Κοινώς, τον παίρνει. Για ευνόητους λόγους η έκφραση είναι ιδιαιτέρως παραστατική.

Όπως είπε και ο Ισαάκ Νεύτων μεταξύ άλλων, στέκομαι πάνω στους ώμους γιγάντων και δράττομαι της ευκαιρίας να συμπληρώσω την εμβληματική δουλειά του χρήστη tarantula, επεκτείνοντας τη λίστα με τις παρεμφερείς εκφράσεις, μνημείο της ευρηματικότητας και επινοητικότητας του Έλληνος.

Τα παραδείγματα δεν εξαντλούν τη λίστα αλλά αποτελούν μία καλή αρχή προς επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, ο οποίος είναι η χρήση μίας μοναδικής έκφρασης ανά αδελφή εντός του ελλαδικού χώρου.

τα βερνικώνει τα φασόλια
τα κουνάει τα ζάρια
τα λέει τα κάλαντα
τα τραβάει τα βυζιά της πεταλούδας
τη βάζει τη κάλτσα στο συρτάρι
τη γαργαλάει την μπάμια
τη γυαλίζει την κάννη
τη γυρνάει τη μπετονιέρα
τη ζευγαρώνει την κάλτσα
τη μαδάει τη μαργαρίτα
τη μαδάει την παπαρούνα
τη μαρκαλίζει την κατσίκα
τη ματσακονιάζει τη βάρκα
τη ρυθμίζει την ένταση
τη σουρώνει την κουρτίνα
τη σουρώνει την ψαρόσουπα
τη στύβει την αντσούγια
τη φυσάει την σούπα
τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
την αδειάζει την μπομπονιέρα
την ανοίγει την πίσω πόρτα
την ζουπάει την κέτσαπ
την καβουρδίζει την καραμέλα
την καθαρίζει την οδοντόβουρτσα
την καίει τη βάτα
την καρφώνει την μπαγλαντόπηχα
την καρφώνει την τσιμούχα
την κομποζάρει την πολυθρόνα
την κουνάει την αχλαδιά
την κουνάει την καμπάνα
την κρατάει την τιάρα
την κυνηγάει την πέρδικα
την ματσακονιάζει τη βάρκα
την ξελεπιάζει την ζαργάνα
την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
την ξυρίζει τη μασχάλη
την οπισθογραφεί την επιταγή
την παριστάνει τη μπασκέτα
την παριστάνει τη σκούπα
την πλένει την εξωλέμβιο
την τζαγκουρνάει την πεύκα
την τινάζει την βερικοκιά
την τυπώνει τη σελίδα
τις βλέπει τις ειδήσεις των 8
τις γυρίζει τις μπριζόλες
τις μαζεύει τις ελιές
τις παίζει τις χορδές
το αλατίζει το γιαούρτι
το αρμέγει το φίδι
το βάζει το βέλος στη φαρέτρα
το βάζει το καλαμάκι στο φραπέ
το βάζει το ταψί στο φούρνο
το βγάζει το καπέλο
το βιδώνει το τιρμπουσόν
το γρασάρει το ρουλεμάν
το γυαλίζει το πόμολο
το γυαλίζει το σκαρπίνι
το γυαλίζει το φυνιστρίνι
το δαγκώνει το αντίδωρο
το δαγκώνει το μαξιλάρι
το δένει το μπουρνούζι
το δίνει το μπουρμπουάρ
το διπλώνει το σεντόνι
το εξαερώνει το καλοριφέρ
το ευλογάει το γένι
το ζυμώνει το μπιφτέκι
το καβουρδίζει το φιστίκι
το κανελώνει το ριζόγαλο
το καταπίνει το κουκούτσι
το κουνάει το μίλκο
το κουρδίζει το ρολόι
το κρατάει το δόρυ
το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
το κρύβει το σαλάμι
το λαδώνει το σασμάν
το λαδώνει το τηγάνι
το λερώνει το πουκάμισο
το μαζεύει το λάστιχο
το μακιγιάρει το μπαρμπουνάκι
το μασουλάει το τουλουμπάκι
το μαστιγώνει το δελφίνι
το ματώνει το γόνατο
το μελώνει το παστέλι
το ξεβγάζει το πινέλο
το ξεπλένει το μαρούλι
το ξύνει το μολύβι
το ξυρίζει το ακτινίδιο
το πάει σούζα το τρίκυκλο
το πάει το γράμμα
το παρκάρει το μηχανάκι
το πατάει το γκαζι
το πεταλώνει το μυρμήγκι
το πιπιλίζει το καλαμάκι
το πλάθει το σουτζουκάκι
το πνίγει το κουνέλι
το ρουφάει το μύδι
το σηκώνει το σακάκι
το σηκώνει το χειρόφρενο
το σκουπίζει το μπαλκόνι
το στρώνει το σεντόνι
το στύβει το λεμόνι
το σφίγγει το καπάκι
το σφίγγει το μπουλόνι
το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
το τεντώνει το σεντόνι
το τινάζει το χαλί
το τραβάει το καζανάκι
το τρίβει το πιπέρι
το τσουλάει το διφραγκάκι
το τυλίγει το καλώδιο
το φοράει το περουκίνι
το φτύνει το κουκούτσι
το φυσάει το αχνιστό
το φυσάει το καλάμι
το χαϊδεύει το τριζόνι
το χαστουκίζει το δελφίνι
το χορεύει το λάτιν
το ψέλνει το ευαγγέλιο
το ψήνει το μπιφτέκι (κι από τις δυο μεριές)
τον αδειάζει το σκουπιδοτενεκέ
τον απλώνει τον τραχανά
τον αχνίζει τον κουραμπιέ
τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα
τον βαφτίζει τον Αλβανό
τον βοσκάει τον κένταυρο
τον βουτάει τον κολιό στο ξύδι
τον γυαλίζει τον αστακό
τον ζωγραφίζει τον πίνακα
τον κάνει τον σημαιοφόρο
τον μπουγελώνει τον παπαγάλο
τον ντραλονάρει τον καναπέ
τον ξεπατώνει τον αργαλειό
τον ξηλώνει τον καβάλο
τον πάει καλά τον σκαραβαίο
τον πάει τον απορροφητήρα
τον παλουκώνει τον δράκουλα
τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
τον πνίγει τον ιππόκαμπο
τον στρίβει τον ντολμά
το τινάζει το μυτζηθροκούλουρο
τον τσουρουφλίζει τον αστακό
τον φεσώνει τον περιπτερά
τον φτύνει τον ταραμά

Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο ότι η συνδήλωση της ομοφυλοφιλίας οφείλεται αποκλειστικά στα συμφραζόμενα και τα εξωγλωσσικά στοιχεία και την σύνταξη προληπτική αντωνυμία + ρήμα + έναρθρο ουσιαστικό και καθόλου στις λέξεις που αποτελούν τη φράση. Έχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο της υπό συνθήκες παραγωγής νοήματος από την σύνταξη της πρότασης και μόνον, εξ ου και η εν τέλει ανεξάντλητη ποικιλία των φράσεων αυτού του τύπου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το άδικο έπνιγε το 10χρονο στην αλάνα διότι ο μάγκας της γειτονιάς άλλαζε διαρκώς τους κανόνες του παιχνιδιού προς όφελός του, η κραυγή δε στρέχει ήταν η πρώτη απάντηση.

- Πάλι τα φυλάς εσύ.
- Γιατί;
- Γιατί έτσι.
- Έεεε, δε στρέχει, δε στρέχει. Είναι σειρά σου. Δε στρέχει.

Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα στέργω (=δέχομαι, συναινώ). Το στέργω μετασχηματίστηκε τον μεσαίωνα σε στρέγω και τελικά σε στρέχω. στέργω (αρχαίο) > στρέγω (μεσαιωνικό) > στρέχω (νεοελληνικό)
Το απρόσωπο ρήμα δεν στρέχει δηλώνει την έλλειψη συμφωνίας/συναίνεσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τόπος (χώρα, πόλη, τοποθεσία, μαγαζί ή γαμαζί) που έχει πολλές και όμορφες γυναίκες, όντας ένας λειμών, ένας παράδεισος για άνδρες που θέλουν να νοτίσουν τη χλόη με το σπέρμα τους. Αντώνυμο: αρχιδόκαμπος.

  1. Λόγω της ουκρανικής επικαιρότητας, αναρωτιέμαι αν είναι δυνατόν να διαμορφωθούν νέα μουνολίβαδα και σεξοπροορισμοί. Είναι τα βαλκάνια μία εναλλακτική και ποια μέρη; Ποιοι παράγοντες διαμορφώνουν ένα μουνολίβαδο/σεξοπροορισμό; Ποιοι είναι οι καλύτεροι influencers? Πώς θα το μάθουν οι γκόμενες, ώστε εκτός από τις ντόπιες να έρχονται κι από άλλα μέρη; Τι λέτε για Δαλματία; - Τουρκικα παραλια και Κυπρος σιγουρα θα γινει πανζουρλισμος απο Ρωσιδες φετος το καλοκαιρι. (Ομώνυμο θρεντ στο Μπου).
  2. Καθόσον τι να τα κάνεις τα λεφτά άμα δεν έχεις φράγκο; Ενώ ένας κήπος με γυναικεία κορμιά, είναι πιο προσιτό όνειρο. Αυτός θα είναι ο παράδεισός μας. Ενα μουνολίβαδο. Το εισιτήριο για τον παράδεισο είναι τα τεράστια βυζιά της. Στο οποίο μουνολίβαδο μπαίνεις μέσα και τι βλέπεις; Γυμνά κορμιά, μπούτια, κώλους, μουνιά και βυζάρες. Πέφτεις πάνω σε δυο τεράστια βυζιά, σε δυο βαριά βυζιά με πολύ μεγάλες ρώγες, στα βυζιά της Anya Zenkova. (Από το Bodies).
  3. Εχω πει πως οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ είναι μουνολίβαδα. Και στην άλλη μεριά του Ατλαντικού όμως, βρίσκεις american star. (Bodies).
  4. Oι παλαιοί ονομάζουν με σοφία 'μουνολίβαδο'. Αφού έκανα τις πρώτες μου επαφές στη σχολή, δεν χόρταινα να αφηγούμαι το παραμύθι του Μεγάλου Μου Έρωτα. (Γιώργης Φιλίππου, Άγιος Ψεύτης ο Κυψελιώτης).

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιαίτερα περιφρονητικός χαρακτηρισμός ανθρώπων χαμηλού αναστήματος, συνέπεια ημιτελούς εκσπερμάτισης. Υπάρχει και η πιο χυδαία παραλλαγή, μισοχυσιά.

- Ο Τάπερμαν εθεάθη να πίνει εσπρεσούμπα στο Da Capo!
- Ρε την μισοριξιά, τον τάπερμαν!

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γέννεση κόπρου, μετά γονιμοποίησης κουράδας. Το αντίθετο της αμφιγονίας. Αποτέλεσμα αναπαραγωγής δύο ομοίων γαμέτων.

-Πως περάσατε με την κοπέλα; -Τελικά δεν ήταν ακριβώς κοπέλα. Κοπρογονία κάναμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια.

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια.

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσα. Ένα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικο. Η ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντων.

  1. Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης... Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά κασμίρι... Κι αυτή η αλυσιδίτσα που έφερε για το μωρό 22 καράτια είναι, ξέρω εγώ από τέτοια...

  2. Τι να σου πω, αγόρι μου... Δικό σου είναι το σπίτι είναι και δικιά σου και η τσέπη... Αλλά αυτό είναι άλλο πράμα, κιμπάρικο... Κάνει κάτι παραπάνω αλλά τ' αξίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φέρων τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ομάδας συνήθως εναλλακτικής και αντεργκράουντ αλλά ταυτόχρονα ίν.

Ο φασαίος δηλαδή δε μπορεί να ανήκει σε μια αφανή εναλλακτική ομάδα με λίγους υποστηρικτές. Αντιθέτως, ανήκει σε ομάδες που ενώ αυτοχαρακτηρίζονται αντεργκράουντ, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα υιοθετήθηκαν από πολλούς καταλήγοντας έτσι μέινστριμ (βλέπε μούσι, τατού).

Η ιδιότητα του φασαίου ωστόσο δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αλλά στο γενικότερο άτιτιουντ. Ο φασαίος απαντάται σε συγκεκριμένα μαγαζιά-στέκια όπου συχνάζουν άλλα άτομα «της φάσης του», έχει συμβατά μουσικά ακούσματα με «τη φάση», πηγαίνει διακοπές σε συγκεκριμένα μέρη κλπ.

Τελευταίο και σημαντικότερο, η ιδιότητα του φασαίου δε συνίσταται στην εξωτερική εμφάνιση και στο άτιτιουντ από μόνα τους αλλά στην έλλειψη κοινωνικής ζωής και προσωπικότητας εκτός «της φάσης του». Ο φασαίος ζει, αναπνέει και τρέφεται μέσα από «τη φάση» και δε μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτή. Έτσι, ακόμα και αν κάποιος φέρει κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα φασαίου, εάν κινείται με την ίδια ευκολία έξω από τον φασαίικο κοινωνικό κύκλο, εάν έχει άλλα πράγματα και ασχολίες που τον γεμίζουν πέρα από αυτόν, δε μπορεί να χαρακτηριστεί εξολοκλήρου φασαίος.

- Πού 'σαι μαν μου? Πάμε Γκάζι το βράδυ?
- Μπα, όχι. Έχω βαρεθεί όλους τους φασαίους εκεί πέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία συσκευή που καταναλώνει ρεύμα, ακόμη κι όταν δεν τη χρησιμοποιούμε.

Προσέξτε τις συσκευές βαμπίρ, αν δεν θέλετε να είναι τσιμπημένος ο λογαριασμός του ρεύματος.

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτομο εκέινο που προκαλεί συχνά εκνευρισμό σε συνανθρώπους του εξαιτίας της κακής συμπεριφοράς του. Επιπλέων, πολλές φορές εκφέρει με βεβαιότητα άποψη πάνω σε θέματα στα οποία δεν έχει επαρκείς ή καθόλου γνώσεις. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως οι γαμώσπιτοι είναι μία μάστιγα της σύγχρονης κοινωνίας.

Αυτός κάνει ότι ξέρει τα πάντα, είναι μεγάλος γαμώσπιτος! Πήγα σήμερα στην εφορία και ο γαμώσπιτος δεν μου έδωσε το χαρτί που χρειάζομαι.

Got a better definition? Add it!

Published

κάποιος που κάνει τους άλλους να νιώθουν άβολα με τα φετίχ του.

-Πω ρε φίλε, αυτός μαζεύει τα νύχια των ποδιών του σε βαζάκι… -Ασε μας μωρέ με τον κελέμπα

Got a better definition? Add it!

Published