Further tags

Κοινώς, μουνοθύελλα (βλ. ελλ. ορσ). Καμία σχέση με καταιγίδα φεγγαριών ή βροχή από κομήτες κτλ.

-Ρε μαλάκα, είδες τί γινόταν στο party;; Πνίγηκα στο string!!!
-Πώς να μη δω ρε μεγάλε! Σκέτη moon storm...

Moon Unit Zappa στο "hit" Valley Girl (από dryhammer, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία.

Κατ' ευφημισμόν περιγραφή του αθλήματος για τις αγχολυτικές, χαλαρωτικές και λοιπές ελλείψει Λίλιαν ευεργετικές ιδιότητές του.

Κι εδώ, φυσικά, ισχύει το «μέτρον άριστον».

- Πωω, μ' αυτή τη μιλφάρα τη νοσοκόμα που πέτυχα δεν την παλεύω. Και είναι αναμενόμενα παντρεμένη.
- Ε, τι κάθεσαι; Pexotanil των 500mg 1x2, 30' προ της κατάκλισης για μια εβδομάδα. Υγιαίνετε...
- Έλα μου;
- Είπαμε, υγιαίνετε και πηγαίνετε!

- Το 90% των ανδρών παίρνουν κατά μέσο όρο ένα Pexotanil την ημέρα. Το άλλο 10% ψεύδεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To «vivere pericolosamente», δηλαδή το «ζην επικινδύνως» στα ιταλικά, μεταφέρεται έτσι στην ελληνική σλανγκική, για να δηλώσει μια ζωή που πρυτανεύει ο κώλος ως πεδίο αναζήτησης της ηδονής, ή όπου υπάρχει έντονος κίνδυνος να ξεκωλωθούμε.

- Ο Σάκης έχει γυρίσει όλην την Ευρώπη κάνοντας οτοστόπ σε νταλίκες. Μπράβο του! Του αρέσει το vivere pericolosamente!
- To vivere periκωλοsamente θέλεις να πεις! Για τους νταλικέρηδες το κάνει το ωτοστόπ βρεεε! Ξύπνα!

Το "Vivere pericolosamente" του Τζιμάκου! (από Cunning Linguist, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντεκολτέ που, παρόλο το ελπιδοφόρο βάθος του, αποκαλύπτει ένα σχεδόν επίπεδο στήθος. Το επίθετο απαντά μόνο στο ουδέτερο γένος και σχεδόν αποκλειστικά στη φράση «αβυζαλέο ντεκολτέ».

- Ωραίο το φορεματάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, ντεκολτέεε... μπράααβο το Μαράκι.
- Ναι αλλά πέρασα από δίπλα της πριν κι έριξα ματιά. Δε λέει τίποτα, το ντεκολτέ είναι αβυζαλέο...

(από Khan, 25/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλιγάτορας + γαμώ!

Το πρώτο συνθετικό αλιγάτορας, έχει σκοπό να αποδώσει με όσο το δυνατόν εκφραστικότερο και ζωντανότερο τρόπο, την προσήλωση και την ψύχωση προς στο αντικείμενο που αρεσκόμεθα να καλούμε... «μουνί».

Όπως ο αδίστακτος αλιγάτορας, ένας πραγματικός δολοφόνος της φύσης, θανατώνει το θήραμά του, έτσι κι ο αληγάμουρας γαμάει το θήραμά του.

Είναι, με άλλα λόγια, ο τύπος που όχι απλώς γαμάει, αλλά σαρώνει στην κυριολεξία. Ο τύπος ανδρός για τον οποίο το μουνί δεν είναι πλέον διασκέδαση, αναπαραγωγή ή έστω και χόμπι. Είναι αντικείμενο σπουδών, τροφή και στη χειρότερη...; ΠΡΡΡΕΖΑΑΑΑΑΑ!

Φυσικά τέτοιου είδους όντα καταντάνε να καταλάβουν γύρω στα 50 τους ότι δεν έκαναν τίποτε το χρήσιμο και αξιοσημείωτο στη ζωή τους, αφού αναλώθηκαν εκεί, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στην ψυχολογική τους κατάρρευση.

ΕΓΩ!
PS: ΒΟΗΘΕΙΑ...

(από Vrastaman, 19/09/10)Κι ο Αλή Πασάς, ως αλη γάμουρας πηδούσε τα πάντα (*.*) (από GATZMAN, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.

Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.

Η Αυτής Εξοχότης Cicciοlina (από allivegp, 30/11/09)Δρόμος στα Μελίσσια (από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που τα πτυχία των αποφοιτριών, είτε από Πούτσεστερ, είτε από άλλα καλύτερα πανεπιστήμια γίνονται λαδόκολλες και δεν ανοίγουν πόρτες, εκεί που κάποιες έχουν διδακτορικό (κανονικό ή γιαλατζί) και σπάνε τα μούτρα τους γιατί η ανεργία χτυπάει κόκκινο, εκεί που το βιογραφικό σημείωμα είναι ανίσχυρο να πραγματώσει τα όνειρα και τα κούφια λόγια περί επαγγελματικής αποκατάστασης φαντάζουν ασήμαντα, ένα πλούσιο βυζογραφικό (γυναικείο στήθος) έρχεται πολλές φορές όχι άπλα να ανοίξει πόρτες, αλλά να ανοίξει το δρόμο και για πολλά άλλα πράγματα. Μαρούλι-Λοιπές υλικές απολαύσεις- Κοινωνική καταξίωση. Μ' άλλα λόγια: ένα βυζογραφικό που να μπορεί να φέρει το Σακέτο σε πακέτο!

Το βυζογραφικό σημείωμα δεν είναι απλές κόλλες χαρτιού όπως το βιογραφικό. Μιλάει από μόνο του.

Ένα πλούσιο βυζογραφικό συνδυαζόμενο με multimedia υποστήριξη (σώμα και πρόσωπο φοβερής αισθητικής αντίληψης, αρμονική κίνηση, τσαχπινογαργαλιάρα ματιά και φωνή) που φωνάζει από χιλιόμετρα: «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε» μπορεί να ανατρέψει όλα τα προγνωστικά (π.χ. φτωχό βιογραφικό).

Ένα βυζογραφικό που προβάλλει μέσα από ένα βυζούβιο (ως φάκελο), αφήνοντας να διαφανεί εικόνα για high class βυζόμπαλα πλαισιωμένα από Κορμί, τύπισσας υψηλών φυσικών προδιαγραφών, που όχι απλά σέρνει καράβι αλλά και ναύαρχο και ναυαρχίδα και στόλο ακόμα, αποδεικνύεται πολλές φορές κατά πολύ ισχυρότερο από ένα πολύ καλό βιογραφικό.

  1. Δυο συνιδιοκτήτες μιας εταιρείας συζητούν.
    Α: Βλέπω πως για τη θέση της υπαλλήλου που ψάχναμε για το τμήμα δημοσίων σχέσεων πως προσέλαβες αυτή με το χειρότερο βιογραφικό. Για δημόσιες σχέσεις μιλάμε, όχι για δημόσιες χέσεις. Τι συμβαίνει; Έχει μπάρμπα στην Κορώνη; Και το άλλο πάλι που το βάζεις; Μα να της δώσεις ταβανοσκουπάτο μισθό;
    B: Κοίτα, μπορεί να 'χει ftp βιογραφικό, αλλά αν δεις το πλουσιότατο βυζογραφικό της θα καταλάβεις γιατί την προσέλαβα. Τσάμπα μας έρχεται. Θα μας αναζωογονεί σεξουαλικώς, οπότε θα μας βοηθά να παίρνουμε σωστές αποφάσεις για τον οργανισμό.
    Α: Μα δεν ξέρει τη δουλειά.
    Β: Και τι έγινε; Όπου χρειάζεται θα έχει βοήθεια από άλλες, ενώ με τα φυσικά της προσόντα θα μας κλείσει τις... συνεργασίες.

  2. Κορίτσια καταθέστε βυζογραφικό. Ο Ατάνας πληρώνει. Ο Ατάνας επιλέγει. Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/αυτή που γαμιέται ή/και γλύφει (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) για να ανέβει κοινωνικά/οικονομικά.

- Τον είδες το πιτσιρικά; Τον έκανε τμηματάρχη σε 6 μήνες η διευθύντρια...
- Χμ είναι αυτός ένας γαμιοσάλιαγκας!

(από σφυρίζων, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified