Selected tags

Further tags

Ένας άνθρωπος καθίκι. Χωρίς ιερό και όσιο. Άλλα λέει και άλλα κάνει. Με τον μανδύα του χριστιανού.

Τι είπες για τους πρόσφυγες; Να πάνε από 'κει που ήρθαν; Να πα να γαμηθούν; Α ρε χριστιανοταλιμπάν! Μικρέ Χιτλερ. Μη σε ξαναδώ στα μάτια μου, μίασμα. θρησκευτικά

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης πιο κοφτά κι απότομα: καλό παιδί - καλό Πάσχα.

Έκφραση με την οποία απαξιώνεται ο χαρακτηρισμός "καλό παιδί" όταν χρησιμοποιείται ως εύσχημη υπεκφυγή προκειμένου να μην ειπωθεί ρητά για το "καλό παιδί" ότι δεν έχει εκτός από την καλοσύνη τις άλλες, τις πιο επιθυμητές και ουσιαστικές ποιότητες. Το "καλό παιδί" είναι ίσως η πιο κλάσικ καλία της νεοελληνικής και υπάρχει στο σλανγκ σε δυο καλά λήμματα: καλό παιδί και είναι καλό παιδί. "Καλό παιδί = καλό Πάσχα", δηλαδή, κάτι τόσο τετριμμένο και χωρίς αντίκρισμα και άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε όσο η σχετική ευχή για τη θρησκευτική εορτή (η ευχή "καλό Πάσχα" χρησιμοποιείται γενικά με την έννοια "χαμένη υπόθεση", όπως και τα χαιρετίσματα... και τα λοιπά συνώνυμα που υπάρχουν εκεί).

Τα λαϊφστάλιν περιοδικά και ιντερνέτια δεν παύουν να αναλύουν το γιατί των κοριτσιών δεν τους κάνουν κούκου τα "καλά παιδιά" (ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΚΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ;). Στο σκυλάδικο όχι απλά το καλό αλλά "το καλύτερο παιδί" κλαψομουνιάζει ενάντια στην καλοσυνάτη μοίρα του. Ακόμα και ο Γιάννης από τους Απαράδεκτους απορρίπτει μετά βδελυγμίας και φανατισμού τη νύφη που του προξενεύει η θεία Βιργινία και η οποία έχει μόνο προσόν την "καλή ψυχή". Και κυρίως, οι γονείς αυτής της χώρας τρέμουν στο ενδεχόμενο, όταν ρωτήσουν τη δασκάλα για το πώς τα πάει το παιδί τους στα μαθήματα, αυτή να τους απαντήσει ότι είναι ... καλό παιδί. Σε αυτήν την περίπτωση, ειδικά... καλό παιδί και καλό πάσχα.

Ο Γιώργος; Καλό παιδί και καλό Πάσχα… (για τον Γιωργάκη Παπανδρέου, όπου Γιώργος και Μάλαμα).

Καλό παιδί και καλό Πάσχα: Ο Κώστας Καίσαρης γράφει για τον Παναθηναϊκό ,τη θέση του τεχνικού διευθυντή και τον Τάκη Φύσσα που είναι μεν καλό παιδί, αλλά δεν κάνει για αυτό το ρόλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας με γενειάδα, πλούσια χαίτη και ξερακιανός. Λέγεται συνήθως για νεαρούς αγρότες που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με γενικότερο ατιμέλητο και απλοϊκό ντύσιμο.

Ακούγεται συχνά στην Πελοπόννησο, που ανήκει άλλωστε και η Πηνεία του νομού Ηλείας, όπου τέτοιοι τύποι είναι αρκετά διαδεδομένοι. Πιθανόν να προέρχεται όμως από παραφθορά της φράσης εκ πενίας βασιλεύς, δηλαδή ο φτωχός βασιλιάς που αναφέρεται στις γραφές.

- Είδες το Σπύρο που ήρθε από την Αθήνα να γίνει αγρότης; Μπράβο του...
- Τι «μπράβο του» ρε μαλάκα, που ωραίο παιδί ούτε γκόμενα, έχει αφήσει και κάτι μούσια, σαν τον Χριστό της Πηνείας κατάντησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη μορφή πιες ξίδι: Παρότρυνση - συμβουλή για όποιον έχει πάθει κρίση ξινίλας, αντιπαθούκλας και γενικότερα κακιοσύνης. Συνομοσιολογία παντού κατά του, το σύνδρομο της γρίλιας, αλλά ο υπό παροξυσμόν αγαπητός μας συνομιλητής δεν είναι για τίποτε παραπάνω παρά μόνο για ψαρέλαια.

Το ότι το ξίδι μπορεί να κατευνάσει τα πνεύματα για να επέλθει στανιάρισμα και να έρθει ο τάλας χριστιανός στα ίσα του ήταν κοινός τόπος από την αρχαιότητα. Το ξίδι με το όξινο ph του αλληλεπιδρά με τον αιματοκρίτη ως διάλυμα του οργανισμού με αποτέλεσμα να ρίχνει την πίεση και έτσι να αποσυμφορεί από το άγχος και την ψυχολογική πίεση έξωθεν που εσωτερικεύεται και καθιστά το άτομο ανυπόφορο και για τον εαυτό του αλλά και για τους άτυχους που θα τον συναναστραφούν σε αυτήν την κρίση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το λεμόνι ως υποκατάστατό του με τα ίδια αποτελέσματα.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χριστός, όταν επάνω στον Σταυρό ζήτησε να πιει νερό, του έφεραν ξίδι, για να τον ανακουφίσουν από τον πόνο των καρφιών και το μαρτύριο της δύσπνοιας από την άβολη στάση, για να του πέσει η πίεση, να αισθάνεται λιγότερο και έτσι να υποφέρει λιγότερο στο ξεψύχισμά του. Αυτό συνέβη από μαθητή του ή από κάποιον που είχε ακούσει τις ομιλίες του - στην Ιουδαία ήταν πρώτο όνομα και οι Ρωμαίοι γνώριζαν ειδικά αυτοί που κυκλοφορούσαν και περιπολούσαν τακτικά από τα υπαίθρια μέρη που σύχναζε κι έβγαζε λόγους. Σύμφωνα με θεωρίες (εξωχριστιανικές πηγές και καταγραφές τις εποχής που δεν έγιναν Ευαγγέλια, αλλά και με σύγχρονες προσεγγίσεις τους) αυτό ήταν προσχεδιασμένο. Το ξίδι δόθηκε για να τον αναισθητοποιήσει. Εξαθλιωμένος καθώς ήταν με μια μικρή ποσότητα μπορούσε να λιποθυμήσει. Αργότερα, καθώς ήταν ο πρώτος που φαινόταν πως πέθανε πάνω στο σταυρό, όταν τον αποκαθήλωναν - σε μία εποχή που η διάκριση ανάμεσα στο κώμα και στη βαριά λιποθυμία με το θάνατο ήταν ανύπαρκτη κι όλοι λογίζονταν ως πεθαμένοι, τον έβαλαν κατευθείαν στον τάφο χωρίς να του σπάσουν τα πόδια όπως έκαναν στους εσταυρωμένους των τριών ημερών που αργοπέθαιναν και αποκαθηλώνονταν μισοζώντανοι για να τους ξεκάνουν μια και καλή. Κατόπιν μαθητές του - που ήταν πολλοί, 12 ήταν ο στενός του κύκλος, οι ακόλουθοί του παντού και υπήρχαν και γυναίκες μαθήτριες - τον έβγαλαν και τον άφησαν να συνέλθει, δηλαδή να "αναστηθεί" (ανίσταμαι = ξαναστέκομαι, συνέρχομαι, επανέρχομαι από περίοδο αδυναμίας), με το να ξανάρθει η πίεση στα φυσιολογικά της, βγάζοντάς τον έξω στον καθαρό αέρα.

Κάπως έτσι το ξίδι (οτιδήποτε όξινο) σε ρίχνει όταν ζορίζεσαι και ο κρύος αέρας έξω σε κάνει να δροσίζεσαι όταν με το κατεύνασμα το έχεις παρακάνει και να βρεις τις ισορροπίες σου.

1.- Άι στο διάολο, μωρέ... Αχάριστα γαϊδούρια! Όλα από μένα τα περιμένετε! Εγώ να σας πλένω, εγώ να σας μαγερεύω, να σφουγγαρίζω, να σκουπίζω... Πότε θα σας παρατήσω και θα φύγω... Να πιάσετε σκουλήκους...
- Αν επιάσανέ σε τα διαόλια σου πάλι και τρώγεσαι με τα ρούχα σου, πιες ξίδι!

2.- Και κείνη η πρόστυχη αν δεν κουνηθεί, θα σκάσει. Τί παριστάνεις μωρή; Και τα τούτα σου τα είδαμε και τα κείνα σου. Εντάξει, είσαι θεά, πώς μας μοστράρεσαι όμως έτσι, ρε παιδί μου; Άι σιχτίρ πια με το κάθε ξέκωλο...
- Να'σουν κι εσύ ξεπεταγμένη και με κότσια για τέτοια σείσματα και λυγίσματα. Όχι επειδή είσαι κομπλεξάρα να μειώνεις αυτές που μπορούν να είναι απευλεθερωμένες. Και ξέρεις κάτι; Χεστήκανε για τη γνώμη σου. Κι εγώ επίσης. Σε βαρέθηκα. Μουρμού και άμε πιες ξίδι να στρώσεις.

Υ.Γ.:Η γραφή "ξίδι" που χρησιμοποιείται εδώ αντί της πιο διαδεδομένης "ξύδι" είναι η ορθή ετυμολογικά από το "οξείδιον" ουδέτερο υποκοριστικό του επιθέτου οξύς - οξεία - οξύ, με αποβολή του αρχικού φωνήεντος και απλοποίηση της υποκοριστικής ελληνιστικών κοινών ελληνικών κατάληξη "-ιον" σε "-ι". Η παλαιότερη γραφή ήταν "ξείδι" και με απλούστεση "ξίδι". Η γραφή "ξύδι" παρεμβάλεται λόγω εσφαλμένης ορθογραφικής εντύπωσης με το "οξύς", όπου μπερδεύεται η κατάληξη με την ορθογραφία της ρίζας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησα να γράψω το παρόν λήμμα με την πεποίθηση ότι το καμηλαύκι ήταν η παρεφθαρμένη, λαϊκή, η slang ονομασία του εκκλησιαστικού όρου καλυμαύχι(ον). Ψάχνοντάς το όμως, διαπίστωσα ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: (εδώ)

Το καμηλαύκι (ή καμελαύκι, καμελαύκιν, καμελαύχιν, καμηλαύχι, καμηλαύχιν, καμηλαύχιον, καμηλάχιον) είναι το μαύρο, ψηλό, σκληρό και κυλινδρικό κάλυμμα της κεφαλής των ορθόδοξων ιερέων και μοναχών. Το καμηλαύκι των ιερέων διαθέτει γωνιώδες γείσο, ενώ των μοναχών είναι πιο χαμηλό χωρίς γείσο. Οι ιερείς το φορούν πάντοτε εκτός από την ώρα της θείας λειτουργίας.

Το καμηλαύκι, λόγω του σχήματός του, προέρχεται από το λατινικό camellaucium, το οποίο παράγεται από το camella, που σήμαινε «κούπα του κρασιού». Εξαιτίας της ηχητικής ομοιότητας ανάμεσα στις λέξεις camella και camelus, δηλαδή «καμήλα», προέκυψε παρετυμολογική σύνδεση της λέξης καμηλαύκι με την καμήλα, γι’ αυτό και η γραφή που επικράτησε είναι με −η−. Συχνότερα απαντάται ο τύπος καλυμμαύκι εξαιτίας πάλι παρετυμολογικής σύνδεσης με τις λέξεις κάλυμμα + αυχένας, επειδή το συγκεκριμένο ένδυμα σκεπάζει και τον αυχένα των ιερέων.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη προτείνει την απλούστερη γραφή καμιλαύκι, ενώ το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής τη γραφή καλημαύχι και καμηλαύχι.

Στην Ιεράπετρα της Κρήτης βρίσκεται το χωριό Καλαμαύκα. Πιθανολογείται ότι το χωριό πήρε το όνομά του από το καλυμμαύκι, επειδή ο βράχος στην κορυφή του Κάστελου, που είναι χτισμένο το χωριό, μοιάζει με το καλυμμαύκι του παπά.

Ακούς εκεί ο τραγόπαπας! Ν' απλωσει χέρι στο παιδί! Μόλις τό 'μαθα τού 'δωσα μια και του κατέβασα το καμηλαύκι μέχρι τ'αυτιά.

Στην Κύθνο, όταν θέλουν να βρίσουν έναν παπά του λένε:

Γαμώ το καμηλαύκι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαγικού, του θεϊκού, του ανέφικτου. Χρησιμοποιείται και γι αυτόν που υπόσχεται θαύματα, που μεγαλοποιεί τις δυνατότητές του, τον λαϊκιστή.
Από τα δημοφιλή θαύματα του τζίζας.

εδώ

  1. ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ Ο ΑΛΕΞΗΣ. Δεν του ζητάμε να περπατήσει στο νερό. Εκείνο τ αλλο όμως με το νερο και το κρασί μήπως; ή το αλλο με τους άρτους; (εδώ)

  2. - Βαρουφάκης: Είμαι ο πρώτος βουλευτής της χώρας σε σταυρούς
    - Στην επόμενη συνεντευξη θα μας πει ότι περπατάει στο νερό (εδώ)

  3. Προσεχώς, "ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΗΓΕΤΗΣ περπατάει στο νερό" (εδώ)

  4. Εκδόσου τουί. Και εκδόθηκε. Πα να δω αν περπατάω και στο νερό (εδώ)

  5. και λέει στις γκομενες τύπου περπατάω στο νερο μαλακιες (εδώ)

  6. Μάγος λέει περπάτησε στο νερό.. κλαιν μαιν... εγω όποτε σφουγγαρίζει η δικιά μου περπατάω στον αέρα... (εδώ)

Ο πολίστας που περπατάει στο νερό! Σάλος στο internet με τον αρχηγό του ΟλυμπιακούΟ πολίστας που περπατάει στο νερό! Σάλος στο internet με τον αρχηγό του Ολυμπιακούεδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιπαθητικός παππάς, συνήθως με μεγάλα γένεια

Ήταν ένας τραγόπαππας εκεί, δεν μας άφηνε να καπνίσουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει τον θεό του όσον αφορά την αδιαφορία και την άγνοια. Το άτομο που ζει τη ζωή του χαμένος μέσα σε μια σφαίρα αποκλεισμού των τεκταινομένων, είτε επειδή δεν έχει το κουράγιο είτε επειδή δεν έχει τις σχετικές εμπειρίες.

Συγκεκριμένα, ανιώθεος είναι ο νέος απλός πολίτης που δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του τι γίνεται στη χώρα και γιατί σφάζονται πολωμένοι οι γύρω του, χωρίς να έχει τη δύναμη να συμμετέχει επειδή παλεύει να βγάλει τα γνωστά χαπάκια προστοζήν. Από την άλλη, ανιώθεος είναι και ο πολιτικός/δημοσιογράφος που, για να εξυπηρετήσει τους φιλιππικούς του, επικαλείται καταστροφές όπως ανεργία, φτώχεια κτλ αν δεν γίνει αυτό που τάσσει ο ίδιος, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει πάρει χαμπάρι πως αυτά που χρησιμοποιεί ως απειλές είναι υπαρκτές καταστάσεις για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, και σε πολλές περιπτώσεις έχει ήδη συμβάλει ο ίδιος στο παρελθόν.

Τα αίτια είναι διαφορετικά, αλλά το αποτέλεσμα είναι κοινό. Κανείς από τους δύο επί παραδείγματι αναφερθέντες δεν έχει τον θεό του. Κανείς τους δεν έχει ιδέα. Κανείς τους δεν νιώθει.

–Είδα τις προάλλες τον Μήτσο. Τον ρώτησα αν είναι υπέρ του ΝΑΙ ή υπέρ του ΟΧΙ, αλλά με κοίταξε λες και είμαι εξωγήινος.
–Άσε τον αυτόν. Δεν έχει δουλειά ενάμιση χρόνο. Είναι εντελώς ανιώθεος.

–Ρε συ, "άμα βγούμε από το ευρώ"/"μείνουμε στο ευρώ", θα πεινάσουμε! Θα έχουμε ανεργία, "τα λεφτά μας δεν θα έχουν αξία"/"δεν θα έχουμε λεφτά" και άλλοι θα τρώνε και θα πίνουν εις βάρος μας!
–Πάλι ανιώθεους βλέπεις να μιλούν στην τηλεόραση, ρε; Μη ψαρώνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

"Με την επίσημη ονομασία κωνσταντινάτο, ή κοινώς κωσταντινάτο, φέρεται χρυσό νόμισμα βυζαντινό, ενετικό και κυπριακό, κατά τον Φ. Χάσλουκ, των οποίων ο τύπος μοιάζει με αγιογραφία των Αυτοκρατόρων Αγίου Κωνσταντίνου και Αγίας Ελένης που ανάμεσά τους φέρεται ο χριστιανικός σταυρός." Από εδώ.

Το κωσταντινάτο, εκτός από την (χρηματική) του αξία έχει και άλλες θαυματουργές ιδιότητες, σύμφωνα με διάφορες λαϊκές δοξασίες (περισσότερα εδώ).

Μεταφορικά αναφέρεται σε πρόσωπα που τους αποδίδεται μεγάλη αξία, όπως στο παράδειγμα που ακολουθεί από το παλιό παιδικό παιχνίδι "γκέο-βαγκέο".

Σας πήραμε, σας πήραμε φλωρί κωσταντινάτο!

Λολοπαικτικώς μπορεί να χαρακτηρίσει καταστάσεις "φλωριάς" ήτοι "γκαίυ-βαγκαίυ".

-Πολύ κουνιέται αυτός. Φλωρί κωσταντινάτο μου φαίνεται!

-Συμφωνώ και επαυξάνω. Είναι και βαρέλι δίχως πάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη για την κολλημένη με την θρησκεία θεούσα γυναίκα. Από το σήμα κατατεθέν - τα μαλλιά της δεμένα κότσο· με πιο ελεύθερη κόμμωση αποκαλείται γλαρίνα.

Φυσικὰ ἡ κοπέλλα δὲν δέχτηκε τίποτε ἀπ᾽ ὅσα τῆς πρότειναν οἱ «θεούσες», ὅπως τὶς λέει ὁ ἁπλὸς κόσμος. λέγονται καὶ «κότσοι» (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified