Μπαμπαδίστικη έκφραση που δηλώνει ότι άλλα λέγαμε, άλλα πιστεύαμε, κι άλλα μας ήρθαν.

Π.χ. «Είπαμε να πάμε τον Αύγουστο στο Καλαμίτσι για να αποφύγουμε τον πολύ κόσμο. Εσύ είσαι που το λες;» σημαίνει ότι πιστεύαμε πως τον Αύγουστο θα είχε λιγότερο κόσμο στο Καλαμίτσι, αλλά είχε περισσότερο κι από τον Ιούλιο.

  1. Νόμιζα ότι η Γεωργία ήταν παρθένα. Εσύ είσαι που το λες; Χθες πηδηχτήκαμε κι έγινε χαμός στο πίσωμα, δεν ήξερα από πού να φύγω.

  2. Πήγα στο ΚΕΠ για να τελειώνω γρήγορα. Εσύ είσαι που το λες; Μια ουρά ένα χιλιόμετρο. Έφυγα πάραυτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.

Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.

- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Ελαφριά έκφραση για την ποττάνα (εταίρα, ιερόδουλη, κοινή, κούρβα) κουφάλα, ξεκωλιάρα, ξεσκισμένη.

2.Στο χωριό μου το λεν και για τις πουλάδες.

3.Προσωπικά χρησιμοποιώ το άνωθεν λεξόνι για τις κουτσομπόλες που χασκογελάνε κακαρίζοντας.

:) Όλα στο 3 (μόνο ΄κει το 'χω χρησιμοποιήσει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρμπαδισμός που δεν αναφέρεται στο σεξ. Η έκφραση αναφέρεται στο συνωστισμό και στο στρίμωγμα της μαρίδας σε ένα κρεβάτι.

Σε οικογενειακές διακοπές, ή σε επισκέψεις σε γιαγιάδες και παππούδες στο χωριό, δεν υπάρχει επαρκής αριθμός κρεβατιών. Οπότε, τα παιδιά κοιμούνται όλα μαζί, και επειδή είναι και ζωηρά, πολλές φορές καταλήγουν μύτη-κώλο σε ένα κρεβάτι.

- Τηλεφώνησε ο αδελφός σου. Θα φέρουν και τα παιδιά στη Ραφήνα.
- Ωραία να δούμε με τι τρόπο θα χωρέσουμε.
- Οι μεγάλοι στα δύο μονά κρεβάτια, και τα παιδιά μύτη-κώλο στην κουκέτα. Όπως παλιά...

(από electron, 09/10/09)(από electron, 09/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι τα οικονομικά μας δεν πάνε καθόλου καλά.

Σλανγκ σύνθημα της παιδικής, προσχολικής ακόμη ηλικίας, που όμως παραμένει κοινός παρονομαστής και στην ενήλικη ζωή, ως τα βαθιά γεράματα και που έχει γίνει εξαιρετικά επίκαιρο στις μέρες που διανύουμε.

- Ήρθε η καινούρια ΔΕΗ με το χαράτσι φτού κι΄απ' την αρχή...
- Ακόμη δεν πληρώσαμε το προηγούμενο! Το ταμείον είναι μείον.

Στην αρχή (από Khan, 02/02/12)Παλιός καλός Μηλιώκας! Κάπου στην αρχή. (από Khan, 02/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευπρεπίζω την εξωτερική μου εμφάνιση, δηλαδή, αλλάζω στυλ ντυσίματος, κόβω μαλλιά, σκουλαρίκια, τατουάζ, ναρκωτικά, βρίσκω δουλίτσα, κυριλάτη γκόμενα κλπ, με απώτερο σκοπό τον συμβιβασμό μου με τις επιβολές των εκάστοτε κοινωνικών προτύπων και την ένταξή μου στην κοινωνία.

Μια πολύ συνηθισμένη, αλλά και υποτιμητική έκφραση (μπαμπαδισμός) που χρησιμοποιείται, συνήθως, από μεγαλύτερους σε ηλικία εκπροσώπους της μικροαστικής μιζέριας και λοιπούς δεξιόφρονες με τη μορφή παρότρυνσης. Αρκετά συχνά, συνοδεύεται από προστακτική, με αποτέλεσμα να προκαλεί τον εκνευρισμό και τις αντιδράσεις του συνομιλητή.

Εδώ σημειώνεται ότι ο όρος αφορά μόνο και μόνο την εξωτερική εμφάνιση, αγνοώντας εντελώς οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό, αφού, κατά τα μικροαστικά πρότυπα, αυτή έχει σημασία, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι «η πρώτη εντύπωση μετράει». Συνεπώς, μπορεί κάποιος να παραμείνει ρεμάλι και αφότου γίνει άνθρωπος.

Αυτή η έκφραση θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στον κατάλογο με τις ατάκες ελληνικής μικροαστικής μιζέριας.

  1. Από τα 26 μαθήματα κατέβηκα στα 19 (και ελπίζω να πάω στα 17) και μένει ακόμα πρακτική και πτυχιακή... έχω μέλλον ακόμα! :cry:
    Αλλά τουλάχιστον στρώθηκα στο διάβασμα και γίνομαι άνθρωπος! (από εδώ)

  2. Σαν βγεις στον πηγαιμό για να γίνεις άνθρωπος σωστός, ένας από τους «αυτούς» δηλαδή, βαρετός και ανά πάσα στιγμή προβλέψιμος, θα περάσεις αναγκαστικά από τα τρία διαδοχικά στάδια της κοινωνικής χρυσαλίδας: πρώτα μαθητής - πιεσμένος, καταπιεσμένος, πεπεισμένος πως όλα θα πάνε καλά, αγχωμένος για μαλακίες και με μόνο ορίζοντα την επιτυχία σου στον εφιάλτη των πανελληνίων (από εδώ)

  3. Τότε του είπα ότι εγώ μπορώ να γίνω σαν εσένα, αλλά εσύ δεν μπορείς να γίνεις σαν εμένα. Με κοίταξε περιφρονητικά: «Δεν μπορείς να γίνεις άνθρωπος» του είπα (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. βλ. κουμπί και παιδί-κουμπί

  2. η κλειτορίδα (μπαμπαδισμός)

  3. το ευαίσθητο σημείο κάποιου. Έννοιες:

α. θετική (βρήκε το κουμπί μου = με κάνει ό,τι θέλει. Πιθανόν να υπονοείται μεταξύ άλλων και το 2)

β. αρνητική (μου πάτησε το κουμπί μου, όπως λέμε «μου πάτησε τον κάλο», δηλ. «με χτύπησε εκεί που πονάει» με αποτέλεσμα να με τινάξει στον αέρα λες και ήμουν μηχάνημα και μου πατήθηκε ένα κουμπί και πήρα μπρος)

  1. πατάω τα κουμπάκια μου: Βαφκαλιζόμενος /-η με κάποια πρόχειρη παραμύθα, θέτω εν ενεργεία όλο το απόθεμα της ψυχραιμίας μου ώστε, όχι μόνο να μην ανοίξω το στόμα μου σε μια δεδομένη στιγμή (κατά την οποία τα έχω πάρει στην κράνα, αλλά δεν με παίρνει ή δεν θέλω να αντιδράσω), αλλά και να δείχνω κουλ ή, ακόμα χειρότερα, χαρούμενος /-η. Έκφραση εμπνευσμένη από την ηδονή που μας προσφέρει η τεχνολογία (όχι πάντα...) όταν, με το πάτημα ενός κουμπιού, ταχτοποιούνται όλα μια χαρά και γρήγορα-γρήγορα.

  2. Τα πλήκτρα ηλεκτρονικών υπολογιστών, συσκευών, κλπ. Εξ ου και κουμπάκιας, δηλ. ο τεχνικός που τα χειρίζεται (υποτιμητικό).

  1. - Μανίτσα μου, σ' αρέσει που σου χαϊδεύω το κουμπί σου;
    - ...

3(α). - Σ' έχει καταφέρει πάντως ο Σάκης. Πώς έτσι;
- Με αγαπά.
- Άντε μωρέ, σε αγαπά και αηδίες τώρα! Έχει βρει το κουμπί σου, αυτό είναι όλο.
- Ναι, επειδή με αγαπά.

3(β). Με το που μου το είπε αυτό, λες και μου πάτησε το κουμπί μου, μαλάκα. Τρελάθηκα! Μού 'ρθε να τον σκοτώσω, τον μουνίκακα...

  1. - Και πώς κρατήθηκες και δεν τού 'κανες τη μούρη κρέας;!
    - Είχα πατήσει τα κουμπάκια μου και χαμογέλαγα. Τι νά 'κανα, πες μου συ. Άν άνοιγα τον βόθρο θα ήμασταν στα κρατητήρια τώρα.

  2. Ρε κουμπάκια, ξεκόλλα και πάμε για καναγκαφέ! Τελείωνε!

(από electron, 02/10/09)(από electron, 02/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική, μάλλον, παιδική προστακτική της μαρίδας, απευθυνόμενη σε ψηλό τύπο, άρτι αφιχθέντα επί του πεδίου των παιγνίων.

Επίσης, απαντάται και ως μπασκετο-καζούρα, από τον κόουτς προς τα τσικότσεντερ-φόρια που εξέχουν από το υπόλοιπο τημ, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο.

Τέλος, εκστομίζεται ως χιουμοριστική φιλοφρόνηση από έκθαμβους θαμώνες κωλόμπαρων, μόλις αντικρίσουν το νέο, ημίγυμνο, κατάξανθο πουλέν με το 20-ποντο...

Κυρ-Τάσος: - Πώς το είπαμε, ρε Μπάμπη, το ψηλό;
Μπάμπης, assbartender: - Λουντμίλλα...!
Κυρ-Τάσος: - Λουντμίλλα, έλα δω κούκλα μου να σε πώωωω!
Λουντμίλλα: - Νjεεεεε, τι θέλjεις;
Κυρ-Τάσος: - Κατέβα να φάμε, μωρό μου!
Όλοι παρέα: - Ούχαχααχαχαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο κόλακας, αυτός που γλείφει, που κωλογλείφει δηλαδή.

  2. Το ψάρι πλεκόστομος, το οποίο περνά τη μέρα του γλείφοντας και καθαρίζοντας το ενυδρείο... Το κάνει αυτό βεντουζώνοντας το στόμα του στις επιφάνειες και πιπιλώντας τες. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: στα ελληνικά λέγεται κατά λάθος και πλακόστομος, προφ συνδυασμός σύγχυσης με το κανονικό θέμα πλεκ-, επειδή το στόμα του όταν βεντουζώνει γίνεται πλακουτσωτό. Ταιριάζει πάντως. Στα αγγλικά λέγεται παρομοίως suckermouth.

  3. Ειρωνικά (μπαμπαδισμός), ο γλύπτης.

Περί δια την ορθογραφία: παρά το ορθόν γλείφτης, το συλλογικά ασυνείδητο επιτάσσει το γλύφτης, είναι πιο γλύφτικο έτσι, θα συμφωνήξω.

  1. - Βρεβρεβρε τον Αντωνάκηηηηη... Κοίτα να δεις, μας έγινε και δημοτικός σύμβουλος...
    - Εεεμ! Από μικρός φαινόταν ότι θα μεγαλώσει, μια ζωή γλείφτης...

  2. Προσφατα αγορασα γλυφτη Leopard..
    Ειναι καλος για 60 λιτρα ενυδρειο η τσαμπα τον πηρα;
    Ευχαριστω για το χρονο σας.
    δεν κανει για τα λιτρα σου....οχι οτι δεν κανει «δουλεια»....δε χωραει εννοω...γινεται πολυ μεγαλος... σε 60 λιτρα....καλυτερα να μη βαλεις κανενα ειδος «γλυφτη» (από εδώ)

  3. - Τι σπουδάζει τώρα ο γιος σου;
    - Γλύφτης.

το ψάρι (από ironick, 17/11/10) Και έγλυψε μια πούτσα ο πούστης ο Michelangelo! (από Khan, 17/11/10)

Δες και κωλογλείφτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified