Ο δήθεν εμπειρογνώμονας που το παίζει γκουρού ενώ κατά βάση δεν ξέρει τ' αρχίδια του. Η φράση σημαίνει ως γνωστόν ο προτεστάντης ιερέας, μόνο που στην περίπτωσή μας αναφέρεται ειρωνικά.

- Ρε θα ανέβουμε στο Ολντ Τράφορντ κι αυτή τη φορά θα πάρουμε το διπλό σου λέω. Δεν είδες τι πλάγιους πήρε ο πρόεδρος εφέτο;
- Άσε ρε πάστορα που θα πάρεις και το διπλό. Όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έπαιρνε ευρωπαϊκά εσείς στον Πειραιά πληρώνατε τους παίκτες με λεμονάδες.

(από HardcoreGR, 22/06/13)(από HardcoreGR, 22/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω την τύφλα μου στον απόλυτο υπερθετικό βαθμό.

- Διάβασες μαθηματικά;
- Τι να διαβάσω ρε μαλάκα, τη μισή χρονιά έχασα τη μπάλα με τις ασκήσεις. Δεν ξέρω τ' αρχίδια μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία του Πόντου (πάντα με επιφύλαξη) που λέγεται σε περιπτώσεις ατελέσφορων προσπαθειών, έντονα χρωματισμένο με κυνισμό και ειρωνεία. Εμφιλοχωρεί ένα μνησίκακο «σ' τα 'λεγα».

Πανίκας: (μπουκωμένος με πισία*) Τι έκανες σήμερα;
Κωστίκας: Πήγα ώς την Εφορία, αλλά είναι Καθαρά Δευτέρα και το 'χα ξεχάσει.
Πανίκας: Σ' το 'πα ρε σήμερα το πρωί ότι είναι γνωστοί λουφαδόροι στην εφορία μας και θα την είχαν κάνει για τριήμερο, ή όχι; Βόδι πήγες, μοσχάρι γύρισες.


*πισία (τα): παραδοσιακό ποντιακό γλυκό. Ο ενικός αριθμός αγνοείται και αναζητάται. Απανταχού σλανγκολάγνοι, βοηθάτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυταράς. Με πεταχτά αυτιά σα λαλάγγια, τηγανίτες. Το λέγαμε πιτσιρίκια, έχω πολλά χρόνια να το ακούσω.

- Πάμε να παίξουμε μπάλα με τον Γιάννη;
- Ποιον Γιάννη ρε, το λαλάγγα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαχταριστή μπουκιά ψωμιού, καλά βουτηγμένη σε λάδι.

Σύνθετη λέξη από το λάδι και την μπουκιά, που προσωπικά μου θυμίζει πολλά πράματα, κυρίως όμως ταβέρνα και καλοκαίρι.

Το καλό λαδομπούκι επιβάλει φρέσκο τραγανό ψωμί και καλό ελαιόλαδο (Καλαμάτας ας πούμε) κυρίως σε ντοματοσαλάτα, ή ακόμα και στο κλασικό λαδολέμονο που σκεπάζει στοργικά πάμπολλα ψητά όπως μπριζόλες, ψάρια, λουκάνικα κλπ κλπ. Στη μειοψηφία νομίζω βρίσκονται οι του ηλιέλαιου και του τηγανέλαιου (από ψάρια ας πούμε).

Σχετικοάσχετο: παπάρα

- Μαμαζελίτσα, πάρε εδώ μπόλικο ψωμί να φχαριστηθείς λαδομπούκι.
- Excusez-moi, mais ce qui est «ladompouki»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καμένος μικρομπλογοτέχνης που ξημεροβραδιάζεται με το εξυπνόφωνο ανά χείρας τουιτάροντας δίχως αύριο. Πρόκειται για πρόσφατο φαινόμουνο, καθώς το πρώτο κελάηδισμα έβερ τοιουτίστηκε το 2006 εν είδει σουμουσού. Έκτοτε οι τουιτεράδες αυξήθηκαν και πλήθυναν εκθετικά και πλέον ευθύνονται για το τιττύβισμα και το τιττιττύβισμα (re-tweet) εκατομμυρίων πληροφοριώνε και παραπληροφοριώνε σε όλο τον γλόμπο σε πραγματικό χρόνο. Πέραν της ψώρας που τα διακρίνει, τα τσίου έχουν εξελιχθεί σε σημαντικό εργαλείο μάρκετινγκ, προπαγάνδας, δημοσίων σχέσεων αλλά και κοινωνικών εξεγέρσεων (βλ. αγανακτίστας, αραβικές ανοίξεις, Ιράν, Κίνα και δεν συμμαζεύεται).

Οι τουιτεράδες βρίσκονται στην μπούκα όχι μόνο απολυταρχικών καθεστώτων (π.χ. το 2010 η κινεζούλα τουιτερού Cheng Jianping καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα για κάποιο ατυχές της κρα) αλλά και δυτικοευρωπαϊκών τοιούτων (το 2011 ο David Cameron ως νέος Δημήτρης Μαρούδας απείλησε να μπλοκάρει το τιτιβιστήριο κατά την διάρκεια ταραχώνε).

Α, ας προβώ και στο αναμενόμενο νεοφιλελέ τσίγκλισμά μου (όχι Βράστα, μηηηηη!!!): η εταιρεία Twitter έχει περίπου 2.256 λιγότερους υπαλλήλους από την παλιά ΕΡΤ· #diedwste.

1. Κατηγορία απόλυτο αρσενικό, άντρας μετροσέξουαλ, γιάπης της κακιάς ώρας, Χρυσαυγίτης περιωπής, ψυχωτικός επαναστάτης, κομπλεξικός τουιτεράς, οι γελοίοι βρίσκονται λίγο-πολύ παντού και μουγκρίζουν περηφάνια. Η ποίηση είναι για τις αδερφές και η λογοτεχνία για τους φλώρους. Μην εμπιστεύεστε τις λέξεις. Δεν σημαίνουν.

2. Όταν ένας τουιτεράς φιλοσοφεί, το άγαλμα του Αριστοτέλη παραγγέλνει φρέντο με μαύρη ζάχαρη και ανοίγει το φβ για να παίξει κάντι κρας.

3. Φανατικός «τουιτεράς» ο 19χρονος τρομοκράτης

4. Σημερα έφυγε ένας φίλος τουιτερας, μια αγνη ψυχη..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό από τη συνοικία (Μαρκόνι) της μαντάμ Σουσού του Ψαθά.
Κατ' επέκταση, όλες οι φτωχογειτονιές και ο λαουτζίκος που ζει σ' αυτές.

Πως ζεις ρε σ'αυτή τη γειτονιά, σκέτος μπίθουλας είναι.

madam sousou (από bright, 21/06/13)(από gaidouragathos, 21/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γουρουνοπούλα, το κλασικό πανηγυριώτικο έδεσμα, σύμφωνα με τους Σπαρτιάτες. Το θεωρούν περίεργο να μην ξέρεις τι είναι η μπουζοπούλα.

Σπαρτιάτης: Θες μπουζοπούλα;
Μη Σπαρτιάτης: Κέρνα, πατριώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται στη Λακωνία και δη στη Σπάρτη. Ταυτίζεται με την λέξη νερόλακκος.

Αρχικά, λούμπα ονομάζονταν ένας τύπου «λάκκος» που είχαν τα συνεργεία αυτοκινήτων, πριν της διάδοσης των υδραυλικών ανυψωτήρων, ώστε να μπαίνει μέσα ο μάστορας και να αλλάζει τα λάδια του αυτοκινήτου. Με αυτή της τη μορφή, η λούμπα ήταν δάνειο από το αγγλικό lube bay. Στη περιοχή της Λακωνίας όμως η λέξη διευρύνθηκε και έφτασε να σημαίνει τον λάκκο με νερά, και δη το κοίλωμα στο έδαφος που σωρεύει μέσα του το νερό της βροχής.

Σπαρτιάτης: Ο αναδεξιμιός δεν με πήρε σήμερα να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου, η μπουζοπούλα που είχαμε πάρει χθες στο πανηγύρι με πείραξε στο στομάχι και καθώς γυρνούσα, σκόνταψα και έπεσα με τα μούτρα σε μια λούμπα.
Μη Σπαρτιάτης: Σοβαρά, πες μου τι πίνεις, θέλω και γω λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας ακόμα όρος που προέρχεται από την μήτρα του ΕΛληνισμού, Σπάρτη. Αναδεξιμιός/ά, ίσον βαφτιστήρι. Προέρχεται από τον επίσημο θρησκευτικό όρο που περιγράφει την (έκπτωτη σήμερα, από δογματικής απόψεως) ιδιότητα του Νονού, «ανάδοχος».

«Είναι ανάγκη να εξετάσουμε τις πτυχές του θέματος αυτού, διότι, δυστυχώς, αρκετοί είναι οι Χριστιανοί που αναλαμβάνουν την ευθύνη του να γίνουν ανάδοχοι (νονοί), χωρίς να γνωρίζουν τις σοβαρές υποχρεώσεις και ευθύνες που συνεπάγεται η πράξη τους αυτή, νομίζοντας ότι το να βαπτίσει κανείς ένα παιδί ή έναν μεγάλο άνθρωπο, αυτό δεν είναι παρά μια κοινωνική εκδήλωση, που σκοπό έχει να συνδέσει περισσότερο φιλικά τις οικογένειες και τους ανθρώπους. Πιστεύουν δηλ. ότι το μυστήριo του βαπτίσματος και το να γίνει κανείς νονός, είναι απλά μια κοινωνική εκδήλωση.»
(από: http://www.oodegr.com/)

Η αναδεξιμιά μου πήγε να αποφύγει μια λούμπα, αλλά τελικά έπεσε σε έναν ρεύτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified