Selected tags

Further tags

Αυτοκίνητο όχημα το οποίο χρησιμοποιείται σε αγροτικές εργασίες και διαθέτει προσαρμοσμένη καρότσα στο αμάξωμα.

Είναι σκληροτράχηλα οχήματα που οι κάτοχοι τους κοκορεύονται ότι δεν έχουν βάλει λάδι και νερό εδώ και είκοσι χρόνια. Στο εσωτερικό μπορείς να βρεις λογαριασμούς, αποδείξεις, μισοάδεια (ή μισογεμάτα) μπουκαλάκια με νερό ή ξεθυμασμένο πιοτό, σακούλες, κέρματα, βίδες, εργαλεία, παπούτσι κ.α.

Αν μιλάμε για κλασικές εικόνες τότε σίγουρα είναι όχημα τ. Ντάτσουν. Πιθανότατα διαθέτει αρκετά σημάδια κακομεταχείρισης - όπως αναρίθμητα βουλιάγματα και τρακαρίσματα - αλλά και αρκετές ενδείξεις φροντίδας με κλασσικότερη το μπογιάντισμα σημείου ή επιφάνειας με εμφανείς πινελιές, για την αποφυγή σκουριάσματος.

Σε άλλη περίπτωση παρατηρούμε μια πολυφωνία ανταλλακτικών στο όχημα: το ανταλλακτικό (πόρτα, καπό κ.α.) μπαίνει όπως έχει αγοραστεί, ανεξαρτήτως χρώματος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αυτοκινούμενο ουράνιο τόξο.

Επίσης, σε περιπτώσεις όπου το αυτοκίνητο είχε αγοραστεί για «καλό» ενώ τώρα έχει καταλήξει να κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά, υπάρχουν απομεινάρια της παλιάς καλής του εποχής όπως διακοσμητικό σεμεδάκι στο ταμπλό, αυτοκόλλητες εικονίτσες της Παναγίας, καλύμματα καθισμάτων από ξύλινες χάντρες ενώ στον καθρέφτη μπορεί κανείς να βρει κρεμασμένα λούτρινα ζάρια, λαγοπόδαρα, cd κ.α..

Στις μέρες μας οι σύγχρονοι «αγρότες» έχουν μεταμορφωθεί σε μυώδη κτήνη τ. Ναβάρα 4x4 και θυμίζουν ελάχιστα τους παλιούς κλασικούς. Συνήθως στην καρότσα διαθέτουν αυτοσχέδιο σκυλόσπιτο με τρυπούλες για τον αέρα, αυτοκόλλητα με μπεκάτσα ή τσίχλα και στην χειρότερη να είναι λασπωμένα από την κορυφή ως τα λάστιχα με μόνο καθαρό σημείο την τροχιά των υαλοκαθαριστήρων.

- Έλα, μ' ακούς; δεν έχω σήμα και θα τελειώσει η μπαταρία! Έχω μείνει με το παπί από λάστιχο και βενζίνα στα αγριόματα πάνω απ' το χωράφι του κυρ 'μίλιο.
- Καλά, κλείσε. Θα 'ρθω να σε πάρω με τον αγρότη.
- Έλα, μ' ακούς; Ναι!

Ο αγρότης τότε (από PUNKELISD, 22/08/11)Ο αγρότης τώρα (από PUNKELISD, 22/08/11)

βλ. και αγροτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακάμπτω τη μη σλανγκ μπούκα, την οποία μεγάλη οφείλεις να φας, πλην όμως μεγάλο λόγο να μη λες και προχωρώ στις πιο ιδιότροπες σημασίες:

  1. Το στόμιο του κανονιού. Έτσι έχω ή βάζω κάποιον στην μπούκα σημαίνει τον χώνω ως βλήμα στο στόμιο του κανονιού και ετοιμάζομαι να τον κανονιοβολήσω εις το πυρ το εξώτερον. Άρα έχω κάποιον σε δυσμένεια. Στο στόχαστρο. Τον έχω βάλει στο μάτι. Τον χώνω σ’ όλες τις υπηρεσίες, είναι ο πρώτος ύποπτος για οτιδήποτε στραβό συμβαίνει. Τον υπονομεύω, τον χτυπάω όπως μπορώ. Πνέω μένεα εναντίον του. Τον έχω εντοπίσει ως το εύκολο και πρόχειρο θύμα. Ετοιμάζομαι να τον πλήξω.

  2. Το άνοιγμα της σκηνής του θεάτρου.

  1. - Λίγο οι δύο απανωτές καταγγελίες από την εκάστοτε νέα κυβέρνηση κατά της προηγούμενης ότι εξαπατούσε την Ευρώπη με τα γκρικ στατίστικς, που εξόργισαν τους Ευρωπαίους, λίγο τα αδέξια φλερτ με τη Ρωσία στο ενεργειακό παιχνίδι που εξόργισαν τους Αμερικανούς, νά'σου και το χρέος όλο ν' ανεβαίνει, μας έβαλαν όλοι στην μπούκα και καταλήξαμε να γίνουμε τα εύκολα θύματα, ο αδύνατος κρίκος της αλυσίδας.

- Από τότε που με πιάσανε να βλέπω τσόντες στο ίντερνετ μ’ έχει στην μπούκα ο προϊστάμενος, με χώνει όπου βρει, ανάσα δεν παίρνω.

- Η Τουρκία με τη στρατιά του Αιγαίου έχει στην μπούκα όλα τα νησιά.

  1. - Το τρακ στην «μπούκα» κορυφώθηκε, ενώ η μπαγκέτα στριφογύρισε νευρικά στα χέρια του Κερκυραίου μαέστρου, του Δημήτριου Ανδρώνη, πριν σηκωθεί, για ν’ αφήσει την μουσική ν’ αναδυθεί από το χάος του θορύβου (Περικλής Λάσκαρις, εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άπληστος, αχόρταγος, πλεονέκτης (και αντιστοίχως ταμάχι ή απληστία).

Από το τουρκικό tamahkâr αραβοπερσικής προέλευσης (λ. εδώ).

- Λοιπόν, ο Φαυλόπουλος λέει ότι σου έραψαν ένα κουστούμι 300.000 Ευρώ. Μπορούνε να το μαγειρέψουνε, να πάει το φύλλο ελέγχου στις 150.000, να δώσεις 75.000 σ’ αυτούς και να συμβιβαστούμε στις 75.000. - Εκατόν πενήντα χιλιάδες; Καταστράφηκα. - Τι να κάνουμε; Ο Έφορας είναι ζόρικος, δεν πάει παρακάτω, έχει λέει παιδιά να σπουδάσει. - Στους γιατρούς να τα φάνε, καρκίνο στον κώλο να βγάλουνε οι ταμαχιάρηδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καρκίνος ή χαρχίνος ως η κατεξοχήν αρρώστια της εποχής μας.

Trivium: Ο γούγλης δίνει και ένα χτύπημα, όπου ως παλιαρρώστια θεωρείται το γκεϊλίκι.

Πάσα: Galadriel.

  1. Μια ακόμα επιτυχία για τη χώρα μας, αφού κατάφερε να χρεοκοπήσει -και επίσημα-, χωρίς κανείς να χρησιμοποιεί τη λέξη «χρεοκοπία». Η χρεοκοπία είναι κάτι σαν τον καρκίνο που πολλοί δεν τον λένε με το όνομά του και τον αποκαλούν «επάρατο νόσο», «παλιαρρώστια» ή «ξορκισμένο». (Εδώ).

  2. Πέθανε ο άνθρωπος και ησύχασε απ' την παλιαρρώστια (Εδώ).

  3. - «Έχετε καρκίνο κυρία μου;» - «Όχι γιατρέ! τι είναι αυτά που λές! Μακριά από μας -κι όπου να 'ναι- ,η παλιαρρώστια! Πάει, ξεμπέρδεψα εδώ και χρόνια μ' αυτήν. Όμως ο άλλος ο καλός ο γιατρός μου είπε ότι θα παίρνω όοοοολα τα φάρμακά μου δωρεάν εφ' όρου ζωής!» ) (Εδώ).

  4. Στις 28 Ιανουαρίου 2008 ο Κύριος τον κάλεσε κοντά Του μετά από εξάμηνη υπομονετική πάλη με την επάρατο νόσο, την οποία δεν την έβλεπε ως την “παλιαρρώστια“, παρά ως “δοκιμασία του Θεού για την καλύτερη προετοιμασία του ιδίου στην πορεία του για την Θριαμβεύουσα Εκκλησία“. Πριν τρία χρόνια σίγησε μια ζωντανή φωνή! Σίγησε η φωνή της Εκκλησίας! Σίγησε μια φωνή που μιλούσε ΕΛΛΑΔΑ και ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ! «Χριστοδούλου του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ!». Ελάχιστος φόρος τιμής στον άξιο Οιακοστρόφο της Εκκλησίας μας, Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, κυρό Χριστόδουλο. (Εδώ).

  5. Με την ανωμαλία που κυκλοφορεί, δεν έχει άδικο να αναρωτιέται...
    Έχουμε χάσει τους καλύτερους άντρες απο την παλιαρρώστια... (το gayλίκι) (Εδώ).

(από Khan, 17/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η κάθε μορφής βρώμα που μαζεύεται κάπου.

  2. Μέρος ή χώρος με βρωμερούς, απειλητικούς και λοιπούς σκιώδεις χαρακτήρες. Το λήμμα αναφέρεται στο σύνολο αυτών των τύπων.

  3. Γλέντι που γίνεται αυστηρά μεταξύ αντρών, με πολύ ποτό, λαϊκή ή και παραδοσιακή μουσική, περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα γερό μεθύσι, εμετούς, μεθυσμένες φιλοσοφικές συζητήσεις και μερική απώλεια μνήμης για το συμβάν. Συνοδεύεται συνήθως από το ρήμα «κάνω»

- Καθάρισε λίγο ρε, έχει μαζευτεί μούργα στο σπίτι σου!

- Ω ρε μαλάκα τι μούργα είναι εδώ; Πού μας έφερες μ' όλα αυτά τα καθιζήματα;

- Πω κάναμε μια μούργα εχθές στο σπίτι του Γιάννη, άλλο πράμα!

Παράδειγμα από τον Αρχηγό στο 1:45. (από joe909, 17/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φορητό μικρό ηλεκτρικό ματάκι με πρίζα για το μπρίκι του καφέ.

  2. Είδος μικρού πυροτεχνήματος που σέρνεται φλεγόμενο στο έδαφος και σφυρίζει.

  3. Μηχάνημα - φορτωτάκι, άλλως εκσκαφάκι, πιο επίσημα φορτωτής πλάγιας ολίσθησης, αγγλιστί skid street loader. Πρόκειται για μικρό αυτοκινούμενο μηχάνημα, με τετράτροχη κίνηση στους δεξιούς και αριστερούς τροχούς, η οποία του επιτρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτο, μέχρι και να κάνει πιρουέτες. Φέρει δυο βραχίονες, στους οποίους προσαρμόζεται ότι χωράει ο νους του ανθρώπου, φαγάνα, εκχιονιστήρας, χορτοκοπτικό, μπετονιέρα, πηρούνια και άλλα 16 που αναφέρει η Wikipedia και δεν ξέρω τι σημαίνουν.

  4. Χημικό καθαριστικό για λεκέδες ρούχων.

  1. - Ρε συ δεν έχεις κανένα γκαζάκι να κάνω τον καφέ, μ’ αυτό το διαβολάκι δέκα ώρες θα κάνω.
    - Το διαβολάκι κάνει το καλό καϊμάκι.

  2. Μια φορά Πάσχα, μετά την Ανάσταση, έχω κατέβει αρματωμένη (όπως κάθε Νησιώτισσα/ης που σέβεται τον εαυτό της/του) με καμιά εικοσαριά γουρούνες, διαβολάκια και συνδυασμούς των παραπάνω. (Τρεις γουρούνες μαζί δεμένες με μονωτική, γουρούνες με διαβολάκια για μίτσες, απλά πράγματα ψιλοετοιματζίδικα. Παλιά με τα αδέρφια μου φτιάχναμε τα δικά μας τρίγωνα κλπ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). εδώ.

  3. Εδώ είναι η λίστα των αγγελιών από την κατηγορία διαβολάκια που προέρχονται από Ιταλία. Μπορείτε να ταξινομήσετε μεταχειρισμένα διαβολάκια ανά τιμή, έτος παραγωγής ή μοντέλο. Παρακαλούμε χρησιμοποιήστε την πλοήγηση στην αριστερή πλευρά για να περιορίσετε την αναζήτησή σας. Μπορείτε να διευρύνετε την αναζήτησή σας για διαβολάκια που προέρχονται από άλλες χώρες.εδώ.

  4. Πώς καθαρίζει το ρετσίνι απ' τα ρούχα;
    Προσπάθησε να δοκιμάσεις το διαβολάκι του λεκέ.

Άσχετο αλλά ωραίο. (από joe909, 16/08/11)(από joe909, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις μέρες μας, η έκφραση αυτή έχει την έννοια της φορτικότητας. Εντούτοις η προέλευσή της ανάγεται σε αρκετούς αιώνες πριν.

Όπως είναι γνωστό, κατά την διάρκεια της επιβολής του Χριστιανισμού, το ελληνικό πνεύμα κυνηγήθηκε ανελέητα, ενώ τα περίτεχνα ελληνικά μνημεία, ναοί (όσοι δεν μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς), αγάλματα και λοιπά έργα τέχνης, έγιναν στόχος βανδαλισμών απ’ τους χριστιανούς (τα υλικά όλων αυτών, χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση εκκλησιών).

Όπως πιστεύεται, η έκφραση «του έσπασε τ’ αρχίδια», προέρχεται από μια παράξενη συνήθεια - φυσική απόρροια των σκοταδιστικών αντιλήψεων - που οι είχαν οι χριστιανοί βάνδαλοι όταν πραγματοποιούσαν τις καταστροφές. Καθώς θεωρούσαν τα αρχαιοελληνικά γυμνά αγάλματα, ως μορφή χυδαίας τέχνης, έσπαγαν και κατέστρεφαν με καλέμι τα…γεννητικά όργανα των ανδρικών ειδώλων!

Απ’ αυτή την συνήθεια, προέρχεται και η έκφραση «βλέπεις παπά; πιάσε τ’ αρχίδια σου».

Βλ. εδώ.

- Καλά, αυτός ο Γιαννάκης πάλι μου έσπασε τ' αρχίδια με ιστορίες από τη στρατιωτική θητεία του.
- Αφού το ξες ότι αυτοί οι στρατόκαυλοι είναι επαγγελματίες σπασαρχίδες.

Οι Ελληνιστικοί Βούδες του Bamiyan δυναμιτίστηκαν το 2001 από τους σπασαρχίδες Ταλιμπάν (πριν) (από Vrastaman, 22/08/11)Μετά. (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλισεδιά που λέγεται χιουμοριστικά ή ειρωνικά αντί για συγνώμη.

Κυρίως μπαμπαδίστικη ατάκα, παρμένη από ομώνυμο βαλσάκι του Τριανταεφτά, σε μουσική Κώστα Γιαννίδη και στίχους Αλέκου Σακελλάριου.

  1. Μην κλαις αναίτια / ήταν μια τρέλα μου / μια περιπέτεια / μονάχα μια // Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με / κι αν έφταιξα εγώ τ' ομολογώ (όλοι οι στίχοι εδώ)

  2. Δε τα είπαμε εχθές και φοβήθηκες λίγο αγάπη μου καλή. Μη φοβάσαι Ντόροθυ. Δεν πάω πουθενά. Απλά έπεσε δουλειά. Και ως γνωστόν η δουλειά κάνει τους άντρες. Αυτό σε συνδιασμό με τα άπειρα κιλά ανδροσύνης που κουβαλάω, σου δίνουν μια εικόνα του ΠΟΣΟ δουλειά είχα χθες. Το ξέρω σου έλειψα. Έκανες refresh εχθές κάθε 48 δευτερόλεπτα. Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με. (από εδώ)

  3. Και έφτασε η στιγμή που όλοι σπεύδουν να παραιτηθούν και να γυρίσουν τη πλάτη. Κάποιοι λένε ότι προδόθηκαν, όμως δεν γίνονται πιστευτοί. Θα ήταν προτιμότερο να παραδεχθούν, ότι τα λάθη τα βλέπανε, αλλά έδιναν παράταση. Τώρα το συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με, από τον καθένα χωριστά δε φτάνει, διότι το παιχνίδι χάθηκε. Άσε που όσοι έχουν μάθει να βρίσκονται κάτω από μια ομπρέλα, πάλι θα ψάξουν για να ενταχθούν και να εντάξουν, πάλι θα μοιράσουν ψηφοδέλτια και θα εκμαιεύσουν υποσχέσεις, πάλι θα κρατήσουν κάποια σημαία και θα αναζητήσουν την δική τους αυλή. (από εδώ)

«Συγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με», Σόνια Κουρτίδου (από vikar, 15/08/11)Και από Σοφία Βέμπο (από vikar, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο την πρόταση «(Να) το χαρώ», με αλλαγή θέσης του άρθρου. Γλυκιά προσφώνηση, συνήθως σε μικρά παιδιά και όχι μόνο.

Χρησιμοποιείται και σε όμορφα κορίτσια και ως «Χαρωτάκι».

  1. - Έλα χαρώτο να φας το φαγάκι σου μην κρυώσει.

  2. - Χαρώτο γω ένα κουκλάκι που 'χω 'γώ.

  3. - Κοίτα μια κούκλα εκεί...
    - Πού;; Πω Πω ενα χαρωτάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εμπορική συναλλαγή (αρχική σημασία).
  2. Δοσοληψία, πάρε δώσε, σχέση (οποιασδήποτε φύσης, φιλικής, ερωτικής ή άλλης).
  3. Προβλήματα, μπερδέματα, φασαρία, διαπληκτισμός.

Από το ιταλικό dare-avere, δούναι και λαβείν (πηγή: Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα). Με ανομοίωση του Ρ σε Λ προκύπτει το «νταλαβέρι».

Σχετικό ρήμα: νταραβερίζομαι

  1. Στη δουλειά μου έχω νταραβέρια με πολλές εταιρείες.
  2. Δε θέλω καθόλου νταραβέρια μαζί του.
  3. Έχει νταραβέρια με την αστυνομία.

βλ. και βέρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified