθυσμού. Αρκετοί εξ αυτών συνελήφθησαν, εδάρησαν ανηλεώς και ορισμένοι εσφαγιάσθησαν, ενώ ανεφέρθησαν και βιασμοί γυναικών εις εκτεταμένην κλίμακα."
Κάπως έτσι τα περιέγραφαν οι εφημερίδες την εποχή εκείνη! Τώρα τα βλέπουμε στην τηλεόραση και το YouTube με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια.
Χαρακτηριστικό,για τη χρήση του "προβαίνω" και το παρακάτω περιστατικό, του οποίου υπήρξα αυτόπτης μάρτυς, πριν από αρκετά χρόνια. Σε μπλόκο για υπερβολική ταχύτητα στην εθνική οδό, περιμένουμε τη σειρά μας για τη "λυπητερή", οπότε σκάει μύτη "όργανο" με "υπερβάλλοντα ζήλον" και ρωτάει τον αξιωματικό, με χαρακτηριστική προφορά:
"Κύριε προϊστάμενε, να προυβώ εις αφαίρεσιν πινακίδων;"
Από τη δεκαετία του '60 είναι ο αμίμητος διάλογος του Ζήκου με το αφεντικό του, τον κυρ-Παντελή, στην ταινία Της κακομοίρας:
ΠΑΝΤΕΛΗΣ: Ζήκο σταμάτα, γιατί θα προβώ σε ωμότητες.
ΖΗΚΟΣ: Μπα, και γω σε τι θα προβώ; Σε ψημενότητες;
Got a better definition? Add it!
στειλιάρι, στυλιάρι
Το στειλιάρι είναι μια εξαιρετικά σλανγκενεργής λέξη από ό,τι φαίνεται από τους πολλούς ορισμούς που έχουμε που δίνουν και τη δόκιμη σημασία και πολλές ακόμη σλανγκικές.
Θα συμπληρώσω με μία σχετικοάσχετη σημασία που έχει στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, όπου σημαίνει μια γυναίκα πολύ λεπτή και μάλλον ψηλή, η οποία βασικά είναι άβυζη, ενίοτε δε μένει όχι μόνο στην αβύζου, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία. Είναι δηλαδή ψηλόλιγνη, ευθυτενής, χωρίς καμπύλες, θυμίζοντας το ομώνυμο εργαλείο. Υπό Κ.Σ., το στειλιάρι θα έπρεπε να είναι μειωτικός χαρακτηρισμός, εφόσον αναφέρεται σε άβυζη και ενδεχομένουσλυ άκωλη γυναίκα, όμως υπάρχουν πλείστοι όσοι στειλιαρόκαυλοι, και υπάρχουν λόγοι για αυτό. Κατ' αρχήν το στειλιάρι έχει κορμί λαμπάδα, χωρίς κανένα μα κανένα γραμμάριο περιττού λίπους. Γενικότερα, βγάζει κάτι το εφηβικό και teen, κάτι σαν πετίτ, χωρίς να είναι πετίτ ένα πράμα, ή κάτι το ψηλόλιγνο ανατολικομπλοκέ και αθλητικό. Και, για να αναφερθούμε στις πιο σκοτεινές πλευρές της υπόθεσης, βγάζει και μια κακουχία και ταλαιπωρία, Κύριος οίδε από ποια δεινά συνδεόμενα με τις απάνθρωπες συνθήκες του σύγχρονου trafficking, μια κακουχία η οποία δεν αποθαρρύνει, αλλά μάλλον εξιτάρει τους λεβεντοτσολιάδες Ελληνάρες πελάτες. Και μάλλον η επιτυχία που έχουν τα στειλιάρια οφείλεται στο ότι βγάζουν σαδιστικά καφροσέξουαλ γούστα. Δεν το βρίσκω στον γούγλη ως γενικότερο γυναικότυπο, φιγουράρει όμως πρώτο πρώτο στο Λεξικό της Μπουρδελικής (αυτό το αναγκαίο update του Πετρόπουλου), οπότε δίνει πολλά αποτελέσματα σε αυτή τη συνάφεια.
Μικρή πίπα (που λέει κι ο Βικάριος): Το στειλιάρι δέον να συνδεθεί στο σλανγκοσύμπαν με τις λέξεις, οι οποίες δηλώνουν αφενός το πέος, αλλά αφεδύο και την γκόμενα που ερεθίζει το πέος. Παρόμοιες λέξεις είτε δηλώνουν κάτι το ίσιο και ευθυτενές, όπως η λαμπάδα, που ισχύουν είτε για το έγκαυλον πέος, είτε για το ψηλόλιγνο γυναικείο κορμί, είτε περισσότερο αξιολογικές εκφράσεις, όπως λ.χ. τα όπλο και εργαλείο που μετωνυμικώς χαρακτηρίζουν και τον μπαργαλάτσο και την γκόμενα που τον σέρνει, θυμίζοντας άλλωστε τη λακανιανή ρήση ότι ο άντρας έχει τον φαλλό, αλλά η γυναίκα είναι ο φαλλός, ή, όπως θα λέγαμε σλανγκικώς, η γυναίκα είναι το καυλί. Ωσεκτουτού, η γυναίκα στειλιάρι, είναι μια γυναίκα- εργαλείο που μετωνυμικώς κάνει και το δικό σου εργαλείο εργαλείο.
Και επειδή είμεθα σλανγκαρχίδηδες τουκανιστές, να σημειώσουμε ότι η σωστή ορθογραφία είναι στειλιάρι με έψιλον ιώτα, ετυμολογούμενο από: < μεσαιωνικό στειλιάριον, υποκοριστικό του αρχαίου στε(ι)λεός, παράλληλο του τύπου στε(ι)λεά (=ξύλινη λαβή εργαλείου, αξίνας) από αμάρτυρο ουδέτερο **στέλος*, οπότε εντάσσεται στην ευρύτερη οικογένεια του ρήματος στέλλω που συνδέεται και με το γερμανικό stellen και πολλά άλλα.
Got a better definition? Add it!