Σλανγκιά για τις μπριζωτικές ιδιότητες του γκαϊφέ, εκ των καφεΐνη και αμφεταμίνη.

Βλ.και φραπεΐνη.

1. - :lol: :lol: :lol: φραπονιο του Χιγκς...κατι, εχω ακουστα....
- Εγώ πάντως χτυπάω καφεταμίνες

2. Πορωτικές λεξούλες. Πορδομπισκότο (μη ρωτάτε...) Φραπεΐνη / Καφεταμίνη (ο πολύ δυνατός φραπές, για εθισμένους) Αρνησίπρωκτος (ο σιχασιάρης που δεν αντέχει κουβέντες σχετικά με κώλους, σκατά, κλανιές και χέσιμο)

(από σφυρίζων, 02/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικός χαρακτηρισμός για την κακούργα, την μέγαιρα, την μοβόρα, το μπιτσόνι, τη λούγκρα.

1. Κουτσομπόλα, δυνάστρια, σπαστική απουσιολόγος, ψυχαναγκαστική σε όλα, κακίστρω αλλά και δοτική, εργασιομανής, αποφασισμένη να πετύχει, γυναίκα...

2. Αχ, αυτή η κακίστρω η Αριστερά! Θέλεις και τα λες ρε Τσίπρα ή σου ξεφεύγουν;

3.
- Κακίστρω!
- Δεν είμαι εγώ κακίστρω, εσύ είσαι ΠΟΛΥ ρομαντικός.

(από σφυρίζων, 02/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ραδιόφωνο στα καλιαρντά, εκ του μπενάβω και του κους κους.

Το μπεναβοκουσκούσι ήταν πολύ δυνατά και δεν ακουγόταν τίποτα από ομιλίες μέσα στο σαλόνι. Ένας θεόμπαρος πελάτης κάτι προσπαθούσε να ρωτήσει αλλά τελικά έφυγε,μάλλον ντρεπόταν να φωνάξει τι ήθελε. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος, το παλαμάρι. Συχνά αναφέρεται στο καβλί νεότερου σε ηλικία ανδρός.

- Έλα ρε τι έμαθα; Με τη Μαρία, μπαγασάκο; Πώς έγινε;
- Ε, όλο μου τριβόταν και σούξου μούξου. Της πετάω κι εγώ το πιτσιφλίκι και την πήγα πίπα-κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιο πρόσωπο, πράγμα, ή, ακόμα πιο συχνά, κάποια κατάσταση, που είναι τόσο γαμάτη για να την περιγράψεις κάπως αλλιώς.

  1. Πασάμ, χθες στο λάιβ τα σπάσαμε, άστο!

  2. Λοιπόν, έχω φέρει να πιούμε ένα τσιπουράκι από το χωριό, άστο!

  3. - Πασάμ, πώς σου φαίνεται η κοπελιά στο μπαρ; Καλή ε;
    - 'Αστο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος είναι παραποίηση της Κορεάτικης λέξης «gosu» (고수) που σημαίνει δεξιοτέχνης, άνθρωπος με ανεπτυγμένες ικανότητες. Οι Άγγλοι την χρησιμοποιούν αυτούσια.

Η ετυμολογία προέρχεται από το αρχαίο επιτραπέζιο Κορεάτικο παιχνίδι Go όπου σε ένα τετράγωνο πίνακα έπρεπε με τα πούλια σας (παρόμοια με αυτά της ντάμας) να κλείσετε τον αντίπαλο. Νικητής ήταν όποιος μπορούσε να βάλει τελευταίος ένα πούλι στον πίνακα. Το Go παίζεται από το 1.000 π.χ. (δηλαδή πριν ακόμα ανακαλυφθεί το σκάκι του 6ου μ.χ. αιώνα) και το Gosu αφορά κάθε δεξιοτέχνη που είναι άριστος στο Go.

Οι Άγγλοι έχουν παραφράσει τα αρχικά GOSU προς όφελός τους, με φράσεις του στυλ «Graduate Οf StarCraft University», «God Of StarCraft Universe» ή «God of StarCraft Units» κι αυτό γιατί οι Κορεάτες είναι οι μεγαλύτεροι μάστορες στο StarCraft.

Κύρια έννοια:
Με το επίθετο «γκοσάς» χαρακτηρίζεται κυρίως ο IMBA παίκτης, ο απόλυτος gamer που παίζει κάποιο/-α video games στα δάχτυλα, λες και είναι η δεύτερη φύση του.

Δευτερεύουσα έννοια:
Γκοσάς είναι επίσης ο εκάστοτε δεξιοτέχνης στο επάγγελμά του ή σε κάποιο χόμπι.

(Κύρια έννοια)
- Ρε μαλάκα παίζαμε lol και σκάει μια Clan με Κορεάτες και μας κάνει οικόπεδο μέσα σε 20 λεπτά! Τι είναι αυτά ρε;
- Μη ψάχνεις να βρεις. Αυτοί είναι γκοσάδες και λιώνουν όλη μέρα σε μια οθόνη. Γάμα το.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσ' το, μην ασχολείσαι.

- Και θα δεχτούμε 400 βασικό μισθό;
- Όχι ρε, γάμα το. Πάμε Αμερική στον θείο μου, να βγάλουμε κάνα φράγκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταστρέφω κάτι ολοσχερώς. Το ξεπατώνω. Χρησιμοποιείται κυρίως για να δείξει:
- Φυσική βία
- Καταστροφή από πολεμική σύρραξη
- Εικονική βία (ταινίες, video games κτλ).

Και σκάει μύτη που λες ο μπάρμαν με το που μαθαίνει ότι η δικιά του φασώθηκε με τον Άκη και του κάνει το μαγαζί οικόπεδο. Γύρισε τα τραπέζια ανάποδα, έσπασε τα τζάμια, πουτάνα όλα ρε σου λέω. Σκέψου να την πήδαγε κιόλας.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεωρητικά η Clan είναι μια ομάδα ατόμων που ενώνονται με πραγματική ή υποτιθέμενη συγγένεια και καταγωγή. Ακόμα και αν τα μέλη δε γνωρίζονται μεταξύ τους, εντούτοις μπορούν να οργανωθούν γύρω από ένα ιδρυτικό μέλος ή έναν πολύ παλιό πρόγονό τους. Η οποιαδήποτε συγγένεια ενδέχεται να έχει ακόμα και συμβολικό χαρακτήρα. Η λέξη προέρχεται από το «Clann» που σημαίνει «οικογένεια» στην ιρλανδική και τη σκωτσέζικη διάλεκτο.

Πρακτικά ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα για μια ομάδα παικτών σε κάποιο video game.

- Θα με πάρεις στην Clan σου; Παίζω Lineage τρεις μήνες.
- Δε δεχόμαστε νουμπάδες.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ συχνό στο μπουρδελοϊδίωμα. Πρόκειται για τον μπουρδελιάρη που ερωτεύεται τάνα.

Μπορεί να καψουρευτεί μπουρδελοκόριτσο ή στουντιοκόριτσο δίκην αντίστροφης παρά φύσιν ασέλγειας. Μπορεί, όμως, επίσης να υποστεί πουτανοκαψούρα κανονικά και με το νόμο σε δύο τουλάστιχον περιφτώσεις: σε πουτό σε πάσης φύσεως τελειωμενάδικα, οπότε καθίσταται πουτόπιστος, που λένε και οι κουμπάροι μας. Ή ακριβοπληρώνοντας υπηρεσίες γκουφουέ και σούπερ-γκουφουέ με γκομενοφάση - έσκορτζ ή τουρίστριες.

Η πλειοψηφία της μπουρδελοκοινότητας είναι δριμέως επικριτική προς τον τοιούτο πουτανοκαψούρη. Θεωρείται ότι χαλάει την πιάτσα για τους συναγωνιστές και ότι χαλάει δραματικά και τις υπηρεσίες των κορασίδων, καθώς τις καλομαθαίνει, αυτές και τα γαμαζιά τους. Αλλά η πουτανοκαψούρα θεωρείται και καθ' εαυτήν ως ασύγγνωστη μουνοδουλίαση και σύμπτωμα του κλασικού του μαλάκα του Έλληνα. Σε εποχές μάλιστα κρίσης, τσουβαλιάζεται μεταξύ άλλων ως ένας ακόμη λόγος που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.

Ωστόσο, απέναντι σε αυτό το κυρίαρχο μπουρδελοντίσκουρς υπάρχει και μια μειοψηφική φωνή που ισχυρίζεται ότι οι πουτανοκαψούρηδες αποτελούν ένα αναγκαίο κακό. Θεωρείται δηλαδή ότι το ιδανικό ενός ελβετόψυχου μπουρδελιάρη που θα συνουσιάζεται χωρίς καθόλου συναίσθημα εξασφαλίζοντας το απόλυτο value for money είναι μια ουτοπία ή και δυστοπία. Για να είναι ο Έλληνας ο ούμπερ γαμίκουλας, που όλοι ξέρουμε ότι είναι, - επιβεβαιώνεται άλλωστε και από στατιστικές μετρήσεις-, είναι μέσα στο παιχνίδι και λίγη πουτανοκαψούρα δίκην κωλάντεραλ ντάματζ.

Συνώνυμο: αγαπούλης (αποτελούν το ίδιο target group κορασίδων με gfe χαρακτηριστικά).

  1. Tο oτι ο ελληνας ειναι πουτανοκαψουρης η' γενικως πολυ τρυφερος με τις γυναικες,το θεωρω καλο και πολυ νορμαλ θα ελεγα. Πως ειναι δυνατον να εισαι καλος εραστης,αν δεν λατρευεις τις γυναικες.Οι λοιπες θεωριες ειναι για μικρα παιδια..σκληρος και ψυχρος και φοβερος εραστης ας μου επιτρεψετε να μην το πολυπιστευω. Αυτη ειναι η φυση του ελληνα,τρυφερου και θερμου,και νομιζω πως μ αυτα τα χαρακτηριστικα ολ αυτα τα χρονια θεωρηθηκε μακραν ο καλυτερος και πιο φημισμενος εραστης στον κοσμο.

  2. ποσο ανοητοι μπορει να ειστε εσεις οι σπονσορες των μαγαζιων αυτων; το να παει καποιος μια στο τοσο, σε κανα μπατσελορ ή για το χαβαλε, μπορω να το καταλαβω. Το να εισαι ομως τακτικος θαμωνας-πουτανοκαψουρης δεν μπορω να το διανοηθω. Να ξημεροβραδιαζεσαι σα λακαμας, να σου αδειαζουν την πορτοφολα αυτα τα κορακια, να σου πουλανε αγαπες και να νομιζεις οτι εισαι και ο σουπερ γαμικος. Να χαλας χρονο-χρημα για να τον παιξεις τουαλετα ή στην καλυτερη να στον παιξει φραπα καμια εναντι αδρας αμοιβης.

  3. επισης συστηνεται σε πασης φυσεως αγαπουληδες και πουτανοκαψουρηδες αφου κατεχει το μπλα μπλα και την πουτανια στο μεγιστο βαθμο.

  4. Υποψη δεν ειναι για πουτανοκαψουρηδες και αγαπουληδες αυτες οι κοπελες αλλα για σκληροπυρηνικους χομπίστες γαμιαδες.

  5. Αλλά επειδη η πουτανα δεν κοβει ποτε το γαμησι επεστρεψε στα μπουρδελα απο τις πιο σοφες κουβεντες.ευγε. αυτο να τα βλεπουνε οι διαφοροι πουτανοκαψουρηδες που ερωτευονται πουτανες και θελουν να το παιξουν καλοι Σαμαρειτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified