Selected tags

Further tags

Δυο παρόμοιες λέξεις, που χρησιμοποιούνται κυρίως με δύο συναφείς σημασίες:

  1. Ο αποχαυνωμένος, ο απαθής, που δεν έχει όρεξη να συμμετάσχει στα γεγονότα, αλλά τα παρακολουθεί από την τιβί, καθισμένος στον καναπέ του. Έχει κυρίως πολιτική σημασία, δηλαδή πρόκειται για τον μικροαστούλη, που δεν εξεγείρεται με καμία Παναγία. Ακόμα κι αν θίγονται τα ίδια του τα ζωτικά συμφέροντα, πολύ απλά δεν έχει μάθει να αντιδρά. Μπορεί να είναι και καβατζόπουστας, μπορεί να είναι και βολεψάκιας, αλλά μπορεί απλά η πολιτική δράση να είναι εκτός των δυνατοτήτων-δεξιοτήτων που έχει οικειωθεί.

Επίσης, χρησιμοποιείται για αυτόν που δεν αθλείται, αλλά ζει υπερβολικά καθιστική ζωή. Για τον φίλαθλο που δεν πάει στο γήπεδο. Και για αυτόν που δεν κινητοποιείται για να βοηθήσει συνάνθρωπο, που δεν κουνάει το μικρό του δαχτυλάκι για οποιοδήποτε λόγο. Πρόκειται για έναν σταρχιδιστή φιλόσοφο, που ακολουθεί την ρήση του καναπαρμενίδου «ταὐτὸν ἐστὶ καναπεδονοεῖν καὶ καναπεδεῖναι» και διακρατεί μια σκέψη απάθειας ταυτιζόμενη με την απόλυτη και αδιάρρηκτη συμπάγεια της ένωσης του σώματός του με την απόλυτη ακινησία του καναπέως.

  1. Στην αθλοσλάνγκ, είναι ο οπαδός ομάδας που έχει αποκλειστεί, οπότε ακόμη κι αν δεν είναι καναπεδάκιας με την πρώτη σημασία, γίνεται ακουσίως τοιούτος, αφού δεν μπορεί να πάει στο γήπεδο μετά τον αποκλεισμό, και παρακολουθεί την υπόλοιπη διοργάνωση επί του καναπέος. Τσούζει, ιδίως, αν μια προαιώνια αντίπαλη ομάδα, λέγε με Ολυμπιακό-Παναθηναϊκό συνεχίζει στην διοργάνωση. Εξ ου και χρησιμοποιείται για να λοιδορήσει ακριβώς οπαδό αντίπαλης αποκλεισμένης ομάδας. Το κρίσιμο και εδώ είναι το πακέτο καναπές-τηλεόραση.

Ενδιαφέρουσα η (ορθώς) πορτοκαλί ετυμολογική ανάλυση εδώ: < καναπές < γαλλικό canapé < μεσαιωνικό γαλλικό conopé < λατινικό conopeum, conopium < αρχαίο ελληνικό κωνωπεῖον. Όπου κωνωπεῖον ήταν κάτι σαν κουνουπιέρα, ένα ύφασμα που εμπόδιζε τα κουνούπια, με το οποίο σκέπαζαν το ανάκλιντρο (αυτό το πέρασμα της σημασίας από το επικαλύπτον ύφασμα στο καλυπτόμενο έπιπλο μου θυμίζει και τον επιτάφιο).

Τέλος, μια μικρή παρατήρηση: η λέξη καναπεδάτος δηλώνει περισσότερο μια προσωρινή ιδιότητα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατηγορηματικός προσδιορισμός ή επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου, σε φράσεις όπως λ.χ. «καναπεδάτος θα δει το Φάιναλ Φορ ο οπαδός της τάδε ομάδας», ενώ το καναπεδάκιας μια μόνιμη ιδιότητα και μπορεί να χρησιμεύσει περισσότερο ως επιθετικός προσδιορισμός ή κατηγορούμενο, λ.χ. «τελικά, είσαι μεγάλος καναπεδάκιας». Βεβαίως, τα δύο αλληλεπικαλύπτονται, οπότε η σημασιολογική διαφορά είναι πολύ μικρή.

  1. α. Νεοέλληνας ο καναπεδάτος, ο βολεμένος και τακτοποιημένος δεν πρόκειται να χαλάσει τη «ζαχαρένια» του για 400 ή 500 ψωρο-ευρώ το μήνα. Έχει εξασφαλίσει πολλά περισσότερα, καιρό πριν, από τότε που ξέφυγε από τα δίχτυα της ιδιώτευσης και αρπάχτηκε στο κρουαζιερόπλοιο του δημοσίου
    «Το θέμα είναι να τρουπώσεις. Τρούπωσες; Τότε όλα είναι καλά και δε σε νοιάζει τίποτε»...
    Ποιοι είμαστε τελικά οι νεοέλληνες; Η Ελληνική κοινωνία, στην πλειοψηφία της, μερικές δεκαετίες τώρα (ο κάθε ένας με τον τρόπο του), έζησε μέσα σε ένα όνειρο καλοπέρασης, σπατάλης, ωχαδελφισμού, ατομικισμού και πολιτιστικής αποχαύνωσης. (Εδώ).

β. Καναπεδάτος και δεύτερος!
Τα παραμύθια και η προπαγάνδα πάνε περίπατο, αφού παντού - δεν υπάρχει πλέον κάτι άλλο - οι πράσινοι από τους καναπέδες τους βλέπουν την πλάτη του Θρύλου. (Εδώ).

γ. Καναπεδάτος Γολγοθάς. Εδώ).

  1. Ο καναπεδάκιας Έλληνας. Ο καλοπερασάκιας Έλληνας λούφαξε. Ναααα, του πάει. Από τον καναπέ κάνει αντίσταση και απεργεί. Σήμερα, πόσοι δεν πήγαν στη δουλειά τους εξ αιτίας της απεργίας; Κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι. Τι έκαναν όλοι αυτοί; Έβλεπαν τηλεόραση στη ζεστασιά του σπιτιού τους!
    Αυτό το είδε η Μέρκελ, ο Τόμσεν, το Δ.Ν.Τ. και ολόκληρη η Ευρώπη.
    Κότες, οι Έλληνες, θα είπαν σίγουρα. Γι’ αυτό, ας βγάλουμε τώρα το κωλοδάχτυλο και ας τους χώσουμε το αγγούρι.
    Βοήθειά μας..............« (Εδώ).

β. ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΚΑΤΕΒΕΙ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΩΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΑΠΕΔΆΚΙΑΣ. (Εδώ).

γ. Σε αυτό το παιχνίδι και ο κάθε ξεχασμένος ΠΑΟΚτσής και ο κάθε καναπεδάκιας θα πάρει το εγγόνι του να κατέβει τι με λες τώρα! (70.000 ΠΑΟΚΤΣΗΔΕΣ στο ΟΑΚΑ).

(από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ αργός. Παρότι θεωρητικώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί οπουδήποτε, η χρήση του προς το παρόν είναι αυστηρώς ποδοσφαιρική.

Η αργοκαρούτα -σπανιότερα και ο αργοκαρούτας- προκαλεί τη μήνιν εξαιτίας της έλλειψης οποιουδήποτε ίχνους έντασης και ταχύτητας στο παιχνίδι του. Συνήθως πρόκειται για παίχτες κέντρου με υψηλή τεχνική κατάρτιση ή εγκεφαλικό παιχνίδι που προσπαθούν μέσω αυτών να αναπληρώσουν την αδυναμία ή την απροθυμία τους να τρέξουν. Είναι άνω του μέσου όρου ύψους και το θέαμα του μεγάλου, συρτού διασκελισμού τους, μεγιστοποιεί αισθητικά το έλλειμμά τους. Σήμα κατατεθέν του αργοκαρούτα είναι οι συνεχείς οδηγίες προς τους συμπαίκτες του για το πού πρέπει να κινηθούν. Αυτό γίνεται με το στόμα ή με το χέρι σε στάση που ομοιάζει με στρατηγό, εξού και η αργοκαρούτα πολλάκις αποκαλείται επαινετικά προπονητής στο γήπεδο.

  1. - Δεν το περίμενα ρε φίλε. Μα 5 γκολ σ' ένα ημίχρονο.
    - Πού πας ρε μεγάλε με τις αργοκαρούτες; Δε βλέπεις ότι οι άλλοι είναι φυσέκια; Σκόνη σε κάνανε.

  2. - Αυτός ο Τσάρτας, τρομερή τεχνική. Με διαβήτη την έστελνε την μπάλα.
    - Αν δεν ήταν τόσο αργοκαρούτα θα 'παιζε στη Ρεάλ Μαδρίτης ο Μπίλυς.
    - Ναι, περιπατητής. Βασικά ακόμα κι όταν μιλάει, αγκομαχώντας το πάει. Θέλει 10 λεπτά να παραγγείλει καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση των λέξεων μπακ (=οπισθοφύλακας, αμυντικός) και τέρμα (συντομ. για τερματοφύλακα). Χαρακτηρίζει τον τερματοφύλακα που βγαίνει μακριά απ' την εστία του, εκτός περιοχής, και σε θέση όπου συνήθως κινείται ο κεντρικός αμυντικός.

Το μπακότερμα, είτε επεμβαίνει για να αποσοβήσει κίνδυνο στην «πλάτη» της άμυνας, είτε ανεβαίνει ψηλά για να προωθήσει το επιθετικό παιχνίδι, έρχεται σε επαφή με την μπάλα αποκλειστικά με τα πόδια ή το κεφάλι και ποτέ με τα χέρια. Το γεγονός ότι η εστία μένει αφύλακτη, κάνει το μπακότερμα επιλογή υψηλού ρίσκου, ένα πραγματικό ποδοσφαιρικό δίκοπο μαχαίρι. Στις επιτυχημένες επεμβάσεις το μπακότερμα γίνεται ήρωας, εκθέτοντας ταυτόχρονα τους συμπαίχτες του που τον αναγκάζουν να καλύπτει και δικές τους θέσεις. Στις αποτυχημένες γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος, ειδικά όταν το ρίσκο μοιάζει εντελώς αχρείαστο. Στην πιο ακραία του μορφή, το μπακότερμα δεν θα αρκεστεί σε έναν προωθημένο αμυντικό ρόλο, αλλά θα ανέβει με την μπάλα ψηλά επιχειρώντας ακόμη και ντρίπλες απέναντι στον αντίπαλο επιθετικό. Οι τερματοφύλακες που επιλέγουν αυτό το στυλ παιχνιδιού έχουν χειρισμό της μπάλας άνω του μέσου όρου για τη θέση τους, και συνήθως πρόκειται για παλαιούς επιθετικούς που το γύρισαν στο τέρμα.

Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τερματοφυλάκων-μπακοτερμάτων είναι οι Ρενέ Χιγκίτα, Φαμπιάν Μπαρτέζ, Χοσέ Λουίς Τσιλαβέρτ από το εξωτερικό και Ηλίας Ατματσίδης (aka ο τερματοφύλακας-λίμπερο), Aντώνης Νικοπολίδης, Κυριάκος Τοχούρογλου στην Ελλάδα. Βεβαίως όλοι οι τερματοφύλακες έχουν κατά καιρούς βρεθεί σε θέση μπακότερμα.

Στο σχολικό ποδόσφαιρο το μπακότερμα δεν αφορά μεμονωμένες επεμβάσεις, αλλά πρόκειται για μόνιμη θέση καθόλη τη διάρκεια του αγώνα, είτε γιατί μια εκ των δυο ομάδων αγωνίζεται με παίχτη λιγότερο, είτε γιατί και οι δυο ομάδες αγωνίζονται με λιγότερους παίχτες από όσους απαιτούνται για να καλύψουν το χώρο και να κάνουν παιχνίδι αξιοπρεπώς.

Εναλλακτικά το μπακότερμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην κοινωνική ζωή για να χαρακτηρίσει συμπεριφορά. Επαινετικά για άτομα με θετική πληθωρική δράση, ειρωνικά για όσους επιχειρώντας να προβληθούν μπλέκονται σε ξένα χωράφια ή αναλαμβάνουν πολλά καθήκοντα ταυτοχρόνως όντας ανεπαρκείς σε όλα, καταλήγοντας να δημιουργούν προβλήματα και εκνευρισμό στους υπόλοιπους.

  1. - Αυτός ο αργοκαρούτας ο λίμπερο ούτε μια μπαλιά δεν κατάφερε να κόψει.
    - Ευτυχώς έβγαινε μπακότερμα ο γάτος και την έδιωχνε πριν χωθεί ο επιθετικός.

  2. - Πού είναι η μάνα σου;
    - Έχει βγει για ουζά.
    - Μπράβο η κυρά Μαρία.
    - Ε, δουλεύει σα σκυλί όλη βδομάδα, μετά μας μαγειρεύει, μας πλένει, μας συγυρίζει, έχει και τον πατέρα μου να τα θέλει όλα στο πιάτο. Το αξίζει.
    - Μπακότερμα η κυρά Μαρία δηλαδή.

  3. - Τί μαλάκας είν' αυτός ρε.
    - Την έχει δει μπακότερμα ο δικός σου. Χώνει τη μύτη του παντού. Χτες δεν άντεξα και του 'πα ρε Σπύρο, δεν είναι δουλειά σου αυτό, γιατί μπλέκεσαι και τα κάνεις και χειρότερα;
    - Και τί σου πε;
    - Τί να πει μωρέ ο απάλευτος. Έφυγε και καλά εκνευρισμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «κλατσάρω» χρησιμοποιείται στο μπάσκετ όταν κάποιος είναι πολύ τυχερός και καταφέρνει να βάζει συνεχώς και με κάθε σουτ καλάθι.
Προέρχεται από το «κλατς», που σημαίνει ότι το καλάθι μπήκε εύκολα.

Τι βλέπω, κλατσάρεις σήμερα ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «δωματιάκι» συχνά αναφέρεται στον σύνδεσμο φιλάθλων της ΑΕΚ που βρίσκεται στους Αμπελόκηπους, λίγο πιο πέρα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Το συναντάμε σε υποκοριστικό (αντί του ορθότερου «δωμάτιο») λόγω της περιορισμένης χωρητικότητας σε άτομα που μπορεί να φιλοξενήσει (φημολογείται πως είναι 20 τ.μ.).

Οι φίλαθλοι της ΑΕΚ συγκεντρώθηκαν στο δωματιάκι για να πάνε οργανωμένα στο γήπεδο λίγο πριν την έναρξη του αγώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με καρακίτς εμφάνιση που γίνεται αντικείμενο ειρωνικών σχολίων από χιλιόμετρα μακριά (συνώνυμο περίπου του σούργελο).

Στη γηπεδική αργκό, η ομάδα που έχει τα χάλια της, που σέρνεται στο γήπεδο, και αντιστοίχως τσίρκουλα οι παίχτες της εν λόγω ομάδας.

- Τι βλέπω ρε, ο Γιάννης κυκλοφορεί με καινούργια γκόμενα;
- Καλά την έχεις δει πως είναι; Που πάει ρε ο μαλάκας μ' αυτό το τσίρκουλο;

- Τέτοια τσίρκουλα δεν έχω ξαναδεί ρε φίλε! Σου λέω δε μπορούσαν ν' αλλάξουν μια μπαλιά στα δύο μέτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτογκόλ. Η – με άλλα λόγια – επιτομή της χαζομάρας και της ανικανότητας ή/και του υπερβάλλοντος ζήλου ή της εμφανούς διαφοράς δυναμικότητας μεταξύ των ομάδων που αναμετρούνται, ή πληθώρας άλλων λόγων στους οποίους καταλήγουν μετά από αχρείαστα (;) διεξοδική ανάλυση οι αθλητικογράφοι.

Σε ό,τι από τα παραπάνω κι αν οφείλεται το εκάστοτε αυτογκόλ, αφήνει πάντα μια ξινίλα στον οπαδό της ομάδας που το σημειώνει-και μια χαιρεκακία στον αντίπαλο. Ο Μόνιτς ξορκίζει για τους μεν την ξινίλα με χιούμορ και προσφέρει στους δε μια λάιτ εναλλακτική για καζούρα, παραπέμποντας εμμέσως στο σκοπό που εξυπηρετεί κάθε ανέκδοτο.

Το λήμμα προέρχεται από ανέκδοτο λοιπόν, και αποτελεί ένα από τα πολλά ακατέργαστα διαμάντια της ποδοσφαιρικής αργκό, καθώς οι ποδοσφαιρόφιλοι πολλά επινοούν, ακόμα περισσότερα αναπαράγουν αβίαστα, ενώ σπάνια είναι σε θέση να παράσχουν επαρκείς επεξηγήσεις για την αργκό τους.

Ο Πανούτσος σε κάποιο άρθρο του υπερασπίστηκε απόλυτα την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός τουλάχιστο φόρουμ – του χώρου του ποδοσφαίρου εν προκειμένω-όπου να μπορεί ο καθένας να εκφράζεται χωρίς να πολυσκέφτεται τις καταστροφικές εν δυνάμει συνέπειες της αστόχαστης άποψης που εξέφρασε- γιατί απλούστατα, τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί λέγοντας (ακόμα) μια μαλακία για τα ποδοσφαιρικά.

Να σημειωθεί ότι όταν πρωτοκυκλοφόρησε το ανέκδοτο, η ενωμένη Γιουγκοσλαβία ήταν και φτηνή αγορά και τίγκα ξέχειλη στα ταλέντα, οπότε κάθε ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα είχε κι από έναν «πορτοφολά»- προσωνύμιο που δόθηκε από τον «Φίλαθλο» στους Σέρβους μπαλαδόρους – στους Ρουμάνους δόθηκε το «κλέφτης». Στη δε ΑΕΚ επί Μπάγεβιτς (πρώτη θητεία) μέχρι και οι σεκιουριτάδες του γηπέδου ήταν συμπατριώτες του.
Εξ ου και το εξυπνακίστικο - ψαρωτικό του ανεκδότου κι ο κύριος λόγος που αφομοιώθηκε.

Το ανέκδοτο:
- Πόσο ήρθε;
- Νικήσαμε 2-0...
- Ποιοι τα βάλανε;
- Το ένα ο Μάκης και το άλλο μόν(ο)ι τ(ου)ς
- Πήραμε Σέρβο;

Το παράδειγμα απ’ τη ζωή βγαλμένο:
«Ο Σόλι προσπάθησε να γυρίσει την μπάλα για τη Ρόζεμποργκ, που κόντραρε στον Κωστούλα και πήρε ύψος, ο Νικοπολίδης βγήκε να τη μαζέψει και για αυτό ο Ανατολάκης έσκυψε, όμως η μπάλα πέρασε πάνω από τον τερματοφύλακα του Ολυμπιακού, ο οποίος στη συνέχεια την κυνήγησε και πάνω στη γραμμή προσπάθησε να τη διώξει.Αυτή βρήκε στον Μαυρογενίδη και κατέληξε στα δίχτυα. Παιδαριώδες λάθος της άμυνας..»

- Το μαλάκα το Μόνιτς...
- Τι έκανε το νούμερο..Σκόρδο-κρομμύδι ρεεεεεεειιι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίτεχνο ανάποδο σουτ σε αγώνα ποδοσφαίρου.

Η κίνηση έχει ως εξής: ενώ ο παίχτης βρίσκετε με την πλάτη στο τέρμα και, συνήθως, εντός της μεγάλης περιοχής, δέχεται μια πάσα που υπολογίζει ότι θα κατάληξη σε ύψος λίγο πάνω από το κεφάλι του, τότε με ένα σάλτο φέρνει το σώμα του σε παραλληλία με το έδαφος ενώ το αριστερό του πόδι (αν υποθέσουμε ότι ετοιμάζεται να σουτάρει με το δεξί) βρίσκεται ψηλότερα, για να δημιουργήσει αντίβαρο και να πάρει φόρα ώστε την κατάλληλη στιγμή, με δύναμη, να σουτάρει με το δεξί φέρνοντάς το αρκετά ψηλότερα από το αριστερό (και μετά πέφτει κάτω).

Η κίνηση αυτή των ποδιώνε, φέρνει στο μυαλό εικόνα ψαλιδιού που ανοιγοκλείνει, απ' όπου και η ετυμολογία.

Αγγλιστί: bicycle kick (ποδηλατοσούτ)

Εκπληκτικό τέρμα του Παντελή Καπετάνου με ανάποδο «ψαλιδάκι» έδωσε τη νίκη στην Κλουζ στην αναμέτρηση με την Τάργκου Μούρες (1-0) στέλνοντάς την στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα. (εδώ)

Ακριβώς αυτά. (από PUNKELISD, 04/03/12)Ψαλίδια στην τέχνη. Άντε όλο μπάλα. (από Galadriel, 06/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των βαζελίνη και Έλληνας ή Ελλάδα αντιστοίχως.

  1. Ο Έλληνας του οποίου ο μεν τράχηλος «ζυγό δεν υπομένει», ο δε κώλος υπομένει πολλά και διάφορα. Αν και κρατάει μία υψηλή εθνική υπερηφάνια υπόκειται σε πολλούς εξευτελισμούς και διασυρμούς, και ως ομορφάντρας βάζει διάφορες σως για να γλυστράει. Η έκφραση δηλώνει ακραία αυτοκριτική για το πώς εντέλει αποτελούμε χώρα γαμιόμαστε, πλην όχι ασάλιωτα, αλλά μέσω διαφόρων εξωραϊσμών, που λειτουργούν ως βαζελίνη.

Ήδη το 1985 ο Χάρρυ Κλυνν είχε τιτλοφορήσει παράστασή του στο Δελφινάριο «Βαζελληνίδες, Βαζέλληνες» (δες εδώ) τρέποντας το «Ελληνίδες, Έλληνες» του Κωνσταντίνου Καραμανλή θείου, οπότε η έκφραση υπάρχει τουλάχιστον από τότε και πιθανόν από παλιότερα.

  1. Χρησιμοποιείται μειωτικά για τους παίκτες ή οπαδούς του Παναθηναϊκού, τους βάζελους. Ενίοτε με την σημασία ότι η Αθηνέζικη ομάδα φτάνει να εκπροσωπήσει όλη την Ελλάδα, ή κυριαρχεί με πλάγιες μεθόδους στο ελληνικό στερέωμα, ως μη όφειλε. Χρησιμοποιείται κυρίως από Ολυμπιακούς.

  2. Σχετικό και το Βαζελλάδα. Έχει κυρίως αθλητική σημασία ως αντώνυμο του κοκκαλιστάν. Δηλαδή σημαίνει λ.χ. μια Εθνική ομάδα που κυριαρχούν παίκτες του Παναθηναϊκού, ως μη έδει, ή το σύστημα μιας ολόκληρης χώρας που ευνοεί τον Παναθηναϊκό. Μπορεί βεβαίως και να μην αναφέρεται στον Παναθηναϊκό, αλλά να δηλώνει απλώς μια ξευτιλισμένη ξεβρακωμένη Ελλάδα.

Επίσης, υπάρχει και το Βαζελλήν, και καλά μάρκα βαζελίνης made in Greece.

  1. Αυτό είναι αλήθεια! Το δροσερό καλομαίρι και ο ήπεος χειμώνας, (που συνιστούν ένα εύκροτο κλίμα) σε συνδυασμό με τους φαλλόξενους κατοίκους και τη Μεσοργειακή διατροφή (λάδι, λαχανητά, φασ Ολη, ρεΒύθη, σπόρδο κ.α.) αναδεικνύουν τους βαζΕΛΛΗΝΕΣ σε ομ φαλλό του κώ…σμου! (Λεξιπλαστικό όργιο σε σχόλιο στο γουορντπρέσι του Πάνου 1962).

  2. α. oi vazellines maxairwsan paidakia,tin epomeni apla de... vrikan ton dromo gia to gipedo! (Εδώ).

β. Σε τρείς βδομάδες, που θα 'ναι μαζί μας κι ο Τζολε και η ομάδα θα ρολάρει καλύτερα και τότε δεν θα έχουν τύχη οι βαζελληνες ;) (Εδώ).

γ. Εμπρός γενναίοι Βαζέλληνες! (Εδώ).

  1. Eγω (αν μου πεφτει λογος) ελπιζω αυτο το πραμα που θα εκπροσωπει το σιχαμα που λεγεται ελληνικο μπασκετ, να διασυρθει κ να φαει 30αρες. Σκατα στη βαζελλαδα του βασιλακοπουλου. (Εδώ).

Ομφαλός της γης. (από Khan, 20/04/12)(από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν είσαι ποδοσφαιρόφιλος, εναλλακτικά αν έχεις ακούσει τα ανδραγαθήματα του Χρυσόστομου του Ψωμιάδη, ή αν θυμάσαι τις σχετικές μιμήσεις του Μητσικώστα, ή αν απλά έχεις δει τις διαφημίσεις της Wind και σου λέει κάτι το όνομα Τάκης Σπυριδάκης τότε ξέρεις και τι σημαίνει το «αγαπούλα».

Αν δεν έχεις ιδέα, τότε απλά σχημάτισε στο μυαλό σου την εικόνα ενός αρχιμαφιόζου που μιλάει σε όλους τρυφερά λίγο πριν τον καβαλήκουν τα δαιμόνια κι αρχίσει τα νταηλίκια – υποβοηθούμενος πάντα από υποτακτικούς φουσκωτούς. Εικόνα σύμφωνη με αυτήν του κοινωνικά απροσάρμοστου ψυχοπαθή που φτιάχνει μεσ’ το μυαλό του τις κατάλληλες συνθήκες για να κλείσει μεν σπίτια αλλά να μπορεί να κοιμάται ήσυχος το βράδυ με τις μαλακίες που έχει κάνει γιατί, «με είδες πως του μίλαγα.. τα ζήταγε όμως ο κώλος του». Θέλει χοντρή πέτσα και σιδερένιο στομάχι το επάγγελμα και οι μάπες δεν χαρίζονται γιατί για ένα όνομα ζούμε σ αυτήν την κενωνία.

Προφέρεται με αλάνικο τουπέ – σαν να έχεις κεράσια στο στόμα και να προσπαθείς ταυτόχρονα να μιλήσεις. Ταιριάζει σε συνθήκες τ. «πω πω μας τα ζάλισες, αλλά θα κάνω μια τελική προσπάθεια να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να σου δώσω άλλη μια ευκαιρία να μαζευτείς γιατί είμαι larger than life τύπος» αλλά και σε χαβαλέ φάση μεταξύ σερνικών με αυτοπεποίθηση που καταλαβαίνουν ότι η αντρίλα είναι πάνω απ’ όλα ρόλος που πρέπει να υποδυθούν.

  1. Πλάτων: Ρε μαλάκα Γιώργο, να σου πω παντρεύεσαι;
    Γιώργος: Ναι λέμε.
    Πλάτων: Ρε μαλάκα, πας καλά; Γιώργος: Έχω κλείσει ήδη παπά.
    Πλάτων: Ρε μαλάκα σοβαρά;
    Γιώργος: Αγαπούλα, κοφ’ τα «ρε μαλάκα». Είπαμε, παντρεύομαι. Πλάτων: Ρε αγαπούλα είσαι μαλάκας. Δεν παίρνεις από λόγια.

  2. Πλάτων: Πες του δεν έχω κρασί, να φέρει ένα όπως έρχεται.
    Γιώργος: Λέει δεν έχει κρασί, να φέρεις ένα όπως έρχεσαι.
    Δημήτρης: Τι κρασί θέλει;
    Γιώργος: Τι κρασί;
    Πλάτων: Το ίδιο που πήρε και την άλλη φορά.
    Γιώργος: Το ίδιο που πήρες και την άλλη φορά
    Δημήτρης: Νεμέα;
    Γιώργος: Νεμέα;
    Πλάτων: Ε, δε θυμάμαι τώρα
    Γιώργος: Ρε μαλάκες πώς την έχετε δει, αγαπούλα πούλα; Παρ' τον να του τα πεις εσύ. Σταδιάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified