Εξαιρετικά μειωτικό και περιφρονητικό (πλην ξύλινο) μπινελίκι σε βάρος πολιτικών αρχηγίσκων και πάσης φύσεως αυταρχικών καραγκιόζηδων που πέρδονται υψηλότερα του πρωκτού τους.

Εκ του ονόματος του αδίστακτου υπουργού προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ, η κωμική εμφάνιση-μικιμάου του οποίου απείχε παρασλάγγας από το (παπ)Άρειο πρότυπο που πρέσβευε. Δράττομαι της ευκαιρίας να καταθέσω σε παγκόσμια πρώτη και την παραλλαγή γκεϊμπελίσκος (ο ναζιάρης αρχηγίσκος).

Σ.ς.: γκεμπελσίσκος, για τα σλανγκαρχίδια τση παρέας.

- Φαιδρός Γκεμπελίσκος... Διασπείρει ψευδείς ειδήσεις για το ΠΑΣΟΚ...
(εδώ)

- Ξαναχτύπησε ο Παναγούλης: Κεδίκογλου είσαι «γκεμπελίσκος»
(εκεί)

- Ο πάσχων γκεμπελίσκος Ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της δημοσιογραφίας του Ελλαδιστάν.
(παραπέρα)

- Ο γκεμπελίσκος o κίτρινος ,γγ του ΠΑΣΟΚ Καρχιμακης συνεχίζει ακάθεκτος
(παραδίπλα)

Ορίτζιναλ γκεμπελίσκος (από Vrastaman, 20/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στείρα προβατίνα, συνήθως μεγάλης ηλικίας. Υποτιμητικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες. Ο όρος απαντάται στην Ήπειρο. Πρβλ. και τον άλλο ορισμό του λήμματος που έχει παραπλήσια σημασία.

Πήγε βρε να μου πουλήσει μια μαρμάρω δέκα χρονών για ζυγούρι ο τζερεμές, ο πάσλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνδικαλιστής που λειτουργεί εις βάρος του κοινωνικού συνόλου μη διαφέροντας και πολύ από ληστή.

Μεγεθυντικό: συνδικαλησταράς. Επίθετο: συνδικαληστρικός.

Άλλα λολοπαίγνια του γραπτού λόγου σε -ληστής: καπιταληστής, σοσιαληστής.

  1. Συνδικαληστής αποκάλεσε «Γαϊδούρες» εργαζόμενες που δεν απεργούσαν. Έλληνας συνδικαληστής σε χαριτωμένο ενσταντανέ. (Εδώ).

  2. Ξετσίπωτη ανακοίνωση κρατικοδίαιτων συνδικαληστών: Το
    πρωτόγνωρο έγγραφο δίπλα έχει αποσταλεί και έχει κολληθεί σε πολλούς πίνακες ανακοινώσεων τουριστικών επιχειρήσεων. Οι υπογράφοντες είναι συνδικαληστές της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ που φροντίζουν να μείνουν ικανοποιημένα τα αφεντικά τους, θυμίζοντας πως πρέπει να εφαρμοστεί ΑΜΕΣΑ η νέα σύμβαση που προβλέπει μειώσεις 15% στις αποδοχές των εργαζομένων. (Εδώ).

  3. Συνδικαληστές εναντίον της Ελλάδας - Ένα απλό πρακτικό παράδειγμα. (Εδώ).

  4. H (συνηθισμένη και σύντομη) ιστορία ενός ξεπουλημένου δεξιού συνδικαλΗστή. (Εδώ).

  5. Το κωλοχανείο της “Μεταπολίτευσης” είχε αρχηγούς πολιτικούς και συνδικαληστές… Φάγανε-φάγανε- φάγανε … (Εδώ).

(από Khan, 19/11/12)Προϊστορικοί συνδικαληστές (από Khan, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στην Πελοπόννησο, και θα πει πειράζω, ενοχλώ κάποιον, συνήθως με περιπαιχτική διάθεση και όχι κακοπροαίρετα. Επίσης αναφέρεται και σε πράγματα, όταν τα πειράζουμε ή ψάχνουμε να δούμε πώς δουλεύει ένα αντικείμενο.

Συνώνυμα: σγκαρλάω.

  1. - Πού 'σαι ρε σώγαμπρε; Τι λέει η ζωή στο γυναικοχώρι; χαχαχαχα
    - Καλά είναι, προσπαθώ...
    - Γιατί τον τσιγκλάτε τον άνθρωπο ρε παιδιά;

  2. - Προσπαθώ να καταλάβω πώς δουλεύουν αυτό το μαραφέτι που αγοράσαμε.
    - Μην τα τσιγκλάς μωρέ και χαλάσουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που ανέχεται η επιτρέπει συνειδητά και σιωπηρά η γυναίκα του να εκδίδεται για ανταλλάγματα σε στενό κοινωνικό κύκλο, επωφελούμενος και ο ίδιος απ' αυτά.

- Φυσικά και γνωρίζει τι κάνει η γυναίκα του.
- Κατάλαβα, καλός ρουφιάνος είναι.

Βλ. και ρουφιανόσπιτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρεζίλης, ο ξεφτιλισμένος, ο ρεζιλεμένος.

Από το τουρκικό kepaze (κακόφημος).

  1. - Άντε χάσου από δω, παλιό-κεπεζέ!

  2. Ντόμα-ζέτο κεπαζέτο (σπιτόγαμπρος-ρεζιλόγαμπρος). Σλαβοσκοπιανή παροιμία, χρησιμοποιείται και από σλαβόφωνους Έλληνες για τους σώγαμπρους (doma: σπίτι, zetot: γαμπρός).

doma zetot kepazeto (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για να δικαιολογήσει κάποια εξωφρενική, ριψοκίνδυνη, κακόγουστη, ίσως και επιλήψιμη πράξη. Ταιριάζει γάντι σε ουσίες, παράνομες ή μη, και κάθε είδους κραιπάλη.

Υποστηρίζεις, λοιπόν, ότι και καλά κάνεις κάτι για να διευρύνεις τους πνευματικούς σου ορίζοντες και εμμέσως, δια του ατόμου σου, το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης.

Απόδοση του αγγλικού φορ σάιενς.

- Αν είναι δυνατόν... έφαγες τελικά την κονσέρβα χοιρινό-κοτόπουλο «MDM»; [ΣτΜ: ;;;]
- Ναι, ρε. Και μου θύμισε λίγο σκυλοτροφή.
- Τι; Έχεις φάει και σκυλοτροφή;
- Εννοείται κι έχω χτυπήσει... για την επιστήμη.
- (κάνει μονομιάς ρισπέκ στον χαρακτήρα του σε κάποιο MMORPG)

Για την Επιστήμη, αγαπητέ Ουώτσον! (από Dr. Steve Brule, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω κλασμεντόλ, δηλαδή τρώω μια μεγάλη τρομάρα: κλάνω μέντες, πατάτες, μαλλί, πετούγιες, μπιφτέκια, κ.ταλ. Επίσης, την έχω την ακούσει (αλλά με κακό τριπάκι).

Εναλλακτικά: κλασμεντέν.

- Για ρωτήστε έναν gamer αν τρόμαξε περισσότερο βλέποντας το Χ,Ψ θρίλερ ή παίζοντας Silent Hill, Dead Space ή Doom 3 με κλειστά φώτα. Ή ακόμα καλύτερα: δοκιμάστε το. Κλασμεντόλ.
(εδώ)

- Εκεί που όλα ήταν κομπλέ,έτρωγε κλασμεντόλ και τα 'χανα όλα..
(εκεί)

- κωλοτουμπεεεεεες...οι μερες σας τελιωνουν κλασμεντολ ολοι σας ... οχι το καζακη..το λαο που θα χαμπαριασει τη δυναμη του κ σας εχει παρει χαμπαρει ευρωραγιαδες!!!αντωνιαδηδες κ ψαριανοι δεξιοι κ ροζουλοι αριστεροι...ουστ ρεμαλια!!!!!πηδα τους καζακαρε κι αστους γκεμπελισκους να τρωνε τα λυσακα τους....ο λαος δε ξεχνα...τους προδοτες τους κρεμα!!!!!
(παραπέρα)

Τρομακτικό πάρτι Halloween, προσφορά των τσιγάρων Clas Menthol Mild (από Vrastaman, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται κάποιος εξουθενωμένος, καταπονημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, ταλαιπωρημένος, αποκαμωμένος.

Από το τούρκικο darmadağın που σημαίνει σωριασμένος. Σύνηθες στη Θεσσαλονίκη (και όχι μόνο).

Θέλω να ξεκουραστώ, είμαι νταρμαντάνι, πήγα το πρωί σε δημόσια υπηρεσία και με είχαν στο πέρα-δώθε όλη μέρα.

έγινα νταρμαντάνι (από iwn, 19/11/12)-Τα χεις κάνει νταρμαντάνι. (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψευδοπίπα που γίνεται λιγότερο με το στόμα και περισσότερο με το χέρι, η οποία και χαρακτηρίζεται ως πιπομαλακία, καθώς πρόκειται όντως για μεγάλη μαλακία. Από κοινού με την αερόπιπα, η χειρόπιπα αποτελεί ό,τι χειρό-τερο για όποιον θέλει να ευχαριστηθεί την εν λόγω πρακτική, αλλά μένει με τον καημό. Συνήθως πρόκειται για μια «αγχωμένη μαλακία» που λέει και ο Πηρουνίτσας για να τελειώσει το παλληκάρι το γρηγορότερο με την μικρότερη δυνατή εμπλοκή.

Να μην συγχέεται ούτε με την manual πίπα, που έχει καυλή σημασία, ούτε με χηρόπιπα, εκτός κι αν η χήρα έχει και πέντε ορφανά.

  1. Πιπα με πολυ χερι (χειροπιπα ή αλλιως αεροπιπα), που αν της ελεγες «no hands» σε κοιταζε στραβα και προσπαθουσε να το βελτιωσει, αλλα ανθρακας ο θησαυρος.

  2. Τελικα με 3 (τρεις) προσπαθειες και με μια χειροπιπα εχυσα. (Αμφότερα από σάιτ για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified