Το μουνόπανο στα ποδανά, κυρίως ως βρισιά για άθλιο άτομο, που θέλουμε να βρίσουμε.

  1. ΤΑΓΑΡΟΜΠΑΣΤΟΥΝΟΒΛΑΧΕ, ΝΟΠΑΝΟΜΟΥ. (Από βρις-οφ στο Φέισμπουκ).

  2. καλο νοπανομου και αυτος φιλος του θεοδωριδη. (Εδώ).

  3. ακους ρε νοπανομου ; απορω με τα κουραγια μας ωρες ωρες (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ελληνική απόδοση του οργουελικού newspeak, της επινοημένης γλώσσας των μεγάλων αδελφώνε που ανερυθρίαστα παραποιεί έννοιες.

Στο 1984, ο Orwell αποκαλεί το Υπουργείο Εσωτερικών τση Ωκεανίας «Ministry of Love» (Miniluv). Καθώς η ζωή αντιγράφει την τέχνη, ο Γ.Α.Π. βάπτισε το 2009 το δικό μας Υπουργείο Εσωτερικών «Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη» (Προπό).

Πέρα από την ξύλινη γλώσσα ολοκληρωτικών και μη καθεστωτικών, πρώτης τάξεως νεογλώσσα μπορεί να θεωρηθεί και η νεοεποχίτικη κορεκτίλα. Και φυσικά το νεόκοπο ιδίωμα τση μνjημονιακής εποχής (ετοιμάζεται σχετικό λήμμαν).

Στο φατσομπούκι βλ. σχτικό Λεξικό Ελληνικής Νεογλώσσας.

1.
Νεογλώσσα και Μνημόνιο έχουν συμβιωτική σχέση

2.
Η νεογλώσσα είναι τέκνο του Γκαίμπελς με νονό τον Όργουελ. Είναι η γλώσσα της εξουσίας που έχει αυτονομηθεί από την κοινωνία

3.
Με κόντρα τον καιρό: Ωδή στην ανανεωτική νεογλώσσα

4.
Η «Νεογλώσσα» Των Συνεργαζόμενων Κινήσεων και ο καφές. Δεν έχω πρόχειρο κάτι από Sun Tzu, γι’ αυτό καταφεύγω στο νόμο του Rogers: Τα κενά αέρος εμφανίζονται πάντα όταν η αεροσυνοδός αρχίζει να σερβίρει τον καφέ. Η εξήγηση του Davis στο νόμο του Rogers: Το σερβίρισμα του καφέ προκαλεί κενά αέρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την άκουσα από νεαρό ποδοσφαιρόφιλο, με χλευαστική διάθεση.

Η τελειωμένη κατηγορία, Ω' εθνική.

Ακόμα στην ξου κατηγορία είσαστε;

pyrsos grevenwn (από martinakizzz, 05/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ' το παλιός και γενικότερα, με αυτό το χαρακτηρισμό προσδιορίζεται ο έμπειρος, ο γνώστης εδώ και καιρό, σε οποιοδήποτε θέμα. Δεν είναι αναγκαίο να είναι μεγαλύτερης ηλικίας ο πάλιουρας, αλλά οπωσδήποτε με την συγκεκριμένη έκφραση του προσδίδουμε χρόνια εμπειρίας στο αντικείμενο.

  1. - Δες τον γέρο στη γωνιά πώς τα πίνει!
    - Πάλιουρας θα 'ναι...

  2. από φόρο
    Και επίσημα όσοι φοιτητές είναι πάλιουρες θα δώσουν όλα τα μαθήματα στην ερχόμενη εξεταστική ( και άρα και σε κάθε εξεταστική... ) !!!

  3. για έμφαση
    Καινούριοι πιλότοι σε καταιγίδα:
    - Ρε συ δεν βάζουμε το αυτόματο;
    - Δεν χρειάζεται, το κουμαντάρω. Είμαι πάλιουρας εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά το ροπιάζω λέγεται (το έχω ακούσει)
1. Για κάποιον όταν «τα παίρνει», ειδικά όταν το κύμα οργής ξεκινά από φλοίσβο και γίνεται ξαφνικά τσουνάμι.
2. Για λογοδιάρροια ιδίως όταν δεν την περιμένεις.
3. Από μηχανόβιους στα '80ς, πού ήθελαν όλα να τα εκφράζουν με ορολογία μοτό, για γκόμενα πλησίον του οργασμού.

  1. Εκεί που λέγαμε πως θα τον ψιλοχέσει, ξαφνικά τα παίρνει μόνος του, ροπιάζει και τον πλακώνει στις μάπες.

  2. (σχολικό) Όταν μιλάει για τον Πλάτωνα ροπιάζει και βγάζει λόγο για κάνα δεκάλεπτο (κάτι σαν τον Άδωνι ένα πράμα)

  3. Και πάνω στη φάση, κοκκινίζει η δικιά σου, ροπιάζει κι αρχινά τις τσιρίδες... Άσ' τα μαλάκα, ήρθε ο άπω πάνω και χτύπαγε την πόρτα γιατί νόμιζε πως την έσφαζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην παλιότερη σλανγκ των μαστόρων (και όχι μόνο), ρολόγια ονομάζονται (ονομάζονταν) όλα τα όργανα μέτρησης (μανόμετρα, αμπερόμετρα κ.λπ.), ακόμα και το ταχύμετρο και το στροφόμετρο λόγω του στρογγυλού σχήματος και του δείκτη τύπου βελόνα που άμεσα παρέπεμπε στο ρολόι - μετρητή χρόνου.

Πρβλ το ρολόι του νερού και το ρολόι της ΔΕΗ, που λέγονται ακόμα.

Το ρολόι της ΔΕΗ γιατί το λέμε ρολόι αφού δεν είναι στρογγυλό και δεν έχει δείκτες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μωρό, όταν είναι πολύ μικρό, το νινί. Αποκαλείται και έτσι επειδή κλαίει συνέχεια κάνοντας ουά-ουά.

Πού έχετε παρκάρει το ουά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρώμα και ιδίως η αναδυόμενη εκ της μασχάλεως.

Όποιο κουνούπι πλησίαζε τη μασχάλη του, πέθαινε ακαριαία από τη ζγόρτζα του.

Βλ. και σκόρτσα, σκάρτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαλείο τιμωρίας δια μαστιγώσεως, εργαλείο ή σύμβολο απειλής. Συνήθως χρησιμοποιείται μετωνυμικά, ως σύμβολο δηλαδή.

Κρέμασε μια γαϊδαρόπουτσα στην πόρτα, και τον περίμενε.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και τον έκανε με τα κρομμυδάκια.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και πού σε πονεί και πού σε σφάζει.

Καλοκαιρινή καρτ-ποστάλ (από Khan, 02/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εύπιστος άνθρωπος ή ο χαζός και σαχλός ή ο φαγάς. Το παραδίδει ο Νίκος Τσιφόρος, ενώ εδώ το δίνει ως τοπικό ιδιωματισμό στη Λακωνία.

1. ΕΝ ΟΨΕΙ ΕΚΛΟΓΩΝ ΚΑΝΟΥΝ ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΓΛΥΚΑ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΚΟΛΟΤΟΥΜΠΕΣ ΑΛΛΑ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΙ ΕΦΟΣΟΝ Ο 'ΧΑΥΤΑΛΕΥΡΗΣ' ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΟΥΣ ΨΗΦΙΣΕΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ''ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΥ''

2. Ελάτε λοιπόν να ξαναδούμε πως ακριβώς ξαναστήνεται το σκηνικό της απάτης με αφορμή την ανάληψη της Ευρωπαϊκής προεδρίας, από τα άβουλα ανδρείκελα της Αθήνας.
Στη σκηνή βγαίνει ο χαφταλεύρης πρωθυπουργός, και αφού πρώτα κλίνει το «πρωτογενές πλεόνασμα» σε όλες τις πτώσεις, στολίζοντας το με ολίγην από …ανάπτυξη, γελάνε και τα ανύπαρκτα μουστάκια του επειδή οσονούπω θα είναι το ανδρείκελο που θα του ανατεθεί να «προεδρεύσει» στην ευρωοικογένεια… Ω τι σπαραγμός Θεέ μου!!!

3.Ειναι επισης πολυ μακαρονας και κατσαρολα να του πας θα την φαει ολη ο Χαυταλευρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified