Selected tags

Further tags

Δημοσιογραφικό χαϊδευτικό για τον αντακάβα παρακρατικό.

Αν η Βία είναι η μαμμή της Ιστορίας, τότε η Τυφλή Βία θα μας βγάλει άσχημες ιστορίες. Πάντως, στην Χώρα μας η Δικαιοσύνη διαθέτει εξαιρετικήν όραση.

Στην σύγχρονη εποχή, η πρώτη φορά που αγανάκτησαν κάτι πολίτες, ήταν στο Δουβλίνο το 1916, που έσπευσαν να βοηθήσουν ν' αποκατασταθεί η Τάξη (των Βρετανών). Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό κάτω απ' το αυλάκι. Το '40 π.χ. αγανάκτησαν οι πολίτες για τις θηριωδίες των αμάχων εις βάρος των Γερμανών, το '60 αγανάκτησαν για τις αυθαιρεσίες των ψηφοφόρων εις βάρος των πολιτευτών, το '90 αγανάκτησαν κατά των καταλήψεων των μαθητών εις βάρος του Υπουργού Παιδείας κλπ-κλπ.

Ο χαρακτηρισμός είναι πονηρά δικαιολογητικός και καθόλου τυχαίος αφού κατατείνει: (1) στην απαλλαγή από την τιμώρησή του για τις παραβάσεις των άρθρων 308 (σωματική βλάβη) και 361 (εξύβριση) του Ποινικού Κώδικα, λόγω δεδικαιολογημένης αγανάκτησης, αν παρ' ελπίδα συλληφθεί, και (2) στην απαλλαγή από την τιμώρηση των εντολέων του, λόγω της θολής γενίκευσης «πολίτης», ενώ είναι ενταγμένος σε συγκεκριμένη πολιτική ομάδα (ό,τι λάμπει δεν είναι ξημέρωμα). Καρφώνονται όμως, διότι το σημείο εκκίνησης της αγανάκτησης εκάστου πολίτη, συμπίπτει χρονικά με αυτό των άλλων (κοίτα ρε κάτι συμπτώσεις)!

Χαρακτηριστικά:

  • Διαθέτει χιούμορ, αφού υπεραμύνεται της εθνοτικής (Ελληνικής πάντα) γνησιότητάς του, ενώ π.χ. η κατατομή του φέρει σαφή ουραλο-αλταϊκά χαρακτηριστικά, το επώνυμό του είναι σλάβικο, του ξεφεύγουν αλλοδαπές –βαλκανικές ή φράγκικες– εκφράσεις κλπ (ή και συγκερασμός όλων των παραπάνω).
  • Πάσχει απο τριχόπτωση κι έτσι ξουρίζει συνεχώς το κεφάλι του να περισώσει ό,τι προλάβει (δεν εξηγείται αλλιώς).
  • Το αγαπημένο του χρώμα είναι το πράσινο (της ελπίδας) σε όλες τις παραλλαγές.
  • Αγαπημένη του ταινία «Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή Νο4» (Citizens On Patrol, C.O.P. 1987).
  • Κάνει ευφάνταστα τατουάζ (π.χ. η Κύπρος, ο Μαίανδρος, η σημαία μας και 5-6 άλλα).
  • Πληρώνει 10ετή συνδρομή σε εικονογραφημένα επιστημονικά περιοδικά τύπου «Και οι Αρχαίοι είχαν Ψυχή», «Διπλωματία δι' Αρχαρίους», «Κουμουνισμός: Το Έσχατο Στάδιο της Επιχειρηματολογίας», «Έρωτες Αρχαίων Ελλήνων», «Ξαναδιαβάζοντας τον Γρηγόρη Μιχαλόπουλο», «Τρίτο Πόδι», «Φυλάξου από τη Γνώση», «Αλτ ή Πυροβολώ», «Θητεία: Τα Μυστικά της Χρήσιμης και Εποικοδομητικής Σκοπιάς», «Το Ξέφραγο Αμπέλι» κ.ά., ενώ θεωρεί τον Λιακόπουλο γραφικό και ατεκμηρίωτο.
  • Εφημερίδα διαβάζει μόνον αθλητική.
  • Μαθαίνει «αυτοάμυνα» για ν' αποκτήσει εσωτερική γαλήνη και σφίγγεται στα γυμναστήρια για να είναι πάντα έτοιμος για τις ανάγκες της Πατρίδας.
  • Κουβαλάει μαζί του όπλα «για ασφάλεια», γιατί «τόσα γίνονται κάθε μέρα».
  • Σαν παιδί, οδηγούσε τρίκυκλο ποδήλατο.
  • Ονειρεύεται να φορέσει στολή (όποια να' ναι) και να μην χρειάζεται άλλο να κρύβεται.
  • Τον παππού του τον έφαγαν αυτά τα σκυλιά οι αριστεροί (πέθανε απο καρδιά το 1974 που νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ).
  • Δεν δουλεύει, γιατί του πήρε τη θέση κάποιος αλλοδαπός.
  • Δεν έχει γκόμενα, γιατί είναι όλες πουτάνες.
  • Η μάνα του τον βλέπει και κουνάει το κεφάλι της (δώστου φώτιση Παναΐτσα μου).
  • Ενδημεί σε πορείες, συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια, γήπεδα, καταλήψεις, μπάχαλα, δημιουργώντας τουρλουμπούκια εκεί που δεν υπάρχουν ή κάνοντας αντιμπάχαλα εκεί που έχει.
  • Η αγανάκτησή του, εκδηλώνεται συνήθως στην κορύφωση κάποιας λαϊκής διαμαρτυρίας.
  • Δρα μαζί με την ομάδα του και ποτέ μόνος (συλλογική αγανάκτηση).
  • Απευθύνεται στους αστυνομικούς με το μικρό τους κι αυτοί τον καλούν καμιά φορά από συμπ(ό)νοια, να φάει μαζί τους απ' την καραβάνα του συσσιτίου. Έτσι, να αισθανθεί κι αυτό σαν μέλος της Οικογένειας, το καψερό...
  • Παραλείπει σκόπιμα να καταχωρηθεί στον τηλεφωνικό κατάλογο (στο «Α» ή έστω στο «Π») ή ν' αφήσει μια κάρτα του και έτσι δεν μπορεί να τονε βρεί με τίποτα η Αστυνομία **Π**όλεων, όσο και να προσπαθήσει (κοίτα ο διάολος)! Μερικοί μύθοι λένε μάλιστα, ότι μεταμορφώνεται σε νυχτερίδα, γι' αυτό και γίνεται άφαντος μετά τα επεισόδια. Το Αρχηγείο της Αστυνομίας έχει βέβαια ζητήσει να εγκριθεί πίστωση για ν' αγοράσουν απόχες, αλλά τώρα με την Κρίση μην περιμένουμε και πολλά πράγματα...
  • Έχει συνήθως κοινότατα χαρακτηριστικά (μετρίου αναστήματος προς το κοντό του αλλά τον λες και τηλεγραφόξυλο, χοντρόλιγνος κλπ) αλλά δυσκολοπρόφερτο όνομα (π.χ. Αλεξικρόταλος Σαρρηβαλασουλάκης, Γεώφιλος Κουκλουτζαλίδης, Θεοδόλιχος Φαγιουμτζής, Θρασύδουλος Παπαγεωργοκωνσταντινογιαννόπουλος, Σπανοβαγγελοδημήτρης κ.α.), γιατί οι άνδρες των ΜΑΤ, καίτοι χαριεντίζονται μαζί του με τις ώρες έξω απ' τις κλούβες μέχρι ν' αρχίσει η πορεία, δυσκολεύονται και δεν θυμούνται να καταθέσουν μετά, ούτε πώς μοιάζει ούτε τ' όνομά του.
  • Η Αστυνομία διαψεύδει κατηγορηματικά τις φήμες ότι του κάνει πλάτες. Απλώς, όταν στέκει αστυνομικός μεταξύ διαδηλωτή και αγανακτισμένου, του γυρίζει την πλάτη (από περιφρόνηση). Καμιά φορά όμως, γίνεται τσακωτός από μανιάουρους, οι οποίοι του ανοίγουν το κεφάλι, προκειμένου να εξετάσουν το περιεχόμενό του (από καθαρά επιστημονικό ενδιαφέρον).
  • Θεωρεί εαυτόν «ήρωα της γειτονιάς», πλακώνοντας νόμιμους μεροκαματιάρηδες (σε σταθερή διεύθυνση διαμένοντες) και καχεκτικούς μετανάστες, αποφεύγοντας επιμελώς ωστόσο, να ζητήσει άδεια παραμονής από τίποτα θηρία από Ρουμανία-Ρωσία-Ουκρανία κλπ.
  • Καμιά φορά παίρνει το Νόμο (;) στα χέρια του σκοτώνοντας διάφορους μελαμψούς Λίμπερτυ Βάλανς, παραμένοντας διά παντός άγνωστος και οι δημοσιογράφοι διερωτώνται με ενδιαφέρον ποιος να ήταν (για κάνα μισάωρο και εκτός prime zone).
  • Δεν τον πειράζει που ο κόσμος δεν (ανα)γνωρίζει τους αγώνες του. Κάποτε όλοι θα καταλάβουν.
  • Οι ΚουσΚουσάρηδες λένε ότι καλύπτεται από μπάτσους, βουλευτές, δημοσιογράφους και δικαστές, αλλά ποιος τους γαμεί; Όλο τέτοια λένε αυτοί (μας έχουν κουράσει).

Να μην συγχέεται με τον αγανακτίστα, που είναι φλώρος...

[...]
Προσαγωγές υπόπτων είχαμε χθές το βράδυ μετά τα επεισόδια στην οδό Πανεπιστημίου, στο κέντρο της Αθήνας.
Οι διαδηλωτές εκτόξευσαν απειλές κατά της Κυβέρνησης και η Αστυνομία έκανε χρήση χημικών.
Οι «γνωστοί-άγνωστοι» έβαλαν φωτιά σε κάδους, ενώ Αγανακτισμένοι Πολίτες τους κυνήγησαν και επακολούθησε συμπλοκή.
Στον Εισαγγελέα οδηγήθηκαν τρία 16χρονα άτομα με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής οργάνωσης, ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, διακεκριμένης φθοράς, εμπρησμού, εσχάτης προδοσίας, μη καταβολής εργοδοτικών εισφορών, κιβδηλείας, παράβασης καθήκοντος, μονομαχίας, άρνησης αποδοχής νομισμάτων, διγαμίας, πρόκλησης ναυαγίου, απατηλής επίτευξης συνουσίας, παραβίασης οικοδομικών διατάξεων, δολίας χρεοκοπίας, μαστροπίας, αντίστασης, απείθειας, θρασύτητας κατά της Αρχής και άλλα αδικήματα. Με σύμφωνη γνώμη Εισαγγελέα και Ανακριτή, κρίθηκαν προπηλακιστέοι.
Κατ' ενός 45χρονου ατόμου, φερομένου υπαρχηγού της οργάνωσης Χ, επεβλήθη η ποινή της επίπληξης και αφέθηκε ελεύθερος.

Άλλα νέα απο την εσωτερική επικαιρότητα:

Με τον δικό τους τρόπο γιόρτασαν και φέτος, τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου «Λέσχη Φίλων της Ταράτσας», που έκοψαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα τους πάνω σε άρμα μάχης, όπως κάθε χρόνο στις 4 Αυγούστου, ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας της Φαλαγγίτισσας [...]

Δες και ΑΓΑ.ΠΟ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωπική αγαπημένη φράση... Το λέμε όταν γνωρίζουμε κάποιον πολύ καλά.

- Ρε μαλάκα, εσύ δεν είχες ένα γνωστό που δούλευε σε εκείνη την τηλεφωνική; Έχουμε κανα τηλέφωνο, γιατί θέλω δουλειά.
- Ναι ρε. Θα τον πάρεις ένα τηλεφωνάκι και πες του ότι εγώ στο έδωσα. Τον ξέρω τον Τάσο. Μη φανταστείς ότι παίζουμε και σφαλιάρες, αλλά ένα γεια το λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο GATZMAN έγραψε στις 09/04/09: λέμε πάλι έπιασα τη μαλλιαρή, εννοώντας έπιασα χρήματα.

Συγνώμη που παρεμβαίνω, αλλά νομίζω ότι έπρεπε να μπει ως πρόσθετος ορισμός, διότι στα σχόλια μπορεί να ξεφύγει της προσοχής.

Επομένως δεν το αναρτώ εγώ. Το λήμμα ανήκει σ' εκείνον.

- Είδες τζιπάρα ο Κ;
- Και παλάτι θα χτίσει! Άνοιξε φασφουντάδικο κι έπιασε τη μαλλιαρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορο πλύσιμο, που εστιάζεται στα σημεία του σώματος που πιάνουν μπίχλα και πιθανόν να ενοχλούν τους τριγύρω. Λύση ανάγκης, όταν ο ενδιαφερόμενος βιάζεται και δεν προλαβαίνει να προχωρήσει σε ολικό καθαρισμό.

Για τους άνδρες : ψωλή, αρκίδια, κώλος, μασχάλες, άντε και μούρη, ίσως και πίσω από τα αυτιά...

Για τις γυναίκες : μουνί, κώλος, μασχάλες.

Η προέλευση αυτονόητη. Απλά για την ιστορία, οι πουτάνες (πιο παλιά, και οι πιο σχολαστικές και ευσυνείδητες), μετά από κάθε πελάτη, έπλεναν τα γεννητικά τους όργανα, καθώς και τις μασχάλες, και πίσω στο καθήκον. Αυτή η διαδικασία, επαναλαμβανόταν πολλές φορές την ημέρα, αναλόγως βέβαια και με το σουξέ της κάθε πουτάνας. Έτσι, καθιερώθηκε η έκφραση αυτή (πληθ. της πουτάνας τα πλυσίματα) να χαρακτηρίζει το τοπικό και βιαστικό πλύσιμο.

- Μάνα έχει ζεστό νερό;
- Όχι, πρέπει να το ανάψεις.
- Δεν προλαβαίνω ρε μάνα. Θα πλύνω μασχάλες, θα ρίξω και κανα δυο λίτρα κολώνια, και νταξ...
- Εμείς γιόκα μου αυτά τα λέμε της πουτάνας τα πλυσίματα!!! Αλί σ' αυτούς που θα σε πλησιάσουν. Τώρα γύρισες από το μπάσκετ.
- Μην ανησυχείς, για ένα ποτάκι πάω εδώ γύρω.
- Ό,τι ξέρεις κάνε. Βαρέθηκα...

(από electron, 02/06/11)

βλ. και γαλλικό ντους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής στις γειώσεις.

Όταν η κουβέντα σκαλώσει / εξαντληθεί / γίνει περίεργη και σταματήσει κι αφού αρχίσει μια ωραία ησυχία, πάντα θα βρεθεί κάποιος να τη πηδήξει. Λες και δεν τελειώνουν ποτέ τα νέα και τα κοινά ενδιαφέροντα, λες και πρέπει καλά και σώνει να μιλάς συνέχεια, αλλιώς «τι θα κάνουμε δηλαδή, θα κοιταζόμαστε;».

Μας έφαγε η ευγένεια... Άμα πεις τα εντός παρενθέσεως-end of discussion-γειωτικά, ίσως και να γλιτώσεις από μελλοντικά conflicts με τον περί ου, αλλά στην τελική πάρε κάνα βιβλίο-πανοπλία μαζί σου καλού κακού για να μην ακούσεις τα κάτωθι χρονοσκοτωτικά στην πρώτη δυνατή ευκαιρία (στη δεύτερη δεν τη γλιτώνεις όμως, οπότε πάρε και κάτι απ’ τη δουλειά μαζί κι άνοιξέ το μπας και νιώσει) ο άλλος):

«Για πε, για πε» -> (τι να πω, τα ‘πα o μαγκούφης)

«Για πες ρε μπαγάσα τι γίνεται στο / πώς πέρασες στο / τι κάνει ο... βατέβα / γουερέβα / χουέβα...» -> (πριν λίγο δεν τα λέγαμε; Σε χαιρετάνε όλα τους)

«Τι άλλα; / Αυτάαα... τι άλλα / Άλλα;» -> [εδώ, ΗΣΥΧΙΑ(δεν τα παίρνειςκιόλα). Άλλο τίποτα]

«Πες καν’ άλλο νέο. / Τα νέα σου; / Τι χαμπάρια;» -> (χαμπάρια μάντολες. Να σ΄πω, έχεις πάει Κεφαλλονιά; Κλείσε εισιτήριο. Τώρα όμως, μην κάθεσαι.)

Κι άμα ξεχαστείς και πεις «Τα ίδια. Λέγε όμως εσύ τα δικά σου κι εγώ ακούω», τότε έρχεται καπάκι:

«Εγώ; Τι να σου πω; Εσύ θα μου πεις» (ούτε ο Φέντερερ τέτοιο μπακ-χαντ... μαζέψουυυ).

«Τι ακούς, αφού διαβάζεις» (με τα μάτια ακούω ρε αδερφάκι μου;)

«Τα δικά μου στα 'πα» (κι εγώ γαμώτ, αλλά προφανώς μια φορά δε φτάνει).

Αυτάαααα... Κι άλλα πολλά όμως. Να φύγει το μήδι.

- Το λοιπόν;
- Δεν έχει...

uncomfortable silences (από vanias, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ συχνότερα στο γ’ πρόσωπο του αορίστου: «την έκανε κατσίκα».

Αποδίδεται σε όσους έχοντας λερωμένη τη φωλιά τους, ψυλλιάστηκαν πως οσονούπω θα τους έπαιρναν πρέφα και εγκαίρως την έκαναν μ’ ελαφρά πηδηματάκια αφήνοντας χαλαρά σε άλλους να πληρώσουν τα γαμησιάτικα.

Γνωστότατη φράση (βλ. και σχόλιο του vanias εδώ) σε πληθυσμούς που τμήμα τους σταδιακά κατέστησαν ευθυνόφοβο με άποψη, κυνικά διεφθαρμένες, διαπλεκόμενες και μη ελεγχόμενες ιεραρχίες που τακίμιασαν με τυφλούς και θεόκουφους κατήδες και στηρίχτηκαν απ’ την πέμπτη φάλαγγα συνδικαλιστών και δολίων ΜΜΕ, ντεμέκ διανοούμενους, φάσκοντες κι αντιφάσκοντες θολοκουλτουριάρηδες και λοιπές νενεκικές δυνάμεις που τα πιάνανε με το κουλό.

Σύγχρονες μέθοδοι για να γίνεις φιδίσιος αποτελούν, σύμφωνα με φήμες, τα μπατσόπτερα, μια και τα υποβρύχια για τέτοιους σκοπούς γέρνουν.

Προέρχεται απ’ το τούρκικο kaçak που σημαίνει: «δραπέτης», «φυγόδικος», «λιποτάκτης», «αποστάτης», «λαθρέμπορος», «σκαστός», «διαφεύγων» και «ζούλα» που, παρεμπιπτόντως, μας έχει δώσει και τα:
-κατσακτσής: λαθρέμπορος,
-κατσάκικο, κατσιμαρτζήδικο: λαθραίος, παράνομος (όπως αναφέρει ο HODJAS σε σχόλιό του στο αγροτικό του perkins, μετά από δημιουργικά σχόλια των Γιώργος Ζάκκης και poniroskylo), καθώς και την έκφραση:
---«(την) κάνω κατσάκι»: κάνω κοπάνα / σκασιαρχείο / σκάμπα / σμπόμπα όπως αναφέρουν οι jaiel και kounilaki και ετυμολογεί ο Αλβανός.

Λοιπόν ο GAP είναι ξοφλημένος. ... Αφού ήθελε τόσο πολύ να γίνει πρωθυπουργός, τον έριξαν στο λάκκο με τα θηρία να τον αποτελειώσουν. Καλά τόσο χαϊβάνι δεν το περίμενα να είναι! Ενώ ο άλλος την έκανε κατσίκα στο παραπέντε! Ας τον βλέπετε χοντρούλη. Είδατε πώς την έκανε και πώς την έχωσε στον βλάκα το Γιωργάκη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιού τύπου πιστόλι με πολλαπλές κάνες που στριφογυρίζουν, πρόδρομος του κανονικού πιστολιού τύπου «ρεβόλβερ». Παρότι γνωστή ήδη από το 15ο αιώνα, έγινε δημοφιλής κατά το 19ο αιώνα. Λόγω του μικρού του μεγέθους που έκανε εύκολη την απόκρυψη και τη χρήση τους, χρησιμοποιούνταν συχνά από πράκτορες, δολοφόνους και γυναίκες. Η λέξη αποτελεί ελληνοποίηση του Αγγλικού όρου «pepper-box». Λόγω της μη χρήσης πια όπλων τέτοιου τύπου δεν απαντάται στη σύγχρονη Ελλάδα.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν εδολοφονήθη με πιπεριέρα τύπου Ντέριντζερ από τον Τζων Μπουθ.

(από Nakas, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγρίμι, ιδίως όταν εκδηλώνει επικίνδυνη, αρπαχτική συμπεριφορά. Κυριολ. τίγρης από το τουρκικό kaplan (λ. πραγματικά αλταϊκής προέλευσης, ούτε περσική ούτε αραβική). Είναι η τίγρη του χιονιού.

Πρβλ και το «Καπλάνι της Βιτρίνας» (βαλσαμωμένο)

Μεταφορικά: άγριο, ανυπόμονο, ερωτικά απαιτητικό θηλυκό, λυσσάρα γυναίκα, που δεν υπολογίζει τίποτα, υπερσεξουαλική.

  1. Μπήκε στην κουζίνα πεινασμένος, άρπαξε λίγο ψωμί κι έγινε καπνός. Χάθηκε σαν καπλάνι.

  2. Έμπλεξε ο φουκαράς μ' αυτήν, ασυγκράτητο και χαλκέντερο καπλάνι, κι έμεινε μισός.

(Μη φοβάστε. Απλό παράδειγμα είναι. Καμιά, όσο καπλάνι και να είναι, δεν αφήνει κανένα μισό. Κορόιδο είναι να μην τον ταΐσει ικανοποιητικά;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδική, σχεδόν προσχολική σλάνγκ υποτίμησης αντιπάλου που ακούμε εν είδει συνθήματος (συνηθέστερα εν χορώ) σε ατομικά ή ομαδικά ανταγωνιστικά παιδικά παιχνίδια. Το σύνθημα σημαίνει ότι ο αντίπαλος είναι αδύναμος και δεν μπορεί να προτάξει ουσιαστική αντίσταση και επομένως η νίκη πρέπει να έλθει με το μέρος μας.
Όπου Χ μπορεί να είναι ένα κύριο όνομα, το όνομα μιας ομάδας ή ενός σχολείου κ.λπ.

- Τρίτο σημαίνει τσίχλα μασημένη
(Σύνθημα από μαθητές του 1ου Δημ. Σχολείου Γρεβενών σε αγώνα μπάλας μεταξύ 1ου και 3ου Σχολείων, που συναντήθηκαν στο Καστράκι όπου συνέπεσαν οι εκδρομές τους.)

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα μάτσο παλιά κατοστάρικα (δραχμές) που ήταν κόκκινα, σαν τον τότε καλό (;) ταραμά.

  1. Έβγαλε τον ταραμά από την τσέπη... κι έκανε την γκόμενα να λαλήσει!

  2. Το είδα και με τα μάτια μου, την εποχή που ο Γιώργος ο Ζωγράφος τραγουδούσε το 'Δελφίνι δελφινάκι πάμε πιο γρήγορα, να δω τα γυριστά της τα ματοτσίνορα...' δηλαδή όταν στέγνωνε η μπογιά από τους Αγίους Αποστόλους (το εκκλησάκι μέσα στο χώρο της Στοάς του Αττάλου). Χοντρός, πάνχοντρος, μουστάκιας και μελαχροινός, με ύφος υπουργού ΜΕ χαρτοφυλάκιο, έβγαλε από την τσέπη μια χούφτα κατοστάρικα, ξεχώρισε ένα και 'πλέρωσε' απαξιώνοντας να πάρει ρέστα. Ο λογαριασμός, δυο ποτά, πρέπει να ήταν 16 δρ. τότε!!!! Εμείς παίρναμε soft των 6.50. Μη με δουλεύετε ρε!

Λιτός βίος με σαρακοστιανό ταραμά και 100 δισεκατομμύρια δραχμές, σύντομα κοντά σας. (από Khan, 14/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified