Selected tags

Further tags

Πετυχημένο διαφημιστικό μιμήδιο για τον Γερμανό. Κατά την διάρκεια πτήσης μία πολύ όμορφη κοπέλα (το Κορμί) ζητάει από έναν Ελληνάρα με κοιλίτσα και αρχή φαλάκρας πώς να κάνει μία σύνδεση στον υπολογιστή της για να περάσει φωτογραφίες. Αυτός, επειδή είναι άσχετος υπεκφεύγει μιλώντας για ψιψιψόνια και κοκοκόψαρα και αλλάζει θέση για να μην γίνει ρεζίλι, λέγοντας στεναχωρημένος «το χάσαμε το κορμί πατριώτη», πλην τον ακούει μόνο ένας Ασιάτης που δεν είναι πατριώτης.

Όλα τα λεφτά στην διαφήμιση: 1) Το σπάσιμο στην λήγουσα του πατριώτη, όταν ο Έλληνας συνειδητοποιεί ότι ο συνομιλητής του είναι άσχετος Ασιάτης και όχι πατριώτης: «Το χάσαμε το κορμί πατριώ-τη». 2) Η έκφαση ψιψιψόνια και κοκοκόψαρα για αόριστα αντικείμενα που δεν γνωρίζουμε, πρβλ. και μπλιμπλίκια / μπιμπλίκια, ματζαφλάρια, καβλιτζέκια. Η διαφήμιση έβαλε το λιθαράκι της για την καθιέρωση του όρου ψιψιψόνια. 3) Η Αθηνά Οικονομάκου στον ρόλο του Κορμιού.

Καθώς μετά την διαφήμιση επέδραμε η οικονομική κρίση, η έκφραση λέγεται ευρέως για οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη χαρά χάνουμε και θέλουμε να μοιραστούμε την λύπη μας με τους πατριώτες που έχουν την ίδια κρίση. Γενικά η κλητική πατριώτη σε μια εποχή που ξαναέγινε της μοδός η εθνική συλλογικότητα λόγω κρίσης ήταν επόμενο να διαδοθεί πολύ και ως ένα αίσθημα αυτομεμψίας, ενοχής και μελαγχολίας για όσα δεν κάναμε για να μην χάσουμε αυτά που χάσαμε. Μπορούμε να πούμε πως η έκφραση έχει καταστεί πλέον από τις εμβληματικές της τρέχουσας κρίσης.

Βεβαίως η έκφραση χρησιμοποιείται και πιο κυριολεκτικά για περίπτωση που χάνουμε γκόμενα μέσα από τα χέρια μας. Αλλά και για ο,τιδήποτε άλλο έχουμε χάσει, οπότε το κορμί αντικαθίσταται από κάποιο άλλο απολεσθέν πράγμα ή πρόσωπο. Χαρακτηριστική η βρασταμάνεια έκφραση το χάσαμε το Καγιέν πατριώτη, καθώς η ομώνυμη τζιπούρα της Porsche αποτελεί το κυρίαρχο σύμβολο του πρόσφατου νεοπλουτισμού που άλλοι μεν την έχασαν, άλλα λαμόγια όμως όχι, αλλά θα πάρουν και τα σπίτια μας στο τέλος.

Επίσης, η έκφραση μπορεί να ειπωθεί και γενικότερα για να σημάνει ότι έχουμε χάσει τα μυαλά μας, ή ότι έχουμε χάσει γενικά τη μπάλα.

Πάσα: acg.

  1. α. Τίτλοι τέλους για το δρομολόγιο Πύργος- Καλαμάτα του ΟΣΕ. Με λίγα λόγια, το χάσαμε κι αυτό το «κορμί» πατριώτη... (Εδώ).

β. Το χάσαμε το κορμί πατριώτη! Η καταστροφή χτυπάει την πόρτα μας, όταν αναγκάζονται τα μοντέλα μας να αποδημήσουν στο εξωτερικό λόγω έλλειψης δουλειάς. (Εδώ).

γ. Το χάσαμε το κορμί πατριώτη!!!! Για τις καλοκαιρινές του διακοπές στη Μύκονο, που κράτησαν δύο ολόκληρες βδομάδες, ο Μουτασίμ Καντάφι, αντί για σκηνή, επέλεξε το πολυτελέστατο ξενοδοχείο «Santa Marina» στον Ορνό. Διέμενε μαζί με την παρέα του στην προεδρική βίλα του ξενοδοχείου -κόστους 7.500 ευρώ τη βραδιά-, είχε νοικιάσει θαλαμηγό έναντι 20.000 τη μέρα και ξόδευε πάνω από 10.000 ευρώ καθημερινά για τη διασκέδασή του στα καλύτερα μαγαζιά του νησιού.
Και αντί για σωματώδεις Αφρικανές σωματοφύλακες, προτίμησε τη συντροφιά καλλίγραμμων μοντέλων ευρωπαϊκής καταγωγής, στη θέα των οποίων πολλοί γνωστοί θαμώνες του νησιού έχασαν τη μιλιά τους. ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΜΑΓΑΖΊ στη Χώρα της Μυκόνου λέγεται πως όταν ζήτησε τον λογαριασμό και ο σερβιτόρος του είπε πως το ποσό που χρωστάει είναι 22.500 ευρώ, εκείνος αστειευόμενος του είπε ότι δεν δίνει περισσότερα από 10.000 ευρώ. Οταν ο σερβιτόρος τού είπε ότι δεν πειράζει και πως απλώς αρκεί να ξαναέρθουν στο μαγαζί, ένας άνθρωπος της ασφάλειας όχι μόνο κατέβαλε όλο το ποσό, αλλά άφησε και 8.500 ευρώ πουρμπουάρ. (Εδώ).

  1. Παραδείγματα άλλων αντικειμένων που χάνουν οι πατριώτες:

α. ΤΗ ΧΑΣΑΜΕ ΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΠΑΤΡΙΩΤΗ! (Εδώ).

β. ΤΟ ΧΑΣΑΜΕ ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΠΑΤΡΙΩΤΗ. (Εδω).

γ. Τα χάσαμε τα πλέι οφ, πατριώτη... (Εδώ).

δ. Για μια ξεφτίλα ζούμε…το κούτελο το χάσαμε πατριώτη. (Εδώ).

ε. Το χάσαμε το UFO πατριώτη! (Εδώ).

στ. Το χάσαμε το λιμάνι πατριώτη.

  1. Με την σημασία χάνω την μπάλα:

Αν φτάνουμε σε αυτοκινητιστικό φόρουμ να κρίνουμε τα αυτοκίνητα βάσει των ζουλιχτών πλαστικών το χάσαμε το κορμι πατριώτη. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλιά (beau mec), που σημαίνει ωραίος τύπος, γόης. Πλην επειδή είναι λίγο πασέ και μπαμπαδισμός, λέγεται περισσότερο ειρωνικά για κάποιον που προσπαθεί να το παίξει γόης, ενώ δεν του βγαίνει απόλυτα. Λ.χ. κάποιον προκεχωρημένης ηλικίας που το παίζει πάλι τζόβενο, επειδή χώρισε πρόσφατα, κάποιον χοντρό που μόλις έχασε κάμποσα κιλά και ξαναμπαίνει στο παιχνίδι, έναν λαϊκό τύπο που θα προσπαθήσει να το παίξει ψαγμένος κ.τ.ό. Δείτε πάντως και μια προσέγγιση εδώ, μου θυμίζει τον Βαν Κουφ.

Ο άντρας beau mec δεν είναι αυτό που λέμε «αντικειμενικά ωραίος άντρας». Δεν είναι αυτός που, μπαίνοντας σε ένα μαγαζί, θα στραφούν όλα τα γυναικεία κεφάλια προς το μέρος του. Έχει τα μειονεκτήματά του. Αλλά έχει αυτό το κατιτίς που τον ξεχωρίζει από τους άλλους. Έχει τον τρόπο του (αυτός και το ντραμπούι). Δεν είναι λεφτάς. Δεν έχει μουράτο αμάξι. Συνήθως έχει ένα παλιό (σχετικά) και μες στη βρώμα και τη δυσωδία (είναι το μόνο πράγμα δικό του που δεν το φροντίζει). Δεν έχει το τελευταίας τεχνολογίας κινητό με τη φωτογραφική μηχανή. Το ντύσιμό του δεν είναι επιτηδευμένο, είναι απλό, χωρίς να ξοδεύει πολλά λεφτά. Ξέρει τι του πάει και τι πρέπει να φορέσει κάθε στιγμή. Δεν έχει πρόβλημα να εμφανιστεί με βερμούδα και χαβανέζικο, αν έτσι θέλει. [...]

Όταν πλησιάζει γυναίκα, δεν το παίζει «κάπως». Κατ’αρχήν, δεν περιμένει να τον πλησιάσουν αυτές. Δεν είναι ότι είναι παλιομοδίτης, ότι πιστεύει στο τσιτάτο «άντρας-κυνηγός, γυναίκα-θήραμα», απλά δεν κολλάει σε τέτοιες λεπτομέρειες. Αν του την πέσει κάποια, τόσο το καλύτερο. Σε γενικές γραμμές, άμα δει κάποια που του αρέσει και θεωρεί αξιόλογη περίπτωση, την πλησιάζει. Δεν είναι από τους τύπους που θα ξεκινήσει για την κοπέλα λες και πάει στη μάχη, με ατάκες του στυλ «κοιτάχτε ρε μαλάκες τώρα πώς θα πέσει το γκομενάκι» ή «άμα δεν μου πάρει πίπα σε 15 λεπτά να μη με λένε Κώστα» και αντίστοιχο ύφος. Ευγενικά και με χαμηλούς τόνους. Δεν το θεωρεί σαν δεδομένο το ότι θα του κάτσει, δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλλά δεν πάει και με διάθεση ηττοπάθειας ότι θα φάει χυλόπιτα. Με χιούμορ και ειλικρίνεια πιάνει συζήτηση. Μέσα στα πρώτα 5-10 λεπτά ξέρει αν θα πρέπει να την κάνει ή αν μπορεί να συνεχίσει. Και αν έχει νόημα να συνεχίσει. [...]

Γι’αυτό, αγαπητέ αναγνώστη, δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ beau mec. Γιατί εσύ πάντα θα προσπαθείς πολύ. Και, ως γνωστόν, αυτός που προσπαθεί πολύ είναι αυτός που δεν έχει ικανότητες. Κι όσο νωρίτερα το παραδεχτείς, τόσο καλύτερα για σένα. Θα πάψεις να παιδεύεσαι και να παιδεύεις και τους άλλους γύρω σου.

ΜΠΟ - ΜΕΚ ΞΥΡΙΖΕΣΑΙ ΜΑΛΑΚΑ ΜΑΛΑΚΑ ΜΑΛΑΚΑ (από PUNKELISD, 06/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική αναδρομή.
Κολυνός (Kolynos) ήταν η μάρκα της πρώτης οδοντόκρεμας που κυκλοφόρησε ευρέως στην ελληνική αγορά, και επίσης του πρώτου προϊόντος σε συσκευασία σωληνάριου που κυκλοφόρησε ευρέως στην χώρα μας.

Φαινόμενο κολυνός.
Η κολυνός ήταν το πρώτο generic προϊόν στην ελληνική αγορά. Δλδ, ένα προϊόν που ουσιαστικά ορίζει μια κατηγορία προϊόντων. Για παράδειγμα σκεφτείτε την κόκα κόλα (παραγγέλετε κοκα κόλα, αλλά μπορεί να έλθει pepsi ή sinalco cola), ή τον νες (τον ζεστό στιγμιαίο καφέ, για τον οποίο κανένας δεν εγγυάται ότι δεν φτιάχτηκε με jacobs), ή τα προϊόντα της bic, που όλα δημιούργησαν οικογένειες προϊόντων (πλην του καλτσόν) κ.λ.π. Στην περίπτωση της κολυνός βέβαια, έχουμε το εξής μοναδικό φαινόμενο: όχι μόνο η συγκεκριμένη μάρκα έφτασε να σημαίνει όλες τις οδοντόκρεμες, αλλά και οτιδήποτε πουλιόταν σε σωληνάριο.

Κολυνός και σλανγκ.
Αυτό ακριβώς το φαινόμενο (το οποίο βέβαια πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του '80), παρουσιάζει ένα έντονο σλανγκ ενδιαφέρον.

Οπότε, όταν η γιαγιά σας, ή ο παππούς σας λέει, δώσε μου τον κολυνό, εννοεί σίγουρα κάτι που είναι σε σωληνάριο. Τώρα για το τι είναι αυτό θα σας γελάσω. Μπορεί να είναι:
- η οδοντόκρεμα (που σίγουρα δεν είναι μάρκας κολυνός), η κρέμα ξυρίσματος του παππού σας (πιθανόν να είναι και μάρκας κολυνός, γιατί κυκλοφορεί ακόμα)
-η κρέμα της μάνας σας
-τσιμεντόστοκος σε σωληνάριο.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι η κολυνός είναι ερμαφρόδιτη όσον αφορά το γένος, αφού πλειστάκις (χρόνια ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτό το επίρρημα και δεν κόλλαγε) χρησιμοποιείται και το αρσενικό «ο κολυνός», «τον κολυνό».

από το διαδίκτυο:

... Φαντασθείτε τι ισχυρό μπραντνέϊμ ήταν, αφού όταν έπεσε το 60 στην αγορά και η Κολγκέιτ, ο κόσμος την ζήταγε στα περίπτερα «Μια κολυνός« ...

...καλα δε ξερεις τη Κολυνος που ειχαν οι παππουδες μας κ φτιαχνανε σαπουναδα στο...

...Και η γιαγιά μας η μακαρίτισσα μάς έλεγε «πήγαινε, χαρά μου, να μου πάρεις μία Κολυνός απ’ το μπακάλη» και με τον όρο «Κολυνός» (Kolynos) εννοούσε μία οποιαδήποτε οδοντόκρεμα, όχι απαραίτητα τη συγκεκριμένη μάρκα...

(από GATZMAN, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τον πήρε το Εύρηκα: Παλιά φράση, που ξεπήδησε από διαφήμιση της δεκαετίας του 70. Αναφέρεται για κάποιον που χάθηκε (π.χ από μια παρέα), όπως χάθηκε ο λεκές, λόγω δράσης του Εύρηκα...»

...γράφει ο σύσλανγκος GATZMAN στο δουπού, καθώς ανασύρει την παλαιά αυτή διαφήμιση από την λήθη.

Δράττομαι της ευκαιρίας να απανθίσω τσιτάτα από σποτάκια και τζινγκλάκια των τελευταίων σαράντα ετών που μας μίλησαν και / ή μας έπρηξαν τα αρχίδια. Κάποια άντεξαν στον χρόνο και αυτονομήθηκαν ως μεταλασσόμενα μιμίδια, άλλα ξεχάστηκαν. Για να τα θυμηθούμε λιγάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από σειρά διαφημίσεων για παγωτά. Άλλες της σειράς ήταν Φανταστικέ Πατέρα και Φανταστικέ θαλασσόλυκε.

Ως δεύτερο συνθετικό χρησιμοποιούμε ένα από τα προαναφερθέντα ή τον τίτλο αυτού που γλείφουμε (προϊστάμενε, λοχαγέ, φίλε κλπ).

Ο ορισμός του γλειψιματία. «μη μην υπογράφετε εκεί (στην κλήση) μπορεί να χαθεί και είναι κρίμα, εδώ υπογράψτε, στο μπλουζάκι μου».

Χρησιμοποιείται αντί για το σλουρπ! και καλά για να καλοπιάσουμε αυτόν που μετά θα πηδήξουμε.

Οι στενότεροι συνεργάτες έξι τηλεαστέρων μιλούν για τους προϊσταμένους τους, τα χούγια και τα ελαττώματά τους. Τι ανακαλύψαμε; Μα, ότι είναι όλοι ειλικρινείς, καλοσυνάτοι, με το χαμόγελο στα χείλη! (Από εδώ) Ε, φανταστικέ προϊστάμενε;

(από salina, 16/09/10)Αν θέλετε να γλείψετε... (από Galadriel, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γκομενάκια - εργαζόμενες μερικής απασχόλησης σε διαφημιστικές εταιρείες προώθησης προϊόντων, κατά κόσμον προμόσιον.

Τα συγκεκριμένα εργαζόμενακορίτσια είναι πάντοτε εκπάγλου καλλονής , στοιχείο απαραίτητο για να τραβούν την προσοχή των συνανθρώπων μας ουτωσώστε να προωθήσουν το προϊόν τους.

— Πάμε ρε Μπουρνάζι;
— Όχι, τις έχω βαρεθεί τις μπουρναζογκόμενες και τις πλατινομαλλούσες.
— Έλα ρε παπάρα, αφού ξέρεις... πάντα σκάνε και τα γαμάτα τα διαφημισόμουνα.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα το πέρναγα βρέξει χιονίσει αλλά το έχωσε και η μαριαηομορφη στο πρόχειρο.

Προέρχεται από διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας και το λέει όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς τις τελευταίες μέρες.

Ο τύπος που το λέει στη διαφήμιση είναι φλωράς και βλακόμετρο αλλά στη σλανγκ το λέμε ειρωνικά όταν είμαστε σίγουροι για ένα συμπέρασμα που βγάλαμε και ειρωνευόμαστε το συνομιλητή μας που μας αμφισβητεί.

Ρε συ σου λέω αφού το ξέρω σίγουρα, η Μαρία δεν έχει γκόμενο.
— Λες μαλακίες, έχει και παραέχει. Χτες βράδυ την πήραμε τόσα τηλ. και δεν απάνταγε. Τυχαίο; δε νομίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντ(ι)βέντσουρ είναι ο τύπος...

  • ...που ασχολείται μανιωδώς με το πιο μοδάτο «επικίνδυνο» σπορ. (πχ. το κάϊτ την παρούσα δεκαετία, bunjee jumping την προηγούμενη),
  • ...που επιβιώνει σε οποιεσδήποτε συνθήκες, και το ευχαριστιέται σαν γνήσιος ξάδελφος του Ταρζάν. Κάτι σαν τον Bear Grylls. Ενίοτε, χαστουκίζει κάνα λιοντάρι έτσι για να δείξει ποιος είναι o ρουμάνος στη ζούγκλα,
  • ...ο οποίος όταν βγει το βράδυ, τα κάνει πουτάνα. Ποτέ δεν είναι βαρετή η έξοδος μαζί του. Το καλύτερο φινάλε σε μια τέτοια έξοδο, είναι το αυτόφωρο, το χειρότερο το νοσοκομείο.
  • ...που είναι χύμα, και δεν λέει ποτέ όχι σε οποιαδήποτε πρόταση, άντρας έτοιμος για όλα. Δηλαδή ο τύπος «vivere pericolosamente».

Η έκφραση προφ προέρχεται από την αγγλική λέξη για την περιπέτεια (adventure), και έλκει την καταγωγή της, από τις καμπάνιες του Κάμελ και του Μάλμπορο, την δεκαετία του '80, με τις περίφημες adventure teams, και τους τυπάδες να χέζουν στο δάσος, γύρω από μια φωτιά, στη μέση του πουθενά.

- Τι κ΄ναι το τυπάκι ρε; Θα μας τρελάνει; Πέφτει με αλεξίπτωτο στη μέση του πουθενά;
- Και που να δεις παρακάτω τι πρόκειται να κάνει. Θα σε κουφάνει...
- Πολύ αντβέντσουρ ο τύπος. Και είναι αληθινά ρε, ή μας δουλεύουν, και ο τύπος έχει από πίσω του κάνα συνεργείο υποστήριξης;
- Τι να σου πω....

- Τι θα κάνουμε το βράδυ;
- Τι να σου πω; Αλλά έχε υπόψη σου, καλύτερα να πάμε για φαγητό, ήρεμα. Είπε ο Μάκης ότι θα φέρει τον ξάδελφο του, οπότε καλύτερα ήρεμα.
- Συμφωνώ, αυτός είναι πολύ αντβέντσουρ τύπος. Θα μας μπλέξει άσχημα με τις γνωριμίες του και το τσαμπουκαλίκι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Δαμίγος ο ανθοπώλης, είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, βγαλμένο όχι από την δραματουργία (όπως ο Θείος Βάνιας, για παράδειγμα), αλλά από την διαφήμιση της Εθνικής τράπεζας (που να πέσει φωτιά να τις κάψει όλες, όπως έλεγε και ο Μαρξ στην πτυχιακή του). Είναι εγγονός του Σιορ Τάπα, τον αστυνόμου Μπέκα, και γιος του Αλέκου, της ηλεκτρονικής, και πατέρας του funny bear. Ο Δαμίγος, θα ζήσει και αυτός την προσωρινή δημοσιότητα που χαρίζει η τηλεόραση στα δημιουργήματά της, και θα δώσει τη θέση του σε κάποιον καινούριο ήρωα.

Στα δικά μας τώρα. Επικαλούμαστε τον Δαμίγο τον ανθοπώλη όταν:

  • κάποιος μας τα πρήζει με την πολυλογία του (ή με τις μαλακίες του) και του σπάμε τον ειρμό, μπας και σκάσει
  • όταν κάνουμε λάθος, και παραγνωρίζουμε κάποιον, και το γυρίζουμε στο χούμορ
  • όταν κάποιος φίλος αρχίζει μια κουβέντα που δεν μας κάνει να αισθανόμαστε άνετα
  • όταν θέλουμε να γαμήσουμε τη συζήτηση, γιατί έχει παρασοβαρέψει

    Άγνωστο παραμένει ακόμα αν ο Δαμίγος ο ανθοπώλης αποπληρώνει κανονικά το δάνειο, ή οι τράπεζες του έχουν πάρει ήδη το σπίτι, ένεκα που το λελουδικό δεν επωλείτο, λόγω κρίσης...

  1. - Τι γίνεσαι Τάκη;
    - Καλά, αλλά με λένε Δημήτρη...
    - Σίγουρα;
    - Σίγουρα, σίγουρα..
    - Ε τότε, τον Δαμίγο τον ανθοπώλη, τι τον έχεις;
    - Μπουαχαχάαααα (κρύο αστείο, οπότε ψεύτικα γέλια)

  2. - Και που λες, με την οικονομική κρίση όπως προείπα, θα τον πιούμε όλοι. Και ακόμα δεν είδες τίποτα... Θα μας βγάλουν από την Ευρωπαϊκή Ενωση, γιατί τα σκατώσαμε, και δεν μπορούμε να ορθοποδήσουμε. Είναι συνομωσία των εβραίων και τον Ελοχίμ. Το είπαν και οι Μάγια! Διανύουμε το δεύτερο πακτούν. Είναι ξεκάθαρο σου λέω. Αλλά εσύ δεν διαβάζεις, δεν ψάχνεσαι...
    - Ρε συ, τον Δαμίγο τον ανθοπώλη, τι τον έχεις;
    - Γιατί ρωτάς;
    - Γιατί και αυτός, το ίδιο ψωλοπαίκτης με σένα είναι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική επισήμανση τυρώδους μπίχλας που ενδημεί στην κάρα προσφιλούς (κατά τα λοιπά) προσώπου. Προέρχεται από την αλήστου μνήμης διαφήμιση της ογδοηκονταετίας: «Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις; Άσε, έχω δοκιμάσει τα πάντα, δε γίνεται τίποτα... Δοκίμασες το Ούλτρεξ; Λούσου με Ούλτρεξ και θα δεις»!

Την διαφήμιση αυτή έθαψε μέσα σε χάχανα η σάτιρα «Τηλεκανίβαλοι» (1987), όπου έλαβε χώρα η κατωτέρω στιχομυθία:

- Μπουλάς: Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις;
- Γιοκαρίνης: Άντε ρε, αλήθεια; (τινάζει τα κατσαρά μακριά μαλλιά του θάβεται μέχρι τον αφαλό μέσα σε χοντρές νιφάδες πιτυρίδας) ...Έχω δοκιμάσει τα πάντα, δε γίνεται τίποτα!
- Μπουλάς: Δοκίμασες να λουστείς; (φτυαρίζοντας το σωρό πιτυρίδας) Λούσου με λούστρεξ και θα δεις!

Παρόμοια: Τυροκώμος / κωμοτύριο / στίβεις τα μαλλιά του και βγάζεις το λάδι της χρονιάς / τυρί για μακαρονάδα / κρέας / ψόφια έντομα, κλπ.

- Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις;
- Γιάννη με λένε κι έχω ξηροδερμία, τί να κάνω;
- Δοκίμασες να λουστείς;
- Τι λες ρε; Κάθε μέρα λούζομαι!
- Ε, τότε ν’ αλλάζεις το νερό...

(από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified