Ο απόλυτος χαρακτηρισμός του μάγκα πίσω από το πι-σι (pc). Είναι ο πουλών [μαγκιά] και έξτρα γαμίκουλας ο οποίος συνήθως σερφάρει σε τσατ ρούμς χρησιμοποιώντας μερικές φορές και γυναικείο νικ.

Ο ίδιος τύπος θεωρεί τον εαυτό του Μάστερ του σεξ, υπέρτατο εραστή και όλα τα συναφή, ξεχνώντας ότι η μαλαπέρδα του δεν ξεπερνά τα 11εκ με ή χωρίς τακούνια.

Τσάτ ρούμ :
Σίφης: μωρή είσαι να σε βάλω κάτω και να σου κάνω σέρβις στο τρακτέρ;
Σόνια: άχ είσαι πολύ πρόστυχο αγόρι, αγρότης είσαι;
Σίφης: όχι, απλά αγάμητος κάνα 8μηνο και κάνω σεμινάρια βιοκαλλιέργειας μπας και τινάξω καμιά αχλαδιά.
Σόνια: Μωρή πιτσιπόρδης είσαι και σύ και με κόλασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός είναι άπλα, χωράει τους πάντες, ιδίως αν το τηλεκουμάντο είναι για σένα σα συσκευή εξίσου άχρηστη με τον αγγουροκόφτη. Συχνότερα όμως χρησιμοποιείται για αναλώσιμες σίλικον Βάλεϋ παρουσίες και αντράκια που χορεύουν στο τέλος κάθε εκπομπής το γκεϊμπέκικο και φλυαρούν ακατάσχετα.

Πού είναι η Πετρούλα ρε φίλε;;; Hταν η αγαπημένη μου τηλεκουράδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Blue Screen Of Death ή αλλιώς το μπλε ρέκβιεμ της δουλειάς σας ή της διασκέδασής σας στον υπολογιστή.

Πολύ σύνηθες στα XP, όχι ότι διορθώθηκε στα επόμενα...

Και εκεί που ήμουν έτοιμος να πατήσω σαβέ όλα γίναν τόσο μπλε... BSOD πάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίτα στον υπερθετικό. Η μέθη στα χειρότερά της.

- Ρε μαλάκα Χάρη, πάλι ήπιες χθες κι έκανες μαλακίες... Τρίτη φορά την έπεσες στην αδελφή μου. - Οχι ρε συ δεν παίζει τέτοιο θέμα... Τα είχα κοπανήσει άγρια σου λέω, όχι πίτα, σπανακόπιτα ήμουν... Μαλακία μου, σόρυ!

(από τσοκτσοκγκιουζέλ, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζηλευτά αζάρωτο και τεχνηέντως στιλπνόν της επιδερμίδος (κυρίως του προσώπου), που διαθέτει κομψευόμενη υπερβδομηντακοντούτις γριέντζω. Η αψεγάδιαστη αυτή εικόνα παραπέμπει ευθέως σε γύψινο νεκρικό εκμαγείο.

Καλά είδες πώς τραβήχτηκε η Τρέμη; Εκμαγείο η μούρη της!

(από τσοκτσοκγκιουζέλ, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απάνεμο λιμάνι του μπλόγκερ, ο ιντερνετικός ναός του, το ημερολόγιο που καταγράφει με θρησκευτική ευλάβεια πιπεράτα και ευσεβείς πόθους. Ο προσδιορισμός συμπληρώνεται με το πρόθεμα ευλογ- που ειρωνικά ανάγει την αυνανίλα του σε θρησκεία.

- Τι λέει αυτός στο ευλογοσπότ του ρε φίλε;
- Τρόπους να αλλάξεις ζώδιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το last boss της έκφρασης τα ξύνω.

Αφού ο εκάστοτε ξυσαρχίδας μεταχειριστεί εργαλεία όπως τσουγκράνες, τσάπες έως και ξύστρες ιωδίου, και έπειτα από παραινέσεις του τύπου «ξύστα με κασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά» επιστρατεύει τα μεγάλα μέσα.

Η φρέζα αποτελεί βαρέως τύπου και μεγάλου μεγέθους εργαλείο χορτοκοπής, κάτι που καθιστά την χρήση της απαραίτητη μόνο σε επιλεγμένους τομείς του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα.

- Ο Μήτσος που χάθηκε ρε ;
- Καλά δεν τα έμαθες; Τον διορίσανε στον οργανισμό μελέτης του πετάγματος χαρταετού... Όλη μέρα τα ξύνει με φρέζα...
- Ελλαδιστάν...

(από Kilerakias, 21/04/13)(από Kilerakias, 21/04/13)(από Kilerakias, 21/04/13)(από Kilerakias, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος διαδόθηκε ως παρατσούκλι για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και από τον Τζίμη Πανούση, αλλά έχει επεκταθεί στο να χαρακτηρίζει οποιονδήποτε χουντάλα νοσταλγό της Επαναστάσεως και χουντόσκυλο.

  1. Εγω προτεινω να γινει ενα δημοψηφισμα για το αν πρεπει χουντοδουλοι και φιλοναζιστες να αποκαλουνται ελληνες ! (Εδώ).

  2. ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΟΠΤΙΚΗ-ΡΑΠΤΙΚΗ ΠΟΥ ΣΑΣ ΕΔΩΣΑΝ ΟΙ ΜΑΦΙΩΖΟΙ ΦΕΡΜΑΝΟΤΣΟΛΙΑΔΕΣ ΧΟΥΝΤΟΔΟΥΛΟΙ ΤΗΣ ΝουΔουπασοκοδημαρ (Εδώ).

  3. όμως η δράση του αξέχαστου Σακη Καράγιωργα δείχνει ακόμα πιο έντονα πόσο χουντοδουλοι ήταν όλοι οι πνευματικοί ηγέτες του τόπου (Εδώ).

  4. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΗ ΣΑΣ ΡΕ ΧΟΥΝΤΟΔΟΥΛΟΙ; ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΑΣΜΑΤΑ ΡΕΕΕ; ΤΩΡΑ ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΥΣ 'ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΑΣ' και καλη σας νύχτα! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασίστες και οι φουντικοί: οι δυο μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων που αμφιμαστουρώνουν ανάμεσα στον πατέρα τους τον Μπάτη (που ήρθε απ' την Σμύρνη το 22, κλπ) και την κουτσουμπήλω του Bob.

Ας πανηγυρίσουμε τον ανθό τση μάνας γης με ένα λημματογραφικό απάνθισμα για το χασισάκι του Θεού, από όπου κι αν προέρχεται.

Αλφαβητάρι του χασίστα

(σ.ς. Χασίσι: ο επεξεργασμένος και πρεσαριστός ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • αλάδωτο, χασίσι μούφα χωρίς τετραϋδροκανναβινόλη%
  • αφγάνι, σπάνια και ακριβή ποιότητα χασισακίου από το Αφγανιστάν%
  • ζήρο-ζήρο, πράσινο μαροκινό εξαιρετικής ποιότητας, εξ ουστ και το διπλό ζήρο (σύμβολο του άπειρου)%
  • καϊνάρι, το γλυκό και εξαιρετικής ποιότητας λεβεντοχασίσι%
  • κασκαούτι, το χασισάκι%
  • κέρατο, το άτιμο το μπαμπέσικο το χασίσι%
  • κασέρι, το ευωδιαστό χασίσι%
  • κογιανό, σαλλλονικιώτικο για το χασίσι. Καμιά σχέση με το κουγιανό%
  • λάδι, το χασισέλαιο, απόσταγμα από την ρητίνη του ανθού%
  • λάφινγκ, μαροκινό γελαστό πράσινο(laughing)%
  • λιβάνι, ψιλοάθλιο αλάδωτο χασίσι από το Λίβανο%
  • μαρόκο, μαροκάνικο, πρασινόμαυρο από το Μαρόκο%
  • μπόρντερ, μαυροπράσινο, από τα σύνορα (border) Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία%
  • νταμίρα, άλλη μια ονομασία για το άγιο χασισάκι%
  • μαυράκι, το χασισάκι, υποκοριστικό του...%
  • μαύρο, το κατεργασμένο χασίσι%
  • μπουμπάρι, χασισάκι σε λεπτή σκόνη%
  • πλαστελίνη, είδος μαλακού ψημένου μαυρακίου από Αφγανιστάν μεριά%
  • πράσινο, ειδος πράσινου χασισακίου%
  • πρέσα, το συμπαγές πρεσαριστό χασίσι%
  • προυσαλιό, το μαυράνι του ρεμπέτη: μόλις ήρθα από την Προύσα, να ξεφύγω δεν μπορούσα...%
  • σταφ, το πράγμα%
  • ρόκομα, το μαρόκο στα ποδανά%
  • σοκολάτα, καφετί και ευωδιαστό χασίσι, πρεσαρισμένο σε μορφή τσιγκουλάτας%
  • τάϊ στικ, εξαιρετικό χασίσι από την Ταιλάνδη, σε σχήμα ραβδακίου%
  • τουμπεκί, μείγμα μαύρου και ταμπάκου%
  • τσόκο, βλ. σοκολάτα

Aλφαβητάρι του φουντικού

(σ.ς. φούντα: το άνθος του θηλυκού δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης: ο αποξηραμένος ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • albanian haze ή tirana haze, λολοπαίγνιο στο γκουμεδιάρικο χέηζ για την τρισάθλια αλβανική φούντα%
  • αλβανός, κακής πχοιότητας χόρτο από την σκιπερία%
  • αμερικάνικη φούντα, η μαριχουάνα%
  • άψητο, ακατέργαστη μορφή χασισακίου, φούντα%
  • βρομ, συνθηματικό για την φούντα%
  • γελαστό, προσωνύμιο του χόρτου ή καθώς προκαλεί ευθυμία%
  • γκάντζα, η φούντα στα τζαμαϊκανά. Legalize it!%
  • γκρας, το γρασίδι%
  • γρασίδι, το χόρτο%
  • ελληνική φούντα φούντα από τον τόπο σου τ. πα μαλ, πα μαλ. Ο Ψηλορείτης και ο Ταΰγετος, τα δυο βουνά μαλώνουν γαι ποιο βγάζει το καλύτερο%
  • καλαματιανό, παγκοσμίως γνωστό ως kalamata founta, το Maui Wowie της Ελλάδος%
  • κανναβέττο, το χόρτο%
  • μπάγκο, αυτοφυής αφρικάνικη φούντα. Κόβεις όπου βρεις και πίνεις%
  • μπριζόλα, δυσάρεστη φούντα με πολλούς σπόρους που βρωμοκοπάει όταν καίγεται%
  • νταφ, η φούντα (νταφού)%
  • νταφού, η φούντα στα ποδανά%
  • μαριχουάνα, τα φύλλα δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης%
  • μαρουγάνα, μπρούκλικο για την μαριχουάνα%
  • μπαμπάνα, τρισάθλιο αλβανικό χόρτο%
  • μπουρούχα, τζουφια φούντα από αρσενικό δενδρύλλιο%
  • πακιστανικό, φούντα που πωλούν πάκηδες%
  • πασπάλια, άσχετα κλαράκια και φύλλα με τα οποία νοθεύεται η νταφού%
  • παστάλι, άθλια φούντα αποτελούμενη από κλαδάκια, σκόνη, σπόρους, κ.ά. κατακάθια%
  • πράσο, η φούντα%
  • πρεζόφουντα, ειδος βαριάς φούντας που και καλά φτιάχνεται κάνοντας ενέσεις πρέζας στην ρίζα τουδενδρύλλιου.%
  • σένσι ή σενσιμίλια, τζαμάτη γκάντζα χωρίς σπόρους
  • ρεφούζι, κατακάθι νταφού του αισχίστου είδους, εκ του refuse%
  • ρίγανη, κακής ποιότητας χόρτο%
  • σκανκ, σκληρή μεταλλαγμένη φούντα νέας κοπής υψηλών οκτανίων (διπλάσια περίπου ποσότητα τετραϋδροκανναβινολης) με δυσάρεστες μάλλον παρενέργειες%
  • σκανόφουντα, μπάσταρδη φούντα από σπόρους σκανκ που καλλιεργούνται στην ελληνική και αλβανική ύπαιθρο με διάφορες μεθόδους%
  • τούφα, η φούντα%
  • φου, η φούντα%
  • φουφού, η φούντα-φούντα%
  • χάχα, η φούντα, επειδή φέρνει γέλιο%
  • χέηζ (haze), εκλεκτό υβρίδιο σένσι με έντονο άκουσμα. Υπάρχουν διάφορε ποικιλίες: purple, silver, και ταλιμπάν%
  • χόρτο η φούντα, εκ του αγγλικάνικου weed.

Φουντοχασιστικά γάρα, παραφερνάλια κ.ά.

  • δοντιά, η δια δαγκώματος πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης του μαύρου%
  • γαρδούμπι, μπάφος με χασισάκι%
  • γάρο, το τσιγαρλίκι%
  • γελαστό τσιγάρο, το ενισχυμένο τσιγάρο%
  • γεμιστάκι, τσιγάρο που του αφαιρούμε τον καπνό και το γεμίζουμε με φούντα%
  • γουργού, ο κλασικός ναργιλές που γουργουρίζει%
  • θανάσης, ονομασία λουλά, εκ της εκφράσεως ποιος Θανάσης;%
  • καρότο, ο μεγάλος μπάφος-υπερπαραγωγη%
  • κατιμάς, τα τρίμματα που περισσεύουν%
  • λουλάς, το επιστόμιο του ναργιλέ%
  • μάρλευ, μονάδα μέτρησης%
  • μελαχρινή, μικρή ποσότητα ναζιάρας και σκερτσόζας φούντας εν είδει μερίδας%
  • μονόφυλλο, γάρο από ένα φύλο%
  • μπόμπα, πολύ χοντρός μπάφος, ιδανικός για περιφορά%
  • μπονγκ, είδος νερόπιπας για χόρτο%
  • μπουκαλάκι, περίπου 3 γρ λάδι σε μπουκαλάκι βανίλιας%
  • μπουρί, ο χοντρός και μεγάλος μπάφος%
  • ξεροτσίμπουκο, το κάπνισμα μαύρου με πίπα ξεροσφύρι (χωρίς καπνό)%
  • ποτηράτο, αυτοσχέδιος τρόπος πόσης με άντεστραμμένο ποτήρι%
  • ρο, εκ του γάρο%
  • σουσανές, τοπικός ιδιωματισμός (Δωδεκάνησα, Πελοπόννησος) για τον μπάφο%
  • τάκος, μαύρο σε συσκευασία μισόκιλου%
  • ταφάκι, το δίφυλλο γάρο.%
  • τζόιντ, ο μπάφος στα αμερικλάνικα%
  • τρίφυλλο, μεγάλο τσιγαρλίκι από τρία φύλλα χαρτιού
  • τσίκα, «μερίδα» χασισιού για ναργιλέ%
  • τρομπόνι, ο φοσμπά-γαργαντούας%
  • τσιγαριλίκι, με χαρμάνι καπνού και φούντας%
  • τσίλουμ, είδος ινδικής πίπας%
  • φέος, ο μπάφος (εκ του μπαφέος). Προσοχή στους τσέους όταν το πίνετε.%
  • φοσμπά, ο μπάφος στα ποδανά%
  • φοσμπέιν, ο μπάφος στα ποδανά%
  • ψίλος, η μικρότερη δυνατόν αξιοποιήσιμη ποσότητα χασισιού

Υστερόγραφο: σούρα, τζούρα και μαστούρα

  • ανέβασμα, δυναμικά αυξανόμενη πορεία τση μαστούρας, εκ του αγγλικάνικου get high%
  • βινάρω, πίνω χασισάκι%
  • γκον, πάει αυτός, τον χάσαμε%
  • διάρκεια, της μαστούρας ωτς. Ποικίλλει με την ποιότητα.%
  • κάνω κεφάλι, το πάνω εννοείται%
  • καριβαρία, όταν κάνεις κακό κεφάλι (εκ των κάρα και βαριά)%
  • κιούσμπα, κακό τριπάκι από τρίμμα φούντας%
  • κλάσιμο, espèce de mastoure%
  • λιάδα, η ούμπερ ντούπερ μαρτούρα%
  • λιωσμάρα, το λιώσιμο%
  • μαστουρλούκι, το φαγητό (συνήθως γλυκό) που μασουλάς όταν κάνεις κεφάλι. Αγγλικανιστί: munchies%
  • νεφέσι, η απόλαυση στη ρουφιξιά γάρου%
  • ντάγκλα, το απόγειο τση μαστούρας%
  • σούστα, η γερή ντάγκλα όπου το κεφάλι κάνει ντόϊνγκ-ντόϊνγκ%
  • την ακούω, μαστουρώνω όμορφα κι ωραία%
  • τριπάκι, η ψυχεδελομαστούρα.%
  • χάλια, δεν ήξερες, δεν ρώταγες;

Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης, πιο ειδικά ο κλασόπουστας, ο οποίος όμως επιμένει στο ασφαλές σεξ.

Τον πέτυχα σου λέω στο Γκάζι μαζί με τον κλασοκαπότα τον Στέφανο να πίνουν πολύχρωμα κοκτέηλς... Ρε λες;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified