Εκφράσεις που ήταν σε χρήση στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του τελευταίου Εμφυλίου Πολέμου και λίγο αργότερα, από ένα σχετικά περιορισμένο ποσοστό του γενικού πληθυσμού, και πιο συγκεκριμένα από τους πολιτικούς εξόριστους και τους βασανιστές τους στα ξερονήσια και τις φυλακές της χώρας. Αυτή η αργκό στις μέρες μας είναι έως και μηδενικού ενδιαφέροντος.

Βούλγαροι : Άνευ σχολίων.

Γολγοθάς : Ο τόπος έρευνας (και καταλήστευσης) των αποσκευών και εν ταυτώ, ο τόπος του πρώτου βασανισμού των νεοαφικνούμενων στη Γιούρα. Βρισκόταν δίπλα στην αποβάθρα που έδενε το πλοίο ή το καΐκι. Γολγοθά αποκαλούσαν στις φυλακές της Κέρκυρας ένα αλώνι που χρησίμευε ως χώρος βασανιστηρίων.

Δάσος : Το νεκροταφείο στο οποίο παράχωναν στη Γιούρα τους νεκρούς από τα καψόνια και τα βασανιστήρια.

Ελ Ντάμπα : Περιφραγμένος με συρματόπλεγμα ακάλυπτος χώρος που χρησίμευε ως πειθαρχείο. Επινοήθηκε από τον διοικητή της Γυάρου Μπουζάκη, διάδοχο του Γλάστρα. Η ετυμό είναι προφανής. Ηλιακό πειθαρχείο (και με υποχρεωτική ορθοστασία) υπήρχε και στο Μακρονήσι το 1953.

Κουνιούνται τα τσουβάλια : Φράση ενδεικτική της ποσότητας σκουληκιών και ζωυφίων που περιείχαν τα άλευρα, όσπρια κλπ τρόφιμα του συσσιτίου των κρατουμένων.

Μαρμιτατζήδες : Ευνοούμενοι (= δοσίλογοι και χαφιέδες ) κρατούμενοι που είχαν προτεραιότητα στη διανομή του συσσιτίου, και έπαιρναν επιπλέον την μαρμίτα, το περίσσευμα του καζανιού.

Μάτια : Χαφιέδες ποινικοί που κυκλοφορούσαν στους όρμους του νησιού και κάρφωναν τους κρατούμενους στη διοίκηση και τους φύλακες.

Μαύρο σπίτι : Η κατοικία του δοσίλογου Γεωργίου Γλάστρα, υποδιευθυντή και κατόπιν διευθυντή του ευαγούς ιδρύματος. Η ανέγερσή του πραγματοποιήθηκε με την εθελοντική εργασία των εξόριστων. Με τον ίδιο τρόπο χτίστηκαν και οι διάφορες βίλλες κάποιων φυλάκων.

Όρμος της σιωπής / Τάφος των ζωντανών / Όρμος των μαρτυρίων : Ο πέμπτος όρμος της Γιούρας, στον οποίο οι στρατωνισμένοι εξόριστοι βρίσκονταν στο ανύπαρκτο έλεος ενός από τους σκληρότερους βασανιστές του νησιού.

Πατριάρχης : Όνομα με το οποίο συγκεκριμένος φύλακας της Γιούρας αποκαλούσε την μαγκούρα / ραβδί / μπαμπού που χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες της υπηρεσίας. Τον ένα Πατριάρχη διαδεχόταν ο επόμενος, όπως συμβαίνει παλαιόθεν και στον εκκλησιαστικό χώρο, από τον οποίο προέρχεται η ορολογία. Η διαδοχή καθίστατο αναπόφευκτη μετά τα πολλαπλά κατάγματα που υφίσταντο οι πατριάρχες συνεπεία αλλεπάλληλων προσκρούσεων σε αμετανόητες, αιρετικές επιφάνειες.

Στρούχτορας / Ινστρούχτορας : Χαρακτηρισμός που αποδιδόταν από τους βασανιστές φύλακες σε οιονδήποτε κρατούμενο κατά το κέφι τους. Προφανέστατα σημαίνει τον ιδεολογικό καθοδηγητή, (πρβλ αγγλ. instructor ). Η στοχοποίηση από τους φύλακες κάποιου εξόριστου ως στρούχτορα είχε άμεσες και οδυνηρές συνέπειες για τον τελευταίο. Εναλλακτικά στέλεχος / γραμματέας.

Συκιά του Γλάστρα : Εντελώς τελείως μοναδικό ανά την υφήλιο οπωροφόρο δένδρο του είδους ficus carica, απαντώμενο στην νήσο Γυάρο. Από τα μέσα του 1948 μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '50 στα κλαδιά του αναπτύσσονταν όχι τα γνωστά πράσινα ή μώβ σύκα, αλλά έτερα, ερυθρού χρώματος, ομιλούντα και διαθέτοντα 4 άκρα, κεφαλή και (πιθανώς) αίσθηση του πόνου. Από αμφισβητούμενης αξιοπιστίας πηγές μαρτυρείται η ικανότητά τους να εκβάλλουν διαπεραστικά ουρλιαχτά πόνου επί πολλές ώρες ή και ημέρες, φαινόμενο που μάλλον συνδέεται με την τεχνική συγκομιδής η οποία περιλάμβανε συστηματικό ραβδισμό.

Γινωμένα σύκα : Οι (μέχρι και 20 άτομα μαζί ) εξόριστοι που φτυαρίζονταν μισοπεθαμένοι στο διαστάσεων 2 Χ 3 πειθαρχείο, μετά από (συνήθως πολυήμερο ) δέσιμο στη συκιά, συνοδευόμενο από άγρια βασανιστήρια. Στο πρώτο πειθαρχείο (μια σκορπιοβριθή σπηλιά 2 Χ 2) βασανίστηκε από την ημέρα της άφιξής του στις 18/7/47 μέχρι τον θάνατό του στις 19/8/47 ο τριαντάχρονος Λαμιώτης δάσκαλος Περικλής Κούκερης, ο πρώτος νεκρός του Εμφυλίου στη Γιούρα.

Το πλοίο της πατρίδας : Το όποιο αρματαγωγό ξεφόρτωνε στη Γιούρα εξόριστους, εφόδια και υλικά για το χτίσιμο της φυλακής και άλλων κτιρίων που σώζονται μέχρι σήμερα. Η ανέγερσή τους, μετά την ισοπέδωση του βουνού από τους εξόριστους με ελάχιστα εργαλεία ήταν το αποκαλούμενο «έργο», ευκαιρία απίστευτης ρεμούλας για πολλούς εμπλεκόμενους. Αυτό τεκμηριώνεται από το σχετικό πόρισμα ( 21/8/1953) του εντεταλμένου εφέτη Ιωάννη Μπιζίμη. Τα καψόνια, τα βασανιστήρια και οι θάνατοι κατά τη διάρκεια του «έργου» δεν τεκμηριώνονται από καμία κρατική υπηρεσία.

Τρελά : Ρούχα υπηρεσίας που εχορηγούντο στους τρόφιμους των φυλακών και των ψυχιατρείων.

Τσακάλια : Ποινικοί και δοσίλογοι κρατούμενοι στη Γιούρα, που χαφιέδιζαν τους πολιτικούς στους φύλακες.

Φορμόζα : Από τις αρχές του 1950 και μετά ο Δ' όρμος της Γιούρας, στον οποίο στρατωνίζονταν οι ανανήψαντες και ιδόντες το εθνικόν φως το αληθινόν κρατούμενοι. Η ετυμό από την Ταϊβάν, στην οποία κατέφυγε μαζί με τους υποστηρικτές του ο Τσανγκ Κάι Σεκ μετά που πήρε την τσαπού από τους κόκκινους του Μάο. Αυτά τα ωραία συνέβαιναν πάνω κάτω την εποχή που ο Ναζίμ Χικμέτ νοσηλευόταν με Στηθάγχη ( η οποία παρεμπ θεραπεύεται με νιτρογλυκερίνη όπως διαβάζω στο νέτι. Αυτοί οι περίεργοι συνειρμοί θα με φάνε μια μέρα, να μου το θυμηθείτε ). Με την ίδια λέξη δηλωνόταν η αχτίνα (πτέρυγα ) των δηλωσιών και στις συμβατικές φυλακές της χώρας.

Βασική πηγή : Ανδρέα Νενεδάκη «Απαγορεύεται. Το ημερολόγιο της φυλακής». Συγκεντρωτική καταγραφή μαρτυριών εξόριστων στη Γιούρα. Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1974.
Κάτι ψιλά από το «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου, και από μνήμης κάποια στοιχεία από τα γραφτά του Γιώργη Πικρού και του Φιλ. Γελαδόπουλου για το Μακρονήσι. Ο Μίσσιος μας παραδίδει και την σλανγκιά βασανιστών χειρουργείο = θάλαμος βασανιστηρίων.

Το λήμμα είναι για δύο φευγάτους του σάιτ, την Πειρατίνα και τον Τζήζαντα. Και για τον Χάνκοντα, στου οποίου το λήμμα βασίστηκα για τη δομή του παρόντος.

15/7/47 [...] Άλλοι πάλι ποινικοί για να γλυτώσουν από την πρώτη μέρα άρχισαν τις σπιουνιές και τα κλωθογυρίσματα στους φρουρούς. Αυτοί βαφτίστηκαν αμέσως. Είναι τα «τσακάλια». Και μόλις παρουσιαστούν πέφτει βουβαμάρα.

10/9/47 Ως τώρα ήταν εκεί αριστερά στην αποβάθρα ο τόπος της έρευνας. [...] τον λένε «Γολγοθά» γιατί είναι ξέρα και μοιάζει με «κρανίου τόπον». [...] Τώρα εγκαινιάστηκε άλλος Γολγοθάς. Ο δεύτερος.
Μαστούρωναν, και τους τράβαγαν το βράδυ στο Γολγοθά - οι ίδιοι το βαφτίσαν έτσι. Ήταν ένα παλιό αλωνάκι πάνω απ' τα πειθαρχεία, όπου γινότανε το σώσε. (Μίσσιος)

30/3/48 - Σκυλιά θα σας σκάσω όλους. Εγώ είμαι ο Γλάστρας... Και θα περηφανευτεί [...] δείχνοντας το νεκροταφείο με τους σταυρούς.
- Εκεί θα φυτρώσει ολόκληρο δάσος [...]
17/6/48 - Δάσος θα γίνει εκεί... φωνάζουν [...] και δείχνουν το νεκροταφείο.
Στη Σύρα θ' ανοίξουν άλλο...δάσος, φαίνεται. Ποιος ξέρει τι γίνεται κ' εκεί στο νοσοκομείο. Λέγονται πολλά.
28/4/50 Πέθανε κι ο Συρινιώτης ο Κώστας [...] έλκος στομάχου [...] πετσί και κόκκαλο στις αγγαρείες [...] Ξερνούσε αίμα [...] τον έθαψαν στο «δάσος» χτές [...] σαράντα οχτώ χρονώ [...]

17/6/48 Η Συκιά είναι η τελευταία του έμπνευση. Εκεί κρεμά απ' τους αγκώνες [...] νύχτες ολόκληρες τους κρατούμενους του πειθαρχείου. Και τους δέρνει [...] ώσπου να παραλύσουν. [...] Τα «γινωμένα σύκα», όπως λένε όσους έχουν κρεμαστεί στη Συκιά.

12/10/47 Ο Ζεϊμπέκος καυχιέται κάθε μέρα πως σπάζει δυό και τρείς «Πατριάρχες». Κι οι άλλοι φύλακες δε μένουν αργοί.
30/10/47 Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ο πατήρ Προκόπιος λειτουργεί και ευλογεί τις μαγκούρες, τους «πατριάρχες» και τα παλούκια.

17/12/47 Οι σκηνές γεμίζουν από «εθνικόφρονες» που [...] δημιουργούν επεισόδια [...] «καρφώνουν» [...] στο συσσίτιο παίρνουν πρώτοι τη «λαδιά» [...] και άρρωστος νάναι κανείς, δε γλυτώνει από τα «μάτια» που βλέπουν για λογαριασμό του Γλάστρα.
8/2/48[...] τα «αυτιά» και τα «μάτια» είναι παντού.

12/7/47 [...] όσοι θέλοντας να γλυτώσουν έκαναν τους αδιάφορους, δέχτηκαν ολόκληρη μπόρα.
- Ώστε είσαι ψύχραιμος; Πώς σε λένε; Είσαι ο στρούχτορας οπωσδήποτε.
25/2/48 [...] μόλις έτσι να φαίνεσαι [...] πως ξέρεις να μιλάς χαρακτηρίζεσαι «στέλεχος», «στρούχτορας» ή «γραμματέας».

[...] μας πήραν τα πολιτικά μας ρούχα και μας φόρεσαν τα «τρελά» της φυλακής. Ε, αυτά δεν έχουν ζώνες, είναι όπως οι πιτζάμες [...] από ένα κωλοΰφασμα, σαν καραβόπανο [...] (Μίσσιος)
8/11/49 Αυτά που λέει ο κανονισμός της φυλακής πως είναι υποχρεωμένοι να δίνουν σ' όλους τους κρατούμενους ρούχα, «τρελά» κλπ δυό φορές το χρόνο, είναι γραμμένο μόνο στα χαρτιά.

20/5/48 Τα αλεύρια που έρχουνται είναι κακής ποιότητας. [...] Τα σκουλήκια είναι τόσα πολλά που πολλές φορές «κουνιούνται τα τσουβάλια». 8/11/49 - Τόσα σκουλήκια είχε το αλεύρι που τα τσουβάλια έπαιζαν... έλεγε ο φύλακας Λαζαράτος Ανδρόνικος.

25/6/48 Κι ό,τι μείνει, «η μαρμίτα», ξαναμοιράζεται στους ευνοούμενους. [...] Κι ό,τι μείνει δεν το δίνουν στους «μαρμιτατζήδες» [...] Το ρίχνουν στα γουρούνια του αρχιφύλακα Τσολάκη.
25/5/49 Οι μαρμελατζήδες (Σ.Σ. ;;;;;;;), οι μαρμιτατζήδες, οι ιδιαίτεροι, τα τσανάκια [...] παίρνουν πρώτοι με λαδιά τριπλή και γεμάτη καθαρή κουτάλα.

8/2/48 Το αρματαγωγό έφυγε [...] «Το πλοίο της πατρίδας», όπως λένε οι Έλληνες, Γεώργιος Γλάστρας και ο Στράτος Κοζομπολίδης, τα καλά της παιδιά...

6/4/48 Ο Στράτος έγινε κλωβάρχης. Στον Πέμπτο ως τα τώρα ήταν το πειθαρχείο. Και είναι ακόμα. [...] «Στον όρμο της σιωπής», «στον τάφο των ζωντανών», «στον όρμο των μαρτυρίων», όπως ακούγεται ο Πέμπτος όρμος, τώρα βασιλιάς και κύριος είναι ο Στράτος.

30/3/48 [...] από τη βεράντα του σπιτιού του, που δούλεψαν εκατοντάδες κρατούμενοι για να χτιστεί, και που το λένε τώρα «το μαύρο σπίτι», ακούγεται ένας βρυχηθμός θηρίου [...]
17/6/48 Στη χαράδρα του Πρώτου όρμου [...] κοντά στο «μαύρο σπίτι» του Γλάστρα χτίστηκε άλλο πειθαρχείο.

1/6/50 [...] ο Μπουζάκης έστησε την «Ελ Ντάμπα» [...] Ο ήλιος είναι μεσούρανα [...] ο αέρας [...] δεν μπορεί να δροσίσει τη λάβα στο ηλιακό πειθαρχείο [...] σ' ένα συρματοπλεγμένο τετράγωγο ξέσκεπο είναι σωριασμένοι οι τιμωρημένοι [...] τα κεφάλια τους είναι ξυρισμένα, τα ρούχα τους λιγοστά [...] και τα κύπελα του νερού αδειανά [...] Κάθε μέρα [...] δεκάδες κρατούμενοι [...] Τον Γ. Μπούσουλα [...] τον έκαμαν παράλυτο από το ξύλο και τον έκλεισε στην Ελ - Ντάμπα για είκοσι μέρες.

10/3/48 - Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, γ... την Παναγία σας... Έχετε και σεις προγόνους... Βούλγαροι...
26/8/48 Πού θα πας, στους Έλληνες ή στους Βουλγάρους ;

Φορμόζα λέγαμε μια αχτίνα της φυλακής που ήταν μαζεμένοι όλοι οι δηλωσίες [...] από το γνωστό νησί της Κίνας [...] (Μίσσιος)
23/3/50 Τώρα στον Τέταρτο μαζεύουνται εθνικόφρονες κι όσοι χαρακτηρίζουνται «ανανήψαντες». Στη «Φορμόζα», όπως λένε τώρα τον Τέταρτον [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν λήμμα δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης ειμή αυτόν της προσπάθειας καθορισμού της ηλικίας ορισμένων σλανγκικών εκφράσεων, πολλές από τις οποίες όχι μόνο χρησιμοποιούνται ευρύτατα και στις μέρες μας, αλλά δείχνουν να έχουν και λαμπρό μέλλον μπροστά τους καθώς συνεχίζουν ακάθεκτες από στόμα σε στόμα, κηπ γουόκιν ένα πράμα.

Η ηλικία των όποιων σλανγκισμών είναι, κττμγ, ένα στοιχείο που σε γενικές γραμμές (μη δαγκώνετε, το ξαναλέω: σε γενικές γραμμές) απουσιάζει από τα λήμματα του φιλότιμου σάητος. Κατανοώ βεβαίως τις τεράστιες αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει το εγχείρημα. Μιλάμε για προσπάθεια βασισμένη στην προσωπική μνήμη, σε μαρτυρίες παλιότερων, ή σε προσφυγή σε λογοτεχνικές κυρίως πηγές. Δεν μπορώ να γνωρίζω την έκταση της βιβλιοθήκης του καθενός, αλλά η καλή μνήμη, το ευαίσθητο αυτί, η εμμονή στη λεπτομέρεια και (εννοείται) η έντιμη καταγραφή είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Ανατρέχω στο κάτωθι κατονομαζόμενο πόνημα όχι ως βιβλιοκριτικός, αλλά ως δεινοσαυράκι στον ανθό της νιότης του κατά την ύπνε-που-παίρνεις-τα-παιδιά δεκαετία του '80, για να βεβαιώσω ότι, τις περισσότερες τουλάχιστον από τις εκφράσεις που κατέγραψε ο συγγραφέας, τις χρησιμοποιούσαμε όντως ευρύτατα, τουλάχιστον στα Δυτικά Προάστια.

Από την άλλη, μπορεί να παρατηρήσει ο οιοσδήποτε ότι η γονιμότατη και δημοφιλέστατη έκφραση «τα παίρνω στο κρανίο» απουσιάζει παντελώς από το λεξιλόγιο της εποχής, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ακόμα επινοηθεί / εκστομιστεί. Επί τω λόγω της δεινοσαυρικής μου τιμής βεβαιώνω από μνήμης το χριστεπώνυμον πλήρωμα του σλανγκρ ότι, πιθανότατα μέχρι και το τέλος των '80 αυτή η περιγραφή του θυμού δεν είχε ακόμα σκάσει μύτη στην πιάτσα. Θα ήθελα να γνωρίσω τον άνθρωπο που επινόησε αυτήν την σαρωτικής παραστατικότητας έκφραση.

Επί της ουσίας λοιπόν, το λήμμα αποτελεί αναίσχυντη (και σχολιασμένη) παράθεση στοιχείων από το βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη «Τα Ροκ Ημερολόγια», που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1984 και ανάγει την προέλευση / διάδοση των εν λόγω εκφράσεων στα μετά την ίσα-μωρή-Λουκία! Μεταπολίτευση χρόνια. Προς επίρρωσιν, να προσθέσω πως, ούτε από μεγαλύτερους σε ηλικία είχα ακούσει ποτέ αυτές τις εκφράσεις, ούτε έχω εντοπίσει καμιά τους στην προχουντική πχ λογοτεχνία.

Τέλος, να επισημάνω ότι κρατάω πάσα επιφύλαξη σχετικά με την περιοχή και την ευρύτητα του κύκλου ανθρώπων στον οποίο γινόταν χρήση αυτών των κακών λέξεων. Μιλάω για τα Νέα Λιόσια (το νυν Ίλιον καλούμενον), το κέντρο Αθήνας και για 15χρονα του 1980 (και αργότερα βεβαίως, αυτές οι λέξεις δεν έσκασαν μύτη όλες μαζί μια ωραία πρωία...).

[...] οι εκφράσεις αράζω, γουστάρω, την ψάχνω, τη βρίσκω, την κάνω, του την πέφτω, τον πάω, το παίζω, την έχω δει, με τρέχουν, φάση, κουφό κλπ [...] από άτομα περιθωριακά [...] πριν οκτώ χρόνια ήταν η γλώσσα ενός μικρού κύκλου ατόμων, απλώθηκαν σιγά σιγά [...] η γλώσσα των «αλητόβιων ροκάδων» πέρασε σιγά σιγά στους κυριλέδες [...]
(Σ.Σ. τουλάχιστον οι λέξεις «αράζω» και «γουστάρω» είναι πολύ παλιότερες).

[...]το πασίγνωστο να τη βρω, εξελίσσεται στο να τη δω, να την ακούσω (θες να σου δώσω κάτι να την ακούσεις ;).
Το έπαθα πλάκα έγινε σαλτάρισα, τάχω παίξει, μου 'φυγε η ψυχή, έπαθα μουνόπλακα ή μουνίλα, μουνόπαθα, κωλόπαθα.

[...]πέντε τουλάχιστον λέξεις επανέρχονται επίμονα: άτομο, κωλώνω, σωστός, ξενέρωτος και αντιδραστικός. Δε λένε «κάποιος πέρασε», αλλά «πέρασε ένα άτομο» [...] αντί «τον βλέπω», «βλέπω το άτομο» [...] υποδηλώνεται ένας σεβασμός για την προσωπικότητα [...] Όταν δεν κωλώνεις είσαι σωστός [...] είναι αυτός που δεν ξεπουλιέται και δεν ξεφτιλίζεται [...] ξενέρωτος [...] βρίσκεται σε πρόσκαιρη στέρηση [...] μεταφορικά ο άκεφος, άσχετος σε μιά παρέα ή σε μιά κατάσταση [...] συναισθηματικά αμέτοχος [...] Αντιδραστικός [...] έχει πάρει αντίθετη σημασία [...] προοδευτικός, επαναστάτης που αντιδρά [...]
(Σ.Σ. η λέξη «κωλώνω» είναι πολύ παλιότερη. Πρόχειρο παράδειγμα το κείμενο «Σκούρα» του Ιωάννη Κονδυλάκη. Τη λέξη «αντιδραστικός» με αυτή την έννοια ούτε την άκουσα στις παρέες μου, ούτε τη χρησιμοποίησα ποτέ).

[...]Το σκαπουλάρω έγινε την κάνω, την πουλεύω (τον πούλο! = δρόμο!, ενώ πήρα τον πούλο= με ρίξανε).
(Σ.Σ. Εν τούτοις, το ρήμα «πουλεύω» = πεθαίνω καταγράφεται από τον Χρόνη Μίσσιο ως έκφραση του υποκόσμου ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου. Όσο για το παλιό «σκαπουλάρω», θυμάμαι ότι το χρησιμοποιούσαμε αποκλειστικά με την γνωστή έννοια ξεφεύγω, διαφεύγω, την οποία έχει άλλωστε και το ταυτόσημο ιταλικό scapolare. Επικουρικώς, υπήρχε και ο τύπος τη γλύταρα, αντί του ορθού τη γλύτωσα).

[...]Το μπανίζω έγινε κοζάρω. Το με καμία κυβέρνηση έγινε ούτε με σφαίρες κλπ.

[...]Καλοκαίρι του '82: A: «Τι μουσική είναι αυτή ;» Β: «Μουσική τρόμπα, τι θες να 'ναι ;» Γ: «Είναι νιού γουέηβ. Ροκ». Β: «Το νιού γουέηβ δεν είναι ροκ, είναι τρόμπα ροκ!» [...]
(Σ.Σ. δες και διάφορα σχόλια εδώ).

[...] οπότε κάνει αυτός «επειδή μας πρήξατε, θα σας βαβουριάσουμε τώρα!» [...]
[...]To '76 πρωτάκουσα τη λέξη βαβούρα, που σήμαινε θόρυβο, φασαρία [...] υπάρχει ορχήστρα με αυτό το όνομα [...] είναι σήμερα όρος μουσικός [...] «το μεγάφωνο κατεβάζει πολλή βαβούρα» [...] «παλιά άκουγα βαβούρα» κι εννοούν heavy metal.
(Σ.Σ. θα ήταν ενδιαφέρουσα μια καταγραφή της διαδρομής της μεσαιωνικής, μη σλανγκικής λέξης «βαβούρα» από τα χρόνια του Βιτσέντζου Κορνάρου, ή και πιό πριν, μέχρι τη Μεταπολίτευση, από την οποία και μετά η λέξη έχει αποκλειστικά αργκοτική απόχρωση. Ίσως ο φερώνυμος Τζώνυ και το συγκρότημά του; Βδγ, ρήμα στον Ερωτόκριτο: βαβουρίζω. Ρήμα της τελευταίας 30ετίας: βαβουριάζω. Κατ' αναλογία προς το ήδη ρεμπέτικο «μανουριάζω»;).

[...] και κάναν όλοι μαζί ουά, ουά...κάτι σβομπίλοι εκεί πέρα[...]
(Σ.Σ. Την αγνώστου ετύμου, ξεχασμένη πλέον λέξη «σβομπίλος» τη χρησιμοποιούσαμε, τουλάχιστον μέχρι το '80-'81 με την σημασία: χαζός, μαλάκας. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλιαράκι την ανέσυρα από τα πλέον κονισαλέα ερμάρια της μνήμης μου, και ο παντεπόπτης γούγλης απέδωσε απίστευτα αποτελέσματα. Κατόπιν τούτου, τι να πω κι εγώ ο φτωχός ;. Η λέξη πάντως υπήρχε, και μάλιστα η κλητική της ήταν σε -ο: Άντε ρε σβομπίλο!)

[...]Ενδιαφέρον έχουν και οι παρακάτω φράσεις:
στανιάρησα = μαστούρωσα, χόρτασα (Σ.Σ. δεν θα χαρακτήριζα ακριβή την ερμηνεία)
ξενέρωσα = συχάθηκα, βαρέθηκα
είμαι νεκρός = δεν έχω λεφτά (Σ.Σ. χρησιμοποιούσαμε επίσης την έκφραση είμαι τσέτουλα= άφραγκος, η οποία είναι βεβαίως πολύ παλιότερη, όπως μας πληροφορεί ο Πονηρόσκυλος).
είμαι στην πείνα = μου λείπει κάτι για καιρό
κάνω κεφάλι = στανιάρω (Σ.Σ. πάλι κομματάκι φάλτσο)
κολλητά = τώρα αμέσως
τανζανιάρης = άτακτος (Σ.Σ. με προβληματίζει το -ν-, αν δεν πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους. Αποκαλούσαμε ταρζανιά την ριψοκίνδυνη και επιδεικτική συμπεριφορά. Για τους βιρτουόζους επιδειξίες σε μπιλιάρδο, μπάλα κλπ χρησιμοποιούσαμε, λίγο, το προφανούς ετυμό ρήμα ζιγκολάρω και, πολύ λιγότερο, την έκφραση ζογκλερικές ενέργειες).
λινάτσα, λέζος, λινός = κωλόπαιδο, κουφάλα (Σ.Σ. αν θυμάμαι καλά, είχε περισσότερο την έννοια του φλώρου. Τη λέξη «λέζος» την αγνοώ).
ρύζι = κορόιδο (Σ.Σ. αγνοώ την έκφραση)
ποίημα = ψέμα (Σ.Σ. έχει να κάνει περισσότερο με το χαφιεδιλίκι και δη εντός φυλακής, όπως μας διαβεβαιώνει ο Πετρόπουλος).
παραμύθα = ηρωίνη
γαμιστερός = ωραίος.

[...]γι αυτούς που πηγαίνουν στις ντίσκο [...] λέγαμε βουτυρόπαιδο, σοκολατόπαιδο (Σ.Σ. λέξη που εμφανίζεται σε τραγούδι του Σαββόπουλου στο μεταπολιτευτικό «Δέκα χρόνια κομμάτια»). Μετά έγινε καρεκλάς. Μετά έγινε κυρίζι (Σ.Σ. βλέπε σχόλια ΜΧΣ και Χότζα εδώ) , κυριλές, κυριλόβιος, ξενέρωτος, ξενέρι, φλώρος, ντισκάς, ντισκόβιος, γκίραπας ή γκιράπης, τυρί, φλούφλης, και τσινάρι (ειδικά στη Θεσσαλονίκη). Οι ντισκάδες λέγανε τους ροκάδες αλήτες, λεχάρια, φρικιά [...] Η λέξη αυτή (φρικιό) έχει [...] πέντε καταλήξεις: φρικιό, φρικιάρης, φρίκος, φρικάς, φρίκουλος.
[...]με τις καταλήξεις θα δημιουργούσαμε [...] φρικιά, χιπιά, πανκιά, φλώρια, τσόλια, φρικάς, ροκάς, ντισκάς, σοουλάς, μπλιτσάς, χεβυμεταλάς, σκυλάς [...] κλεφτρόνι, πρεζόνι, πουστρόνι, γυφτρόνι, παιχτρόνι. Ενώ κατά το παλιό καφενόβιος: μηχανόβιος, αλητόβιος, κυριλόβιος, λαϊκόβιος, ντισκόβιος, πανκόβιος, στρατόβιος, φυλακόβιος, μπλακσαβατόβιος...
(Σ.Σ. στη λέξη «τυρί» δίναμε την έννοια: πλαδαρός, αγύμναστος φλώρος. Ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το ψωμί, που επίσης χρησιμοποιούσαμε).
........................................................................................................
Αυτά (ουφ!). Τι με κάνατε και θυμήθηκα ρε μπαγάσηδες... και πόσα λίνκια... (δ)ράκος έγινα... Αιτούμαι πενθαήμερος αγροτική άδεια για να μαζέψω τα κομμάτια μου. Όσο θα λείπω, εσείς δείτε εϊτίλα και ογδόνταζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που, απ' όσο ξέρω, δεν χρησιμοποιείται πιά στον καθημερινό λόγο, αλλά βλέπω πως ψιλοεπιβιώνει στο ίντερνετ. Παναπεί : ισχυρό πίσω-μωρή-κουφάλες πλήγμα που καταφέρεται σε αντίπαλο. Στη λογοτεχνία μας αφορά συνήθως κάποια μάχη εκ παρατάξεως. Κανείς κερατάς δεν έχει την ετυμολογία, αν και φέρνει σε ιταλοτέτοιο, το οποίο, παρά τις διάφορες εικασίες μου, δυστυχώς δεν μπόρεσα να εντοπίσω με βεβαιότητα. Δεν ξέρω αν έχεις χέσει με τη (λατινογενή κατά Μπάμπη και Τριαντά) σφαλιάρα.

  1. Αί! νάχαμε τότε τουφέκια οπισθογεμή, τι θα γινότανε ! Αλλά και το σισανεδάκι εδούλεψε περίφημα. Πολλά γιουρούσια κάμανε, αλλά τους δίδαμε σπαλιώρα και γύριζαν πίσω.
    (Ι. Κονδυλάκης «Σκούρα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.)

  2. Εδώ κανονικά θα έμπαινε κάτι από Τσιφόρο, ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη αρκετές φορές. Αλλά με χωρίζουν κάτι χιλιόμετρα από τα βιβλία του και έχω κι άλλες δουλειές ξέρετε...

  3. [...] οι Ελληνες, ησαν ηδη ανεπτυγμενοι στο θεατρο και μπορουσε ο Λυμπερης να δωση μια μικρη σπαλιορα στην δυτικη Ιμια κατα το καμποϋκο αξιωμα «πυροβολα και μετα κανεις ερωτησεις».
    (εδώ)

  4. Τωρα που φαγε τη σπαλιορα απο σενα,θα βρει κανενα αλλο να του πρηζει τα....καταλαβες.
    (αντρειωμένος με ενθουσιώδες κοινό εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή που χρησιμοποιείται επί της κλίνης από γυμνή, υγρή, πρόθυμη και υπομονετική γυναίκα προς εραστή που αντιμετωπίζει προβλήματα με τον υδραυλικό ανυψωτικό μηχανισμό. Πρόκειται για φιλότιμη, ερασιτεχνική προσπάθεια ανίχνευσης / θεραπείας της στυτικής δυσλειτουργίας μέσω συζήτησης, με την ελπίδα ότι «άμα με εμπιστευτεί, χαλαρώσει και βγάλει τα σώψυχά του μπορεί και να του κάνει κούκου». Πριν τη διαπίστωση του προβλήματος έχει συνήθως χρησιμοποιηθεί η αντιθέτου νοήματος φράση «σταμάτα να μιλάς και φίλα με».

- Έλα μωρό μου, άσε το βυζί μου ήσυχο. Δε γίνεται δουλειά έτσι. Σταμάτα να φιλάς και μίλα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eπαγγελματική αργκό εργοδοτών (συνήθως εργολάβων ή τσιφλικάδων), σε χρήση τουλάχιστον τον 19ο/αρχές 20ου αιώνα, και, αν δε σφάλλω, περισσότερο στην Ήπειρο.

Αφορούσε το καθεστώς σιτηρεσίου για τους εργάτες. Σύψωμος λεγόταν ο εργάτης ο οποίος έφερνε στη δουλειά και το φαγητό του ιδίοις εξόδοις, ενώ ταϊστός εκείνος στον οποίον, πέραν της (όποιας) αμοιβής, το αφεντικό παρείχε και τα αντίστοιχα γεύματα.

Εννοείται ότι ο σύψωμος αμειβόταν με περισσότερα μετρητά από τον ταϊστό. Τώρα, τι σόι προκοπή κάνανε κι οι δυο τους, θα σας γελάσω και δεν είναι στον χαρακτήρα μου...

Πηγή: Κάποιο παμπάλαιο τεύχος του περιοδικού «Ιστορία». Δυστυχώς δεν μπόρεσα να το ξαναβρώ για να δω μπας κι είχε καμιά πληροφορία παραπάνω, οπότε θα βολευτείτε με αυτά που παραθέτω από μνήμης και με πάσα επιφύλαξη.

Κυρ-Γιάννη, πώς τους έχεις τους εργάτες, σύψωμους ή ταϊστούς ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιατάκι στο οποίο κατέθεταν οι μερακλήδες τον οβολό τους υπέρ αναξιοπαθούντων μπουζουξήδων που αναγκάζονταν να βγουν με το ζητιανόξυλο στη γύρα από κουτουκίου εις κουτούκιον για τον επιούσιο.

Ετυμολογικώς, ο λημματογράφος εικάζει ότι η εδώ έννοια της λέξης συνδέεται με το σφουγγάρι που το βουτάς στον κουβά, κι όσο νερό κρατήσει.

Ιστορικώς, η σφουγγάρα στην Ελλάδα γνώρισε δόξες στην τριακονταετία 1930-1960, αν και αυτού του είδους η εύσχημη επαιτεία (βλ. παράδειγμα Νο 2 ) ουδέποτε (ευτυχώς) εξέλιπε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Αν και οι πλανόδιοι μουσικοί κάποτε κοσμούσαν με την Τέχνη τους βασιλικές αυλές, οι ρεμπέτες στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είχαν μάλλον διαταραγμένες σχέσεις με την εξουσία (βλ. παράδειγμα Νο 1).

Στις μέρες μας, το πάλαι ποτέ πιατάκι έχει αντικατασταθεί από κάποια μπανάνα, ταγάρι, κασκέτο, ή, στην περίπτωση των στατικών και όχι περιφερόμενων μουσικών (βλ. παράδειγμα Νο 4), από την ανοιχτή επί του εδάφους θήκη του οργάνου τους.

Το λήμμα είναι αφιερωμένο σε όλους τους μουσικούς του σάιτ.

  1. [...] Για να ζήσω γύρισα και με το πιατάκι από ταβερνάκι σε ταβερνάκι. Δεν είναι ντροπή. Αλλού μ' αφήνανε αλλού με διώχνανε. Μέχρι που με πιάσανε επί αλητεία. Τ' ακούς ; Με πιάσανε επί αλητεία. Ρε πού καταντήσαμε.

(Γιώργος Μουφλουζέλης, από τη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, εκδ. Πλέθρον).

  1. [...] ο Μαρινάκης, παρέα με τον Ποτοσίδη [...] στις άσχημες στιγμές γυρίσανε με το πιατάκι (το σφουγγάρι όπως το λέγαμε) από κουτούκι σε κουτούκι [...] Όποιος από τους παλιούς έχει πει πως δεν το έκανε αυτό, λέει ψέματα [...] Το έκανα κι εγώ [...] «εύσχημη επαιτεία» [...] το όργανο τότε το λέγαμε ζητιανόξυλο [...]

(Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, ομοίως).

  1. [...] βγήκα πολλές φορές στο «σφουγγάρι» [...] από ταβέρνα σε ταβέρνα, παίζαμε και τραγουδάγαμε κι ύστερα βγάζαμε πιατάκι, το λεγόμενο σφουγγάρι [...] Ο Μάρκος, ο Γενίτσαρης, ο Κηρομύτης, ο Μπαγιαντέρας, ο Ρούκουνας, ο Χατζηχρήστος [...]

(Μαρίνος Γαβριήλ ή Μαρινάκης, ομοίως).

  1. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι είναι η σφουγγάρα ; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του.

(Στέλιος Βαμβακάρης, εδώ).

  1. Γυρολόγος μπουζουξής με σφουγγάρα εκεί.

  2. [...] Τρεις άνθρωποι ξεχωρίζω. Ο συγχωρεμένος ο Απόστολος ο Χατζηχρήστος [...], το ίδιο κι ο Παπαϊωάννου [...] λέγανε στους μαγαζάτορες :
    - Όταν έρχεται αυτό το παιδί να βγάζει σφουγγάρα, δεν θα το διώχνετε.
    Το ίδιο κι ο Στράτος [...]
    (παραπέρα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτομή της κρητικής γαστριμαργικής φιλοξενίας. Η φράση σημαίνει προφ "θα φάμε αυτά που βρίσκονται πρόχειρα" (αυτή η προχειρότης θα μας φάει), "θα βολευτούμε εκ των ενόντων". Τα οποία ενόντα, τουλάχιστον στην Κρήτη είναι πολυάριθμα όντα. Και με πολλές γνωριμίες. Μιλιούνια, στίφη, ορδές λέμε. Αλλιώς δεν εξηγείται που θυμάμαι από τα παιδικάτα μου κάτι ντάλα καλοκαιρινά συγγενικά τσιμπούσια στα ενδότερα του νομού Χανίων με κάτι βρισκούμενα πιλάφια και σαλάτες και πατάτες και όρνιθες και ψητά κουνέλια και τυριά και τηγανίτες ΓΙΑ ΠΡΩΙΝΟ ρε πστ.

Κι είναι και παρεξηγιάρηδες οι σύντεκνοι πανάθεμά τους. Άμα δεν πρηζόσουνα σα βόιδι σε κάθε τέτοιο (διαδοχικό) τραπέζωμα, το έφεραν βαρέως και προσβληνόσαντε, ότι και καλά προτίμησες τους προηγούμενους κι αυτούς τους έχεις στο κλάσιμο...

Ασσίστ: Ο Βάνιας που μου άνοιξε την όρεξη.

...στου Ολύμπου την αυλή, στους μουσαφιραίους φιλεύουμε τα βρισκούμενα και Θεσσαλία

Τραγουδώντας "ήρθε ο καιρός να φύγουμε..." επιβιβαζόμαστε στα αυτοκίνητα για το γυρισμό, αφήνοντας πίσω μας ένα κομμάτι της ψυχής μας προσφορά στην αυθεντική φιλοξενία του αγίου, που μας φίλεψε το βρισκούμενο... και Ρούμελη

Έχουμε συνηθίσει στις συναντήσεις εργασίας να βρίσκονται στο τραπέζι της συζήτησης καφεδάκια, πορτοκαλάδες και βουτήματα. Όταν, όμως, η συνάντηση εργασίας γίνεται στο Δήμο Μυλοποτάμου, αυτομάτως τα βρισκούμενα... αναβαθμίζονται! και Κρήτη

Φαγητό-επινόηση μάλλον και τούτο , για να χρησιμοποιηθούν τα βρισκούμενα, η παραγωγή του κηπάκου που διατηρούσε κάθε οικογένεια στο παρελθόν. ξεκοιλιαζόμαστε

Φτιάξαμε ένα μενού με βάσεις στην διατροφή των παλιών, "λίγο απ' όλα" και τα "βρισκούμενα". με συνέπεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανούς ετυμολογίας λαϊκό λογοπαίγνιο στα χρόνια της (τότε στρατιωτικής) γερμανικής κατοχής 1941-1944, με το οποίο περιγράφονταν απαξιωτικά οι ταγματασφαλίτες, δλδ οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Επρόκειτο για ένοπλα σώματα δωσιλόγων που συγκροτήθηκαν το 1943 από τον δοτό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη (πατέρα κατοπινού πρωθυπουργού), και που έφεραν την επίσημη ονομασία Τάγματα Ευζώνων. Από το επώνυμο του ιδρυτή τους, τα μέλη των Τ.Α. ονομάστηκαν και Ράλληδες.

Οι εξοπλισμένοι από τους Γερμανούς ταγματαλήτες φορούσαν ευζωνική στολή, και ωσεκτουτού ονομάστηκαν από τον λαό γερμανοντυμένοι ή γερμανοτσολιάδες (ένας ενδιαφέρων συνειρμός είναι ότι η λέξη τσολιάς προέρχεται από το τσόλι = κουρέλι / χυδαίο άτομο χαμηλού επιπέδου, το οποίο στα γερμανικά μεταφράζεται lumpen). Σήμερα η λέξη επιζεί ως β' συνθετικό στον όρο αμερικανοτσολιάς. Βλ. το νέτι, καθώς και τα Άπαντα Δημητρίου Πανούση, αοιδού/διασκεδαστού.

Η Λαϊκή Μούσα περιποιήθηκε δεόντως αυτά τα λουλούδια, τα οποία προέβαιναν σε παντοειδείς ωμότητες κατά του λαού και των αγωνιστών της Αντίστασης και τα οποία είχαν δώσει όρκο υπακοής (jawohl) στον Γερμανό Καγκελάριο και τους επιτελείς του:

Εν-δυό, εν-δυό, φουστανέλα, τσαρούχ' φούντα, φέσ'
εφτούνα τα ρούχα με καίνε, κι αδίκως μου τα 'χουν φορέσ'
Άϊν-τσβάι, άϊν-τσβάι, τσολιά να με λεν δε μ' αρέσ'
εγώ Γερμανός είμαι τώρα, καμάρ' των ταγμάτων Ες-Ες.
Εγώ ειμ' εγώ, και δεν αργώ
Ρωμιούς να σφάξω μάνι-μάνι
με λεν λεφούσ', και στο γιουρούσ'
τρεις τραυματίες έχω ξεκάνει.

Εννοείται ότι υπήρχε έντονη ώσμωση μεταξύ των ταγματαλητών και των μελών άλλων δωσιλογικών οργανώσεων όπως η «Χ» (καμαρώστε τους) ή οι μπουραντάδες (στελέχη του Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας Πόλεων, από το επώνυμο του διοικητή τους).

Οι -πάμπολλοι- ταγματαλήτες που δεν πέρασαν από λαϊκή/αντάρτικη αξιολόγηση μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αξιοποιήθηκαν καταλλήλως από τους ενσκήψαντες Άγγλους, ενώ πολλοί εξ αυτών έκαναν καριέρα είτε στον τότε αναπτυσσόμενο τομέα του τουρισμού εξυπηρετώντας παραθεριστές σε θέρετρα του Αιγαίου , είτε στον επανασυσταθέντα Ελληνικό Στρατό (πρόχειρο παράδειγμα ο τρισμέγιστος αστήρ της Εθνοσωτηρίου, Γεώργιος Παπαδόπουλος και άλλα κατοικίδια-φύλακες).

Μετά την συνταξιοδότηση των τελευταίων, πολλοί απόγονοι επιφανών ταγματαλητών σταδιοδρόμησαν επαγγελματικώς με μεγάλη επιτυχία.

Ο όρος «ταγματασφαλίτης» γνώρισε μέρες δόξας στα φοιτητικά αμφιθέατρα του '70-'80, χαρακτηρίζοντας, για μυστηριώδεις λόγους,μέλη συγκεκριμένης πολιτικής παράταξης, η οποία εν τούτοις, όταν οι αυθεντικοί ταγματαλήτες μετείχαν στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Το αρχαιοπρεπές έτυμο «αλήτης» (αρχική σημασία: περιπλανώμενος) χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει κρατικούς υπαλλήλους που περιφέρονται ασκόπως σε διαδηλώσεις είτε με φόρμα εργασίας, είτε με πολιτική περιβολή. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, μεγάλο ποσοστό των εν λόγω υπαλλήλων φέρεται να διατηρεί στενές σχέσεις με ονειροπόλους νοσταλγούς της δράσης των λημματογραφούμενων ευζώνων. Πιθανότατα πρόκειται για παντελώς αδικαιολόγητη, αήθη και συκοφαντική επίθεση.

Αυτά λεξικογραφικώς, ήτοι συνοπτικώς και με απόλυτη ψυχραιμία.

Πάσα του Khan (ΔΠ) μετά από σέντρα του Vrastaman.

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης και στα όρη κατοικώ
και για την ελευτεριά μας και τον θάνατο αψηφώ

Το ντουφέκι μου στον ώμο, το σπαθί μου στο πλευρό
απ' τα όρη κατεβαίνω, τους φασίστες κυνηγώ

Δεν φοβάμαι την κρεμάλα, δεν φοβάμαι το σκοινί
και στο πέρασμά μου τρέμουν Ράλληδες και Γερμανοί

Ράλληδες ταγματαλήτες, μπουραντάδες, Γερμανοί ( ή «και της Χ»)
τα κεφάλια σας θα πέσουν απ' τ' αντάρτικο σπαθί.

Μάνα μου γλυκιά μου Ελλάδα ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
θα σ' ανάψει τη λαμπάδα της τιμής, της λευτεριάς.

«Κνίτες, αλήτες, ταγματασφαλίτες». Καταγεγραμμένο στο πόνημα του Φιλ. Φ. Φιλίππου «Οι Κνίτες», εκδ. Πυξίδα, 1983.

«Αλήτες είναι τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες». Από τους δρόμους της Αθήνας.

[...]στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», αναφερόμενος στον τρόπο που σκεφτόταν να επιβάλλει την κυριαρχία του στις κατεχόμενες χώρες, γράφει: «[...]ο νικητής, αν είναι έξυπνος, θα εμπιστευτεί σε πρόσωπα της εθνικότητας του ηττημένου λαού, που δεν έχουν ούτε χαρακτήρα, ούτε τιμή, τον ρόλο του δεσμοφύλακα, διότι γνωρίζει οτι τα πρόσωπα αυτά θα τον βοηθήσουν στο έργο της ολοκληρωτικής υποδούλωσης των συμπατριωτών τους κατά ένα τρόπο πολύ σκληρότερο και πιό ανοικτίρμονα, από εκείνον που θα μεταχειρίζονταν ένα οποιοδήποτε ξένο κτήνος [...]»

(Ν. Καρκάνη «Οι δοσίλογοι της Κατοχής», εκδ. Σύγχρονη Εποχή)

Η φράση που ακολουθεί μάλλον δεν έχει θέση σε ένα επιστημονικό σύγγραμμα όπως το σλανγκρ, εφόσον δεν υποστηρίζεται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Την απηύθυνε, με αυτάρεσκο ύφος, δημόσιος υπάλληλος σε συναδέλφους του, εν ώρα υπηρεσίας στο κέντρο της Αθήνας, και την μετέφερε στον λημματογράφο αυτήκοος μάρτυρας της απολύτου εμπιστοσύνης του. Η φράση καταγράφεται για το γαμώτο και για να επισημανθεί η ιστορική συνέχεια κάποιων καταστάσεων.

«Χα-χα, είμαστε Βέρμαχτ ρε μαλάκες !».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον μπαρμπα-Λουντέμη, πρόκειται για τουρκισμό αηδή και ανεπίτρεπτο, για χαμιτισμό και ατατουρκισμό του αισχίστου είδους και άλλα τέτοια τερπνά.

Με μια ψυχραιμότερη ματιά, πρόκειται για ένα παράγωγο της πολυσήμαντης τουρκικής λέξης taraf. Στο λεξικό μετράω 7 σημασίες όπως πλευρά / μεριά / όψη κλπ. Κυριολεκτικά tarafιndan σημαίνει «εκ μέρους του», «από την πλευρά του».

Με τον ερχομό της κατά δω η λέξη αποκτά τη νέα σημασία της γεωγραφικής προέλευσης / καταγωγής, και απ' όσα βλέπω, μόνο αυτή. Ωςεκτουτού, στα ελληνικά συντάσσεται με τοπωνύμιο το οποίο προηγείται της λέξης και αποδίδεται ως «από....μεριά».

Μάλλον ρετρό υποκοσμιακή σλανγκ θα τη χαρακτήριζα, αν και πριν 15-20 χρόνια είχα ακούσει στη ροή του λόγου μη τουρκόφωνης και μη τουρκομαθούς καλλιεργημένης σαλονικιάς φίλης τη φράση «Ισταμπούλ ταραφιντάν» ως δηλωτική σχέσης με / προέλευσης από την Πόλη. Δεν ξέρω αν είναι σε όποια χρήση στη Σαλονίκη πχ. Ας μιλήσουν οι βόρειοι.

  1. - Εσείς καλέ, είστε από πού;
    - Κρήτη ταραφουντάν κούκλα μου [...]
    επαέ

  2. AΞΙΩΜΑΤΑ...ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΕΣ...ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ...ΜΑΣΤΕΡ ΠΛΑΝ... ΚΑΦΕΝΕ...ΤΑΡΑΦΙΝΤΑΝ! εκεί

  3. Mπουρντά λύνονται οι απορίες εγκλεζακίου σχετικά με τη χρήση του tarafιndan στην καθομιλουμένη τουρκική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η οποία ήταν σε χρήση από νεαρούς τουλάχιστον στο κέντρο της Αθήνας γύρω στο 1980. Πρόκειται για τη γνωστή πρακτική της εισπνοής αναθυμιάσεων βενζίνης, οι οποίες :

α) Προσφέρουν στον χρήστη μια αισχρή κατά τα φαινόμενα μαστούρα.
β) Του εξασφαλίζουν ένα φρικτό πονοκέφαλο άφτερ.
γ) Του ξεροτηγανίζουν τον εγκέφαλο, εξισώνοντάς τον διανοητικώς με οπαδό του δικομματισμού (στην καλύτερη των περιπτώσεων).

....παίρνεις ένα φουλάρι, το βουτάς στη βενζίνη, το κολλάς στη μύτη κι αρχίζεις να παίρνεις βαθιές ανάσες....έχω κάνει τρεις τζούνες κι έχω πέσει ξερός, οπότε ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν οι γκόμενες ρε μαλάκα.....

(περιγραφή του 15χρονου χρήστη Γ.Τ. στον λημματογράφο, εν έτει 1980).

Δεν είναι κακή ταινία. (από Mr. Cadmus, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published