Further tags

Γύρος φτιαγμένος από κρέας γάτας. Σημαίνει κακής ποιότητας γύρος (συνήθως αισθητή στη γεύση), ή σατιρικά για να διακωμωδήσουμε το ποιόν ενός άγνωστου για μας σουβλατζίδικου. Πιο σπάνια χρησιμοποιείται και ο σκυλόγυρος.

- Λοιπόν προτείνω να πάμε για σουβλάκια στο «Γύρω γύρο όλοι»
- Ωχ... τι σερβίρουν εκεί; Γατόγυρο απ' όλα;

- Χθες το βράδυ τι κάνατε αφότου έφυγα;
- Πήγαμε για σουβλάκια σε ένα άθλιο μαγαζί, σκέτος γατόγυρος. Το μισό σουβλάκι το έδωσα σε έναν σκύλο, το μύρισε και έφυγε!

Όλα καλά! (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ανύπαρκτη επινοημένη ράτσα σκύλου που συναντάται σε όλη την Ελληνική επικράτεια. Ωστόσο, η μάρκα αυτή δεν αναγνωρίζεται από κανένα κυνολογικό σύνδεσμο ή φορέα πουθενά στον κόσμο. Ενώ φέρει επιφανειακές ομοιότητες με εκφυλισμένο Κανίς, έχει τόση σχέση με Γκριφόν όσο έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για τον κατ’ εξοχήν μπασταρδεμένο εγχώριο κοπριτάμπουρα.

- Κανίς-γκριφόν ζητάει γαμπρό: Έχω ένα σκυλάκι κανίς-γκριφόν, ασπρόμαυρο, καθαρόαιμο θηλυκό. Είναι στον καιρό της και θέλω να τη ζευγαρώσω με καθαρόαιμο της ράτσας της. (από Ελληνική ιστοσελίδα)

…widespread populations of companion dogs in Greece unofficially called Caniche-Griffons. Popular perceptions in Greece indicate they are imported, even though there is no such evidence. Alternatively many people think they are a first cross between a Poodle and Griffon. The funny thing is no one seems to know what this «griffon» is. (από ξένη ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύνθετη αυτή λέξη παράγεται εκ των λέξεων τσιμπούρι και βυζί.

Το τσιμπούρι είναι ένα μικρό έντομο της οικογένειας των παρασίτων που τοποθετεί στο στόμα του μόνιμα πάνω στο δέρμα του οργανισμού του σκύλου, του πρόβατου, του ανθρώπου, κλπ και τρέφεται με το αίμα του συγκεκριμένου οργανισμού.

Η τσιμπουροβύζα είναι η γυναίκα που διακρίνεται για το υπερβολικά μικρό έως ανύπαρκτο στήθος της και ονομάζεται έτσι λόγω των πολύ μικρών διαστάσεων που έχει το τσιμπούρι. Η σχεδον flat επιφάνειά της θυμίζει κατ' αναλογία μορφολογία εδάφους Αγγλίας (ανυπαρξία ορεινών όγκων).

Η τσιμπουροβύζα τέλος, λόγω του σχεδόν αμελητέου στήθους της, έχει μικρή θηλυκότητα, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών να μπορούσαν να αποκαλεστούν και ως: ουδέτερο pH

- Σου αρέσει το γκομενάκι που τραβάω τελευταία;
- Καλά κολλητέ... Πολύ τσιμπουροβύζα η δικιά σου.
- Μπα δεν με απασχολεί αυτό. Είναι ηφαίστειο!
- Ηφαίστειο με flat επιφάνεια; Δεν ξανακούστηκε. Βρε αν η γυναίκα δεν έχει πιασίματα... βράσε όρυζα.
- Ναι, ενώ η δικιά σου... σωστό θωρηκτό Ποτέμκιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνόσκυλο, δηλαδή το άτομο που δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και είναι ρουφιάνος. Σύνθετη λέξη από τις αιδοίον και κύων, δηλαδή μουνί και σκύλος.

Με κάρφωσε ο αιδοιόκυνος.

Σαν να κλαίει το αιδοικυνάκι... (από MXΣ, 26/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκυλί ειδικά εκπαιδευμένο για τη φύλαξη ανολοκλήρωτων οικοδομών (κοινώς «γιαπιά»). Τείνουν να στέκονται στην άκρη και να προστατεύουν το γιαπί όχι μόνο από ανθρώπους αλλά και άλλους σκύλους. Ένας σκύλος είναι η μεγαλύτερη απειλή για έναν άλλο σκύλο καθώς μπορεί να απειλήσει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία την οποία προστατεύει.

Αρχική δημοσίευση: γιαπόσκυλο.

Ρε συ Κοσμά αρχιμπετατζή, λες να συμβεί τίποτε που αφήνω την οικοδομή αφύλαχτη με όλα τα υλικά χύμα χωρίς να έχω ούτε καν ένα γιαπόσκυλο;

(από anandam, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι ο Μπαμπινιώτης, (δεν είναι ο κροταλίας), αλλά μία επικίνδυνη μεταλλαγμένη παραλλαγή του, βγαλμένη μέσα από λάθος πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε φρικτά ναζιστικά εργαστήρια γενετικών ερευνώνε, και ο οποίος κάποια στιγμή το έσκασε και ανέλαβε να κατακρεουργήσει τον πλούτο της γλώσσης ήν μας έδωκαν Ελληνικήν. Πρόκειται για τερατώδες όν, κάτι μεταξύ μπαμπουίνου και Μπαμπινιώτη, που κυκλοφορεί ελεύθερο και πυροβολεί αδιακρίτως, σκορπίζοντας τον τρόμο και το σύστριγγλο. Ά, κόντεψα να το ξεχάσω, είναι και μέλος του slang!

Μεταξύ φίλων :
- Άσε ρε μεγάλε που θα μου πεις ότι η Ελενίτσα ξέρει Γαλλικά...
- Ναι ρε μαλάκα σου λέω, αφού έχει πάρει το Μπακαβλορεά...
- Ωοοοο, μεγάλε έγραψες! Για πάρτε ρε ένα μπαμπουινιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτικά πουλιά, γνωστά μόνο σε όσους έχουν υπηρετήσει.
Χαρακτηριστική η κραυγή τους «Λελε, λελε, λελε».

Ακούς ρε νέο τα λελεδόνια;

(από Khan, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από παράφραση της λέξης αμνοερίφια (αρνοκάτσικα).

Ο ποιητής αναφέρεται στις μυριάδες αρνιά και κατσίκια που κατασφαγιάζονται κάθε χρόνο για να δοξάσει το Χριστεπώνυμο πλήθος την Ανάσταση του Κυρίου (Αμνού του Θεού), σε ένα άνευ προηγουμένου φεστιβάλ χοληστερίνης.

Λέμε πως πρέπει να τηρήσουμε τα έθιμα, γιατί αν χάσουμε τα έθιμα, πάει και καλά η φυλή μας (αλήθεια, πού πάει, όρε;)

Και για να παραμείνουμε, πιστοί στις επάλξεις και στα... ιδανικά της φυλής, πλακωνόμαστε ακόρεστα στις... μάσες, ρευόμενοι από εθνική περηφάνια. Έτσι... θα ξανατρέξει καθάριο αίμα ομάδας Ε στις φλέβες μας. Αχ...Αρχίδια - μάντολες!. Θα γελάσει και το παρδαλό ερίφιο. Αν το αφήσουν βεβαίως να ζήσει. Η ζήτηση μεγάλη.

Και εντάξει. Ρευτήκαμε από εθνική περηφάνια... Tα καταφέραμε και πάλι, ε; Τον πιάσαμε το στόχο μας, ε;

Το γεγονός τώρα πως τα άλλα κράτη θεωρούν πως είμαστε του πεταματού... Νταξ... Άσε μωρέ τους βάρβαρους. Το γεγονός πως ο προϊστάμενος θα μας τα πρήξει πάλι αύριο... Νταξ... Λεπτομέρειες. Το έθιμο... Το έθιμο... Ε ρε τρομάρα στα μπατζάκια μας.

Και για να συμβεί τώρα αυτό το «θεάρεστο έργο», τα κυκλώματα της αγοράς, μη χάνοντας ευκαιρία, θα ξεχυθούν πάλι, σαν αιμοδιψείς Τάταροι, ξεκοιλιάζοντας κατσικίδιο για κατσικίδιο για να χεστούν στο ψιλικό οξύ once again.

Σημείωση: Αυτή βέβαια η σφαγή των αμνοεριφίων δεν γίνεται μόνο το Πάσχα. Απλά τότε είναι το κορύφωμά της.

- Φτάνει η γιορτή του Πάσχα. Πάλι οι ορδές των μανιασμένων χασάπηδων θα επιδοθούν σε μεγαλειώδη σφαγή αμνοεριφίων καταντώντας τα αμνοερείπια.

(από GATZMAN, 22/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς F-the γκάτζοι! Είναι μεγάλα σαν ακρίδες...

Μας πλάκωσαν οι F-the γκάτζοι στα τσιμπίματα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified