Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.

  1. -Κοίτα πόσο ανοιχτή είναι η σκατότρυπά της φίλε...κοίτα... Μας χωράει και τους δύο...
    - Όχι...μη!!! Σας παρακαλώ νιώθω ήδη ξεσκισμένη...!, παρακάλεσα. (Από ερωτική ιστορία στο Φλοκ τζι αρ).
  2. Η Φωφώ μη έχοντας τι άλλο να κάνει άρχισε να γλείφει τη σκατότρυπα της Σοφίας, που είχε κολλήσει πάνω στα χείλια της.
  3. Ε? Ε? μέχρι και την σκατότρυπά μου σου αρέσει να καθαρίζεις βρωμοπουστράκι μου! Λατρεμένο σιχαμένο κωλογλειφτράκι μου?» (Από το Μπουντουσουμού).

Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.

  1. Αλβανια- μια σκατότρυπα στα βαλκάνια. (Εδώ).
  2. Μια σκατότρυπα είναι η Αθήνα, όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται να επιβιώσουν, με τα νεύρα τους μονίμως σπασμένα. (Εδώ).
  3. Αξίζει κανένας από εμάς τους υπόλοιπους να παλεύει σε αυτή την άθλια χώρα; Καλύτερα να φεύγουμε από την σκατότρυπα όσο είναι ακόμα καιρὀς (Εδώ).
  4. ΤΟ ΣΑΙΤ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΣΚΑΤΟΤΡΥΠΑ ΓΕΜΑΤΗ ΤΡΟΛΛ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΑΤΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ? ΕΛΕΟΣ! (Εδώ).
  5. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίζεις λεφτά και μια σκατότρυπα για να μεγαλώσεις τα βρωμοπαιδά σου. (Εδώ).

Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.

  1. Είμαι πραγματικά περίεργος σε ποια σκατοτρυπα θα κρυβόταν ο Πάγκαλος αν κάποιος απ τους συγγενείς των νεκρών του ζητούσε αποδείξεις. (Από Τουίτερ).
  2. Μαλακάκο δεξιούλη πατριωτάκο πίσω στη σκατότρυπά σου, παίξε και καμιά μαλακία και άσε μας εμάς να κάνουμε ό,τι μας καυλώσει.. (Τρομπαχτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται από τα αγγλικάνικα, όπου sugar daddy είναι ο μεγαλύτερης ηλικίας άντρας που προσφέρει χρηματικές διευκολύνσεις και υπερβολικά δωράκια σε νεότερη σέξι γυναίκα, λειτουργεί δηλαδή λίγο πολύ ως αγαπούλης χορηγός της. Ο επίμονος κηπουρός κιμπαροπουρός ανταμείβεται για την επιμονή του με το ότι κυκλοφορεί μια νεαρά μουνάρα, ενδέχεται δε εντέλει να του κάτσει κιόλας. Σε άλλες περιπτώσεις ο σούγκαρ ντάντι μένει με το πουλί στο χέρι, πλην και τη χαρά μιας νεανικής παρέας. Για τις επίδοξες (αλλά και ζηλιάρες) γιαλόμες, η εν λόγω κορασίς έχει θεματάκι με τον πατέρα της, το οποίο έρχεται να εκμεταλλευτεί ο υπερήλικας ζαχαρομπαμπάς.

Στα αγγλικάνικα η έκφραση υπάρχει από πολύ παλιά, τη βρίσκουμε λ.χ. στον τίτλο μιας ταινίας Χοντρού-Λιγνού του 1927.

Στα ελληνικά δεν έχει διαδοθεί πολύ, δίνει λίγα χτυπήματα στον γούγλη, την έχω πάντως ακούσει και προφορικά αρκετά, και σε κάθε περίπτωση περιγράφει μια ορισμένη κατάσταση, όπου ένας πλούσιος μεγαλύτερης ηλικίας αναλαμβάνει γενικότερα μια πατρική λειτουργία όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με συμβουλές, ή παρέχοντας ένα γενικότερο πλαίσιο ασφάλειας συνοδευόμενο από αμοιβαίο γουτσισμό, πράγματα που δεν εκφράζει ο απλός όρος χορηγός (με τον ελαφρό σλανγιωτατισμό του).

  1. γειά σου βρε καλλονή!! ψάχνεις για σούγκαρ ντάντι στα ιντερνέτια, κάνεις μπαμμμμμμμμ! (Εδώ).
  2. Χωρίς δίπλωμα -ασφάλεια. Πληρώνει ο σούγκαρ ντάντι... τράβα τώρα να πάρεις-πληρώσεις το δίπλωμα.. (Εδώ).
  3. Η Ευρώπη μάς εκμαύλισε, με τη συνέργεια των πολιτικών μας, οι οποίοι βρήκαν στις Βρυξέλλες τον σούγκαρ ντάντι που πάντοτε έψαχναν. (Αντινιούζ).

Πρβλ. και χορηγός, χορηγία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντύσιμο μεθοδέ, που περιλαμβάνει κοστούμι με μαύρο σακάκι και μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο. Με αρκετή φαντασία θυμίζει το ομώνυμο πτηνό, όπου το άσπρο περιβάλλεται από το μαύρο κάνοντας έντονο κοντράστ, και όπου τα πτερύγιά και η πλάτη του είναι μαύρα, ενώ άσπρη είναι η κοιλιά και το στήθος. Πρόκειται για ένα ντύσιμο κυριλέησον για επίσημες εμφανίσεις, αλλά μάλλον συντηρητικό, καθώς το έντονο κοντράστ είναι αρκετά άκαμπτο.

  1. Γιατί ντύθηκε πιγκουΐνος πασχαλιάτικο ο Λιάγκας? (Από γκοσιπάδικο).
  2. Καλό είναι να ντυθείς κυριλέ για την περίσταση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει σώνει και καλά να σκάσεις μύτη πιγκουίνος.

Ντεκαφεϊνέ: Ο Βαρουφάκης πιγκουίνος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αβέλω φιόγκο, δένω φιόγκο

Στα καλιαρντά σημαίνει "συνουσιάζομαι με κίναιδο που νόμιζα πως είναι επιβήτωρ" (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο), πλην απεδείχθη ότι δεν ήταν. Περαιτέρω anal-υση στο εξαιρετικά κατατοπιστικό λήμμα φιόγκος του Αἴαντος.

  1. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. (Μπουντουσουμού).
  2. -Αβελες καμμιά λατσή σαρμέλα?
    -Αβελα. Αβελα φιλενάς αστα... μπουτ λατσο το τσόλι.. σαρμελια γδουπα... Κουραβέλτες.. και απανωτες κουραβελτες... Λατσααααα... Αβελα πιασμαν στην μπάρα... και μπονμπον μπουτ... Γδουπα φιλενας... Γδουπα.... Αχχχχχχχ.... Θελω να τον αβελω συνεχεια.....
    -Αχ λατσά φιλενάδα... Σου αβέλει και κοντροσόλια?
    -Ολα μου τα αβελη φιλεναδα ολα... Εχει και κατι μπουτια... σφιχτα και τραγανα σαν κερασια...
    -Ax λατσά, τσόλια ολκής δύσκολα βρίσκεις. Τα πιο πολλά δένουν φιόγκο με άλλες μπαροβγαλμένες. (Καλιαρντοδιάλογος στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η εβδομάδα που, το λέει κι η λέξη, έχει επτά ημέρες, jours στα γαλλικά.

Που να βουέλετε την πούλη σας σε γύψο και να μην κουλάρετε για μια επταζουρνού, μωρή πουροκληροχαρτού. (Καλιαρντοκατάρες στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως το βάρδουλο είναι "δερμάτινη λουρίδα των υποδημάτων πάνω στην οποία ράβεται ή καρφώνεται η σόλα". Σλανγκικώς τα μουνοβάρδουλα είναι το αιδοίο. Συνήθως σε φράσεις όπου κάποιος απειλεί να σχίσει ή να γαμήσει τα μουνοβάρδουλα κάποιας/ου, δηλαδή είτε να γαμήσει κυριολεκτικά με βία και ένταση, είτε, συχνότερα, να γαμήσει μεταφορικά, δηλαδή να χαλάσει/ διαλύσει κάποιον.

  1. Πρωτο μαθημα αρχαια και παμε να τους ξεσκισουμε τα μουνοβαρδουλα. (Εδώ).
  2. εγω θα σου σκισω τα μουνοβαρδουλα. (Απειλή στο Μπου).
  3. Κανονιστε να εχει παθει τιποτα ο ναος θα σας γαμησω τα μουνοβαρδουλα! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά του 19ου αιώνα για τα λεφτά και δη τη δωροδοκία. Διασώζεται στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Οι Χαλασοχώρηδες και αναλύεται στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου σχετικά με το όλο πολιτικό σύστημα της εποχής στοιχεία του οποίου διασώζονται ακόμη και σήμερα. Παραπέμπω, λοιπόν, στο εν λόγω σημείωμα για ανάλυση. Στα παραθέματα πιο κάτω φαίνονται κι άλλες κωδικές ονομασίες της εποχής για τα λεφτά και τη δωροδοκία. Πρόκειται για ένα από τα πιο σλανγκιάρικα (οΘντκ) διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

  1. Οι πλείστοι, είτε διότι είχαν επισκεφθεί ήδη και το άλλο πρακτορείον, είτε διότι δεν τους επέτρεπεν η συνείδησίς των να λάβωσι και από τα δύο μέρη “κουκουλόσπορο”. Ο “βαμβακόσπορος”, τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε ή από μίαν σιχνάτσα έως τρεις και τέσσαρας.
  2. «Οι άλλοι συνωμίλουν με σχήματα και μεταφοράς, όπως συνήθιζαν, με κολοβάς φράσεις, με ατελείς προτάσεις. Εν τη συνδιαλέξει των διεκρίνοντο ολίγαι τινές οιονεί συνθηματικαί λέξεις υπό εκφραστικών χειρονομιών συνοδευόμεναι, πάντοτε ποικίλλουσαι και πάντοτε αυταί·

- Ψιλούρα, ε, Γιαννιό;
Βαμβακόσπορος, αν αγαπάτε…
– Χωρίς πεκούνια δεν κάνουμε τίποτε.
– Ας φέξει!
– Χρειάζεται και λιγάκι βοτάνι.
- Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα.
– Τι λες και συ, Άγγουρε;… που να ρημάξει το κεφάλι σου!
– Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα.
– Θέλουμε και προικιά.
– Το τράχωμα, που λένε.
– Ημείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ… Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν τις μαύρες…
– Μη μπας και θα με διορίσει εμένα σε θέση ο Καψιμαΐδης, πώς τον λένε, κι ο Αλικιάδης τους;
– Ή ο Αβαρίδης κι ο Γεροντιάδης;

Επίσης, για να έρθουμε και στην εποχή μας, αποτελεί γείωση, όταν ο άλλος αρνείται κάτι λέγοντας "μπα", οπότε του τη λέμε οργισμένοι, ή όταν ένα παιδί ζητάει επιμόνως "μπαμπά, μπαμπά" και μας εκνευρίζει. Και τα δύο είναι μπαμπαδισμοί, το δεύτερο και με την απολύτως στενή έννοια. Επίσης: μπαμπάκια, μπαμπακόπιτα.

  1. Μπα… μπα… μπαμπακόσπορος. Έτσι είσαι; Κι εγώ θα κάνω κάτι που αποκλείεται να έχεις βαρεθεί, αποκλείεται να τό 'χεις συνηθίσει ή μπουχτίσει. (Εδώ).
  2. mpampa pou ine o mpampas, thelo ton mpampa' pou mpampakosporos na soyrthi sto kefali eeeee (Parent's café).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπολογικό όνομα που σημαίνει τον ψεύτη, τον απατεώνα. Το όνομα Θεόδωρος- Θόδωρος μας έχει δώσει άλλωστε τα τυπολογικά ονόματα γυναικοθόδωρος, μουγγοθόδωρος, μουνοθόδωρος, πτωχοθόδωρος ενώ η Θεοδώρα/ Θοδώρα την παστρικοθοδώρα και τη βιαστικοθοδώρα.

Ο Ψευτοθόδωρος είναι ο βασικός ήρωας στην ταινία Ζητείται Ψεύτης (1961) υποδυόμενος από τον Ντίνο Ηλιόπουλο σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη από θεατρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά. Η ταινία θίγει τα ψέματα των πολιτικών στο πλαίσιο του πελατειοκρατικού συστήματος του Ελλαδιστάν. Ψευτοθόδωρος είναι και ο τίτλος μιας ταινίας του 1963 σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπάζογλου, όπου ο ψευτοθόδωρος υποδυόμενος από τον Βασίλη Αυλωνίτη είναι ένας πτωχοθόδωρος παλιννοστών εξ Αμερικής που αναγκάζεται να λέει ψέμματα για να εκδικηθεί λιγούρια που προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν σε φάση καλώς ήρθε το δολλάριο!

Ο ψευτοθόδωρος αυτοσυστήνεται

  1. Ψευτοθόδωρος ο Καρατζαφέρης! Παρά την άμεση διάψευση της είδησης, που διαδόθηκε από διάφορα ΜΜΕ ότι ο Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας συνεργάζεται πλέον με τον ΛΑΟΣ, το παραμύθι συνεχίζεται, επιφέροντας νέα, οργισμένη, διάψευση από την πλευρά των αξιωματικών: Η ψευδής είδηση ότι ο Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας, θα συνεργασθεί με το κόμμα του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού συνεχίζεται. Τηλεοπτικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας μεταδίδουν καθημερινώς την είδηση αυτή. (Εδώ).
  2. Κωδικός “ψευτοθόδωρος” – Επιχειρήσεις φοροδιαφεύγουν κάτω από τη “μύτη” των ελεγκτών. (Εδώ).
  3. Ο ψευτο-Θόδωρος και οι ..."κατηγορηματικές διαψεύσεις" του. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified